Με συντομία θα αναφερθούν οι νομικοί, πολιτικοί και στρατηγικοί λόγοι που αιτιολογούν γιατί μια ριζική επανατοποθέτηση στο Κυπριακό όχι μόνο είναι απόλυτα αναγκαία και δικαιολογημένη αλλά, επιπλέον, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εθνική αποτρεπτική στρατηγική της Ελλάδας.
Για ένα ακόμη λόγο, μια τέτοια επανατοποθέτηση είναι αναπόφευκτη τόσο λόγω ευρύτερων στρατηγικών εξελίξεων που πυροδότησε ο πόλεμος της Ουκρανίας όσο και λόγω των νέων και οξύτερων τουρκικών αναθεωρητικών απειλών.
Τα αξονικά ζητήματα που ερμηνεύουν το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα είναι τρία και συμπλεκόμενα:
1) Οι ευρύτερες στρατηγικές εξελίξεις που επηρεάζουν όλους και όλα,
2) η νομική διάσταση που έχει «ονοματεπώνυμο» «Διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα» και
3) η πολιτική διάσταση που αφορά αποφάσεις ενίσχυσης της αξιοπιστίας της Ελληνικής Εθνικής στρατηγικής στην Θράκη, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
“Μια Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία και μάλιστα με πολιτική ισότητα δεν υπάρχει πουθενά...Κοντολογίς, θα έχουμε τελεσίδικη και παντοτινή παγίδευσή του ενός δέκατου του σύγχρονου Ελληνισμού στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας με αναπόδραστη απόληξη την σταδιακή πλήρη τουρκοποίηση της Μεγαλονήσου.”
Οι προσδιοριστικές στρατηγικές παράμετροι και ο στρατηγικός προβληματισμός ως προς αυτές είναι οι εξής:
Α) Η Κύπρος θεωρείται ανέκαθεν από όλους ως ένα από τα σημαντικότερα γεωπολιτικά πεδία του πλανήτη, εάν όχι το σημαντικότερο. Είναι γνωστό το «ποτέ» των βρετανών με ανάλογη αιτιολόγηση και των Τούρκων που θέλουν να ελέγξουν την Κύπρο «ακόμη και αν δεν υπήρχε και ένας τουρκοκύπριος» - Νταβούτογλου).
Β) Ερώτημα: Συνεκτιμάται δεόντως η στρατηγική σημασία της Κύπρου για το Ελληνικό κράτος; Και εάν η απάντηση είναι θετική πόσο αυτή η εκτίμηση ενσωματώθηκε στην εθνική στρατηγική με συγκεκριμένες στρατιωτικές, πολιτικές και διπλωματικές αποφάσεις;
Γ) Πόσο είναι κατανοητοί οι κίνδυνοι για την Εθνική ασφάλεια όλων των Ελλήνων εάν καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία και πόσο έχει συνειδητοποιηθεί και ληφθεί υπόψη τι θα σήμαινε εάν γίνει αποδεκτή η Διζωνική Δικοινωτική Ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, οπότε εξ αντικειμένου το ένα δέκατο του Ελληνισμού θα τεθεί υπό τουρκική επικυριαρχία;
Αυτά τα ερωτήματα οδηγούν ευθέως στην βάση των συνομιλιών του Κυπριακού τις τελευταίες δεκαετίες. Μια Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία και μάλιστα με πολιτική ισότητα δεν υπάρχει πουθενά, δεν είναι βιώσιμη και με τα νέα νομικά και στρατηγικά ερείσματα που θα αποκτήσει η Άγκυρα θα την οδηγήσει στην πεπατημένη που τόσο καλά γνωρίζουν όλες οι εθνότητες στο εσωτερικό της ή στον περίγυρό της.
Κοντολογίς, θα έχουμε τελεσίδικη και παντοτινή παγίδευσή του ενός δέκατου του σύγχρονου Ελληνισμού στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας με αναπόδραστη απόληξη την σταδιακή πλήρη τουρκοποίηση της Μεγαλονήσου.
Κάτι τέτοιο σημαίνει άμεση και βαθύτατων προεκτάσεων στρατηγική παγίδευση του Ελληνικού κράτους και αλματώδη στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας σε βαθμό και έκταση που αναιρεί την οποιαδήποτε στρατηγική σημασία της Ελλάδας. Στο ίδιο πλαίσιο, κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργίας ενός προβληματικού κρατιδίου θα προκαλέσει άμεσες και μεγάλες αλλαγές των θαλάσσιων οριοθετήσεων που επηρεάζει τους υποθαλάσσιους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.
Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και θα γίνει προσπάθεια να τύχει περιγραφής και ερμηνείας το γεγονός ότι οι Ελληνικές και Κυπριακές πολιτικές μετά το 1974 έφεραν την Κύπρο και την Ελλάδα στο χείλος της Αβύσσου, κάτι που αιτιολογημένα και δικαιολογημένα απαιτεί ριζική επανατοποθέτηση και σημαντικές αποφάσεις στρατηγικής ανασύνταξης.
Φτάσαμε στο χείλος της Αβύσσου επειδή κανείς δεν μιλά για την εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας αλλά για την μια ή άλλη απόχρωση της Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας με την οποία εξ αντικειμένου σημαίνει τελεσίδικη ένταξη της Κύπρου στα πεδία της Τουρκικής επικυριαρχίας.
Αμέσως μετά το 1974 και την πτώση της χούντας αντί μιας μακρόπνοης εθνικής στρατηγικής επίτευξης ισορροπίας δυνάμεων σε όλα τα μέτωπα αφενός κυριάρχησε η στρατηγικά ακραία προβληματική θέση «η Κύπρος [επαναλαμβάνουμε, το ένα δέκατο του Ελληνισμού] κείται μακράν». Δεν έλειψαν επίσης διαδοχικές κατευναστικές στάσεις που μείωναν την αξιοπιστία της Εθνικής στρατηγικής με αποτέλεσμα στα υπόλοιπα μέτωπα αντιπαράθεσης με την Τουρκία να μην εφαρμοστούν οι πρόνοιες των Συνθηκών για το δίκαιο της θάλασσας, ενώ εσχάτως απερίφραστα αμφισβητείται η Ελληνική κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου.
“Γιατί εμείς συνεχίζουμε να αφήνουμε τρίτους, όποιοι και να είναι αυτοί, να εκπέμπουν αθέμιτες και κατά βάση ιδέες αδιέξοδων και παράνομων ρυθμίσεων που νομιμοποιούν, ακριβώς, την παράνομη άσκηση βίας, τα παράνομα τετελεσμένα και που όχι μόνο καταργούν ένα κυρίαρχο κράτος αλλάζοντας με νέα Συνθήκη την διεθνή τάξη αλλά επιπλέον αναπόδραστα οδηγούν σε αστάθεια που θέτει σε κίνδυνο την διεθνή και περιφερειακή ασφάλεια!”
Φτάσαμε επίσης στο χείλος της Αβύσσου επειδή για κυριολεκτικά ακατανόητους λόγους δεν κυριάρχησε μια ορθή και ορθολογιστική ερμηνεία των νομικών και πολιτικών όψεων των διεθνών θεσμών, κυρίως του Συμβουλίου Ασφαλείας και του Χάρτη του ΟΗΕ και των νομικών/πολιτικών προεκτάσεων της ένταξης στην ΕΕ.
Έτσι, επιτρέψαμε να παραμεριστούν τα μόνα ψηφίσματα του ΣΑ που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του για την διεθνή τάξη (1974,1975,1983) τα οποία ρητά ορίζουν την διεθνή νομιμότητα (αποκατάσταση της διεθνούς τάξης, τερματισμός των τετελεσμένων, τα παράνομα τετελεσμένα δεν αποτελούν βάση λύσης τα παράνομα τετελεσμένα και το μόνο κράτος που αναγνωρίζεται είναι η ΚΔ, βλ. πιο κάτω).
Συναφώς, ερωτάται: Λαμβάνονται υπόψη και αποτελούν θεμέλια διαπραγματευτική θέση της Ελληνικής πλευράς οι βαθύτατων νομικών και πολιτικών αποφάσεων πρόνοιες του άρθρου 2 παράγραφος 7 του Κεφαλαίου Ι του Χάρτη του ΟΗΕ που οριοθετεί τις αρμοδιότητες όλων των οργάνων συμπεριλαμβανομένου του ΣΑ και αποκλείει κάθε παρέμβαση στο εσωτερικό των κρατών-μελών του ΟΗΕ:
«Καμιά διάταξη αυτού του Χάρτη δε θα δίνει στα Ηνωμένα Έθνη το δικαίωμα να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους και δε θα αναγκάζει τα Μέλη να υποβάλλουν τέτοια θέματα για ρύθμιση σύμφωνα με τους όρους αυτού του Χάρτη. Η αρχή όμως αυτή δεν πρέπει να εμποδίζει την εφαρμογή των εξαναγκαστικών μέτρων που προβλέπονται από το Κεφάλαιο 7».
Επειδή η ουσία πάντα, ιδιαίτερα στις πρόνοιες του Χάρτη του ΟΗΕ αλλά και κάθε ζητήματος της διεθνούς πολιτικής βρίσκεται στις ειδοποιούς διαφορές –και αφού τονιστεί πως σπάνια υπάρχουν αποφάσεις του ΣΑ με τόσο ρητές θέσεις για την ανάγκη αποκατάστασης της διεθνούς τάξης όπως αυτές του 1964, 1974 και 1983–, είναι απαραίτητο να υπογραμμιστεί κάτι κατά τα άλλα αυτονόητο:
Στα εν λόγω ψηφίσματα ορίζεται επακριβώς ποιος είναι το θύμα και ποιοι οι θύτες που διατάραξαν την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια και το θύμα είναι η Κυπριακή Δημοκρατία. Από νομική και πολιτική άποψη τίποτε δεν άλλαξε μετά το 1974 παρά μόνο το γεγονός ότι η Ελληνική πλευρά δέχθηκε να συνομιλεί για την νομιμοποίηση των παράνομων τετελεσμένων (που επί δεκαετίες συζητεί αλλά δεν αποδέχθηκε).
“Το λογικό και το ορθολογικό είναι η Ελληνική πλευρά να μην δεχθεί την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, να αξιώνεται ο τερματισμός των εξ αντικειμένου παράνομων τετελεσμένων και να απαιτείται η εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.”
Όπως μερικοί τονίζουν επί δεκαετίες συμπεριλαμβανομένου του αείμνηστου Πρέσβη Δούντα, οι «υποχωρήσεις» αυτές είναι πολιτικού και όχι νομικού χαρακτήρα και πάντα στις διακρατικές διενέξεις όταν δεν υπάρξει συμφωνία οι νέες διαπραγματεύσεις διεξάγονται από μηδενική βάση, δηλαδή όσον αφορά την Ελληνική πλευρά την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας σύμφωνα με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΣΑ.
Αυτό ερμηνεύει και την ακατανόητη πολιτική διολίσθηση των Ελληνικών θέσεων και των «παραινέσεων» του ΣΑ και των οργάνων του για νέες συνομιλίες από το σημείο που διακόπηκαν. Μάλιστα, συμπεριλαμβανομένων των Ελληνικών υποχωρήσεων και των νέων Τουρκικών αναθεωρητικών αξιώσεων που ολοφάνερα αποβλέπουν στην κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στον πλήρη έλεγχο της Κύπρου μέσο των Τουρκοκυπρίων και των παράνομων εποίκων.
Γιατί η Ελληνική πλευρά επί δεκαετίες δέχεται να οδηγείται από το ένα αδιέξοδο στο άλλο και γιατί αποδέχθηκε (τονίζουμε: πάντα πολιτικά και όχι νομικά) παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας και γιατί δεν επανατοποθετείται σε ορθή νομική και πολιτική βάση ταυτόχρονα καλώντας τα όργανα του ΟΗΕ να υιοθετούν στάσεις και αποφάσεις συμβατές με τις προαναφερθείσες υψηλές αρχές του Χάρτη του ΟΗΕ;
Ως προς αυτά, τονίζεται και υπογραμμίζεται ότι στην βάση γεγονότων που το ίδιο το ΣΑ κατέγραψε με τα αρχικά ψηφίσματά του δεν μπορεί να αμφισβητηθεί νομικά και πολιτικά ότι την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια δεν την διατάραξε η Κυπριακή Δημοκρατία αλλά η Τουρκία δημιουργώντας παράνομα τετελεσμένα και αξιώνοντας νομιμοποίησή τους.
Επειδή αυτό είναι προσδιοριστικά σημαντικό, στεκόμαστε με συντομία στις αποφάσεις 186 / 1974, 360 / 74 και 541 / 1983, οι οποίες είναι και οι μόνες συμβατές με τον ρόλο του ΣΑ όπως τον ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ. Καλούν όλους να σεβαστούν την κυριαρχία του μόνου αναγνωρισμένου κράτους, της ΚΔ, και ζητούν την αποκατάσταση της Συνταγματικής τάξης θεωρώντας την εισβολή απειλή για την διεθνή ειρήνη και ασφάλεια. Εξίσου ρητά με μια εξαιρετικά σημαντική διατύπωση που αφορά ευθέως τις διαπραγματεύσεις, ζητούν:
«την αποχώρηση χωρίς καθυστέρηση όλου του στρατιωτικού προσωπικού» και γίνεται σαφές ότι στις διαπραγματεύσεις επίλυσης της κρίσης «δεν θα επηρεαστούν από τα πλεονεκτήματα που αποκτήθηκαν από πολεμικές επιχειρήσεις».
Ερωτάται: Γιατί εμείς συνεχίζουμε να αφήνουμε τρίτους, όποιοι και να είναι αυτοί, να εκπέμπουν αθέμιτες και κατά βάση ιδέες αδιέξοδων και παράνομων ρυθμίσεων που νομιμοποιούν, ακριβώς, την παράνομη άσκηση βίας, τα παράνομα τετελεσμένα και που όχι μόνο καταργούν ένα κυρίαρχο κράτος αλλάζοντας με νέα Συνθήκη την διεθνή τάξη αλλά επιπλέον αναπόδραστα οδηγούν σε αστάθεια που θέτει σε κίνδυνο την διεθνή και περιφερειακή ασφάλεια!
“Η «τριπλή στρατηγική» απαιτείται να αποτελέσει την βάση μιας άμεσης και αποτελεσματικής στρατηγικής ανασύνταξης της Ελλάδας, που σημαίνει: Περαιτέρω ενίσχυση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων στο κεντρικό μέτωπο της Θράκης και του Αιγαίου, άμεση ενεργοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, ρητή επανάληψη του casus belli του 1983 για την ασφάλεια των Ελλήνων της Κύπρου σε περίπτωση τουρκικής στρατιωτικής επέκτασης...”
Μήπως υπάρχει κάποιος ή κάτι που υπερισχύει των Υψηλών Αρχών του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας; Νομικά, πολιτικά και διαπραγματευτικά μιλώντας, η απάντηση είναι απολύτως όχι. Αυτό λογικά και ορθολογιστικά χρήζει να είναι σημαία των Ελληνικών θέσεων και το κύριο ακλόνητο νομικό και πολιτικό επιχείρημα άμεσης και ριζικής επανατοποθέτησης.
Εξίσου σημαντική εάν όχι περισσότερο σημαντική και μεγάλο υπέρτερο και ακλόνητο έρεισμα για την Κυπριακή Δημοκρατία είναι η απόφαση του ΣΑ 541 του 1983 μια δεκαετία μετά την παράνομη εισβολή και τα παράνομα τετελεσμένα. Όπως και οι άλλες αποφάσεις, αυτή πολύ περισσότερο και σε συνδυασμό με τις αποφάσεις του 1974, ορίζει επακριβώς ποιος και πως διατάραξε την διεθνή τάξη με την ανακήρυξη ψευτο-κρατιδίου:
«Η απόπειρα να δημιουργηθεί μια τουρκοκυπριακή δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου είναι άκυρη, επιδεινώνει την κατάσταση της Κύπρου».
Καλεί επίσης την Τουρκική πλευρά να την αποσύρει και διευκρινίζει για ακόμη μια φορά ότι υπάρχει ένα μόνο κράτος και μόνο μια κρατική κυριαρχία, αυτή της Κυπριακής Δημοκρατίας την οποία κανείς δεν μπορεί να καταλύσει παρά μόνο εάν εμείς οι ίδιοι αυτοκτονήσουμε κρατικά.
Γίνεται σαφές πάντως, ότι δεν μιλάμε για κάποια αντιπαράθεση με όργανα του ΟΗΕ ή αντιπροσώπους τους αλλά μόνο νομικά και πολιτικά νομιμοποιημένη και θεμιτή αξίωση ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους να θέσει τα κόκκινα σύνορα των νομικών και πολιτικών όψεων του καθεστώτος της κρατικής κυριαρχίας. Κάθε νοητή νομική και πολιτική ερμηνεία του Χάρτη του ΟΗΕ ευνοεί την Ελλάδα και την ΚΔ και τους επιτρέπει να επανατοποθετήσουν την διαπραγματευτική τους θέση στην βάση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.
Η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελλάδα έχουν δικαίωμα, συμφέρον και υποχρέωση να αξιώσουν το Συμβούλιο Ασφαλείας και όλα τα όργανα και τους αντιπροσώπους του διεθνούς αυτού οργανισμού, εμπράγματα,
1ον να εκπληρωθούν οι πρόνοιες του Καταστατικού Χάρτη,
2ον να παρακαμφθούν και εξαφανιστούν λαθραία καταγεγραμμένες θολές, παράνομες και αποδεδειγμένα αδιέξοδες διατυπώσεις για το εσωτερικό καθεστώς ενός κυρίαρχου κράτους-μέλους –που έγιναν βάση «συζητήσεων» με το πιστόλι της τουρκικής στρατιωτικής παρουσίας στον κρόταφο– και
3ο να εκτιμηθεί δεόντως το αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή μη βιώσιμες διευθετήσεις και κατάλυση ενός κράτους οδηγεί αναπόδραστα σε βεβαία διατάραξη της διεθνούς τάξης και της διεθνούς ασφάλειας.
Τίποτα χειρότερο δεν μπορεί να πάθει η Κυπριακή Δημοκρατία από την κατάργησή της και αυτό θα συμβεί εάν αποδεχθεί τις αυτοκτονικών προδιαγραφών εκδοχές περί Διζωνικής, Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Το λογικό και το ορθολογικό είναι η Ελληνική πλευρά να μην δεχθεί την κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, να αξιώνεται ο τερματισμός των εξ αντικειμένου παράνομων τετελεσμένων και να απαιτείται η εφαρμογή της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας.
“Για την Κυπριακή Δημοκρατία μόνη αποδεκτή βιώσιμη διέξοδος είναι η επαναφορά υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας όλης της Κυπριακής Επικράτειας, η διασφάλιση στρατιωτικής ικανότητας εάν χρειαστεί και καταστεί εφικτό τερματισμού των παράνομων τετελεσμένων και ασφαλώς τελεσίδικη απόφαση ότι ποτέ δεν θα καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία για να δημιουργηθεί ένα ασταθές κρατίδιο υπό τουρκικό έλεγχο.”
Ως προς το τελευταίο αναφέρεται το αυτονόητο, ότι δηλαδή η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ το 2004 ενίσχυσε νομικά, πολιτικά και διαπραγματευτικά την Ελληνική πλευρά επειδή η πράξη προσχώρησης που αποτελεί νόμο για όλα τα κράτη μέλη ρητά αναφέρει ότι το ευρωπαϊκό κεκτημένο ισχύει για όλη την Επικράτεια της ΚΔ, δηλαδή, συμπεριλαμβανομένων των παράνομων κατεχομένων.
Συνοψίζοντας, τονίζεται ότι:
α) είχαμε πολιτική και όχι νομική διολίσθηση προς την ΔΔΟ και οι παραινέσεις του ΣΑ, γεγονός που νομιμοποιεί επανατοποθέτηση στην βάση της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας,
β) επειδή η Διζωνική, Δικοινοτική Ομοσπονδία αντιβαίνει στην διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα απορρίπτεται και γίνεται ρητό ότι ποτέ δεν θα καταργηθεί η ΚΔ (και κανείς δεν μπορεί να την καταργήσει),
γ) γίνεται ρητό ότι η πράξη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ είναι υποχρεωτική για όλα τα κράτη-μέλη και
δ) διαφυλάσσεται η Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι να υπάρξει δυνατότητα εφαρμογής της διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας είτε με διαπραγματεύσεις είτε με, ευκαιρίας δοθείσης, εκδίωξη του εισβολέα.
Αυτές οι υπογραμμίσεις μας οδηγούν στο στρατηγικό σκέλος.
Προϋπόθεση διαπραγματεύσεων στην σωστή βάση είναι η στρατιωτική ισορροπία δυνάμεων στο πλαίσιο μιας αξιόπιστης Ελληνικής εθνικής στρατηγικής και η διπλωματική ενίσχυση που επιδιώχθηκε με την ένταξη στην ΕΕ. Αυτό ήταν εξάλλου και το σκεπτικό της «τριπλής στρατηγικής» που συζητήθηκε την δεκαετία του 1980 και 1990 οδηγώντας τόσο στον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο όσο και στην αίτηση ένταξης και τελικά ένταξη στην ΕΕ.
Στο προαναφερθέν πλαίσιο εξελίξεων μεγάλης σημασίας στρατηγικών και όξυνσης του Τουρκικού αναθεωρητισμού η «τριπλή στρατηγική» απαιτείται να αποτελέσει την βάση μιας άμεσης και αποτελεσματικής στρατηγικής ανασύνταξης της Ελλάδας:
1) Περαιτέρω ενίσχυση των αποτρεπτικών δυνατοτήτων στο κεντρικό μέτωπο της Θράκης και του Αιγαίου με ταυτόχρονη κάθετη απόρριψη των Τουρκικών αξιώσεων και ταυτόχρονα αποφάσεις εφαρμογής των προνοιών των Συνθηκών που ορίζουν το δίκαιο της θάλασσας και που όλα τα κράτη εφαρμόζουν.
2) Άμεση ενεργοποίηση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, απόφαση που αφενός ευνοείται από τις δομές του αεροδρομίου της Πάφου και αφετέρου επιτάσσεται για λόγους ισορροπίας δυνάμεων σε όλο το μέτωπο των Τουρκικών απειλών.
3) Ρητή επανάληψη του casus belli του 1983 για την ασφάλεια των Ελλήνων της Κύπρου σε περίπτωση τουρκικής στρατιωτικής επέκτασης.
4) Ριζική νομική και πολιτική επανατοποθέτηση στην βάση των προαναφερθέντων επιχειρημάτων για τον ρόλο και τις αρμοδιότητες του ΣΑ, καθώς και για την σημασία της Πράξης Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ.
Με νομικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς όρους ο Ενιαίος Αμυντικός Χώρος είναι απόλυτα νομιμοποιημένος:
α) Η Τουρκία διαθέτει δεκάδες χιλιάδες στρατό, επιθετικά όπλα, βάσεις και εγκαταστάσεις στην παράνομα κατεχόμενη βόρεια Κύπρο και απαιτείται να εξισορροπηθεί.
β) Η Ελλάδα πέραν των νομικά και πολιτικά θεμιτών συμφερόντων εξ αντικειμένου εμπλέκεται άμεσα επειδή στην Κύπρο βρίσκεται όπως είπαμε το ένα δέκατο του Ελληνισμού, ενώ επιπρόσθετα, είναι εγγυήτρια δύναμη με απόλυτο νομικό και πολιτικό δικαίωμα εξισορρόπησης της Τουρκίας.
γ) Με καθαρά στρατηγικούς όρους η απόλυτα θεμιτή και νόμιμη Ελληνική παρουσία –στρατός και αεροπορία– στην Κύπρο προσφέρει στην Ελληνική στρατηγική πανίσχυρα στρατιωτικά και στρατηγικά ερείσματα. Το αεροδρόμιο Πάφου, προσφέρεται για κάτι τέτοιο και είναι ανάλογα δομημένο.
Καταληκτικά, καταμαρτυρούμενα όλα συνηγορούν με την άμεση αποφάσεων διασφάλισης ισορροπίας δυνάμεων και αμυντικές/αποτρεπτικές στρατηγικές που θα αντιμετωπίσουν την εκτός ορίων τουρκική απειλή σε όλο το φάσμα από την Θράκη μέχρι την Κύπρο.
Αυτό αυτονόητα συνεπάγεται άμεση ρητή νομική και πολιτική αξιοποίηση της ισχύουσας διεθνούς και ευρωπαϊκής νομιμότητας και εντατικοποίηση εξισορροπητικών και διπλωματικών στρατηγικών που εξ αντικειμένου απαιτούν έξυπνους ελιγμούς και ορθολογιστικές αποφάσεις γύρω από τις οποίες απαιτείται να υπάρχει πολιτική ομοφωνία.
Για την Κυπριακή Δημοκρατία μόνη αποδεκτή βιώσιμη διέξοδος είναι η επαναφορά υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας όλης της Κυπριακής Επικράτειας, η διασφάλιση στρατιωτικής ικανότητας εάν χρειαστεί και καταστεί εφικτό τερματισμού των παράνομων τετελεσμένων και ασφαλώς τελεσίδικη απόφαση ότι ποτέ δεν θα καταργηθεί η Κυπριακή Δημοκρατία για να δημιουργηθεί ένα ασταθές κρατίδιο υπό τουρκικό έλεγχο.
Επίσης, εκτιμάται ότι πιο πάνω αιτιολογήθηκε επαρκώς ότι στο επίπεδο του ΟΗΕ η Ελληνική πλευρά διαθέτει νομικά και πολιτικά ερείσματα που νομιμοποιούν απαίτηση από το ΣΑ να εκπληρώσει τον ρόλο του για την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας και απαίτηση όλες οι αποφάσεις ή προτάσεις να είναι συμβατές με τις πρόνοιες του Χάρτη του ΟΗΕ για τον ρόλο του ΣΑ όπως εξάλλου γίνεται σαφές με τις κατά τα άλλα σπάνιες και πανίσχυρες για την Ελληνική πλευρά αποφάσεις του 1974, 1975 και 1983 για την διεθνή τάξη και την παραβίασή της από την Τουρκία.