Η ομιλία του πρωθυπουργού στο Αμερικανικό Κογκρέσο, κατά κοινή ομολογία, αποτέλεσε από τις ευτυχέστερες διαχρονικά στιγμές των πολιτικών μας λογογράφων. Εννοείται ότι αναπόφευκτα χαρακτηριζόταν από την μονομέρεια των διπλωματικών συμβάσεων, αφού εγκωμίασε υπερβολικά τις ΗΠΑ οι οποίες κατά καιρούς εξέφρασαν και άλλες συμπεριφορές (βλ. φυλετικές διακρίσεις, ατομική βόμβα, στήριξη δικτατοριών, θανατική ποινή, όπλα κ.π.ά.), ασύμβατες με τις κοινές αξίες τις οποίες εξύμνησε. Αλλά η Αμερική έχει πολλά πρόσωπα - και το επαινεθέν είναι και αυτό υπαρκτό.
Αφήνοντας στην άκρη την πολιτική διάσταση της εντύπωσης την οποία προξένησε η ομιλία (την οποία, φυσικά, δεν συμμερίζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο), θα την σχολιάσω για το αναμφίβολα υψηλό επίπεδο παιδείας το οποίο την χαρακτήριζε.
Αυτό που θα επιχειρήσω θα είναι να τήν συνδέσω με την παιδεία του μέσου Έλληνα, του μέσου απόφοιτου Λυκείου. Υπάρχει κάποιο αντίκρισμα της ομιλίας αυτής στον λαό τον οποίο εκπροσωπούσε ο πρωθυπουργός μας; Ή μήπως πρόκειται για μια λαμπρή πρόσοψη που πίσω της βρίσκονται παραπήγματα;
«Από τη μακρινή Πελοπόννησο, οι ηγέτες της Ελληνικής επανάστασης απηύθυναν την Άνοιξη του 1821 έκκληση προς τον Αμερικανικό λαό, προς τους “φίλους, συμπολίτας και αδελφούς”... Οι “Ιδρυτές Πατέρες” της Δημοκρατίας σας συγκινήθηκαν και εντυπωσιάστηκαν».
Αποτελεί αυτή η ιστορική πτυχή κομμάτι της ύλης που διδάσκονται οι μαθητές; Ερωτώ επειδή δεν γνωρίζω. Εντάσσεται η ιστορία της Ελλάδας αρμονικά μέσα στην παγκόσμια;
Και, μιλώντας για την Επανάσταση, μήπως η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα επισκιάζουν τον υπόλοιπο Ελληνισμό; Τι διδάσκονται οι μαθητές μας πχ για το ολοκαύτωμα της Νάουσας ή για τον απαγχονισμό του Αρχιεπισκόπου Κύπρου; Μαθαίνουν για τη συμβολή της Κρήτης στον Μακεδονικό Αγώνα;
Θεωρώ απίθανο, όμως, οι μαθητές να μαθαίνουν κάτι για την παρακάτω παράγραφο:
«Και με τον δικό της τρόπο, η Ελλάδα ανταπέδωσε. Ανάμεσα στα ορφανά ελληνόπουλα που διέσχισαν τον Ατλαντικό και βρέθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για να σωθούν από τις μάχες μετά το 1821, ήταν και ένα μελλοντικό μέλος του Κογκρέσου και ένας διοικητής στο αμερικανικό ναυτικό. Ελληνόπουλα που γλίτωσαν από τον πόλεμο έγιναν Αμερικανοί εκπαιδευτικοί και συγγραφείς. Πολλοί από αυτούς ήταν αφοσιωμένοι υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας».
Γενικά η ιστορία του Ελληνισμού των ΗΠΑ αμφιβάλλω αν διδάσκεται στα σχολεία μας. Αλλά οι παραπάνω παράγραφοι θέτουν ενώπιόν μας κάτι άλλο: το ζήτημα των αξιών των λαών. Υπάρχει, άραγε, χώρος για κάτι τέτοιο στο σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα;
Χωρίς να έχω αναλυτική γνώση της ύλης, αλλά υποψιασμένος από το γενικότερο κλίμα των πανεπιστημιακών ιστορικών μας, έχω διαμορφώσει την εντύπωση πως οι αξίες σήμερα θεωρούνται παρωχημένες και πατερναλιστικές. Η μετανεωτερικότητα έχει εισβάλει στις ιστορικές σπουδές, καθιερώνοντας μια αφήγηση χωρίς ψυχή, με δήθεν ουδετερότητα. Έτσι αυταπατάται πως θα υποτάξει το τέρας του εθνικισμού χωρίς να καταλαβαίνει ότι το ενισχύει…
«Κοιτάζουμε τη Μαριούπολη, μια ελληνική πόλη που ιδρύθηκε από την Μεγάλη Αικατερίνη το 1778 για να επανεγκατασταθούν εκεί οι Έλληνες από την Κριμαία που διέφυγαν από τoν Οθωμανικό ζυγό».
Δεν ρωτάω πάλι τι γνωρίζει γι’ αυτά τα γεγονότα ο απόφοιτος του Λυκείου. Αναρωτιέμαι, όμως, αν αποφοιτώντας ξέρει κάτι για τον Μέγα Πέτρο ή για τη ζωή μέσα στο Σοβιετικό σύστημα. Επίσης, μαθαίνει ιστορία της Κύπρου ή κάτι για τις περιπέτειες του Ελληνισμού στην Αφρική;
«Υπάρχουν τρεις ισχυρές δυνάμεις που συλλογικά συνδέουν τις επιτυχημένες δημοκρατίες: το κοινωνικό κεφάλαιο, και με αυτό εννοώ εκτεταμένα κοινωνικά δίκτυα, με υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης, που τόσο θαύμαζε ο Alexis de Tocqueville. Οι ισχυροί θεσμοί. Και κοινές αφηγήσεις που σφυρηλατούν μια ενοποιημένη εθνική ταυτότητα. Και οι τρεις αυτές δυνάμεις σήμερα διαβρώνονται».
Ποιος είναι πάλι αυτός ο Τοκβίλ; / Είναι δημοκρατία αυτό που έχουμε; / Από ποιους διαβρώνονται αυτές οι τρεις δυνάμεις που αναφέρατε;
Αν ένας φιλόλογος έδινε ως θέμα έκθεσης τη σημερινή διάβρωση της δημοκρατίας θα διαπίστωνε σοκαρισμένος ότι μεγάλος αριθμός μαθητών θα θεωρούσε πως η δημοκρατία υπονομεύεται από τις κυβερνήσεις και τους υπερεθνικούς οργανισμούς. Αυτό που δέχονται ως αυτονόητο ο πρωθυπουργός και πολλοί άλλοι μαζί του, δείχνοντας προς τον λαϊκισμό και τον αυταρχισμό, το λαϊκιστικό κομμάτι της κοινωνίας – εντελώς κατοπτρικά – τό αντιστρέφει αισθανόμενοι τους εαυτούς τους ως υπέρμαχους της δημοκρατίας! Βλέπουν την «αληθινή δημοκρατία» σε κάθε τι αντιθεσμικό, στον ακραίο ατομικισμό. Μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε!
Ποια είναι η συμβολή της παιδείας σε αυτή τη βαβέλ;
«Προσφέρουν στο λαό τους μια ”φαουστιανή’”συμφωνία».
Κύριε, τι θα πει “φαουστιανή”; / Γκαίτε; ποιος ήταν αυτός; / Τι συμφωνία έκανε ο Φάουστ με τον διάβολο; / Τι είναι ο διάβολος;
Για να μιλήσει κανείς παραστατικά για όσα συμβαίνουν γύρω μας χρειάζεται συχνά να επιστρατεύσει εικόνες από την κληρονομιά του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ποια ίχνη του σώζονται στη σημερινή παιδεία; Σε ποιες ενέργειες, για παράδειγμα, προβαίνουν οι αρμόδιοι ώστε η αρχαιογνωσία την οποία παρέχει το σχολείο να καταρτίζει τους μαθητές εγκυρότερα από όσο η χονδροειδής, σχεδόν βάρβαρη, ταινία «300»;
Με άλλα λόγια, σε μια διεθνή κουλτούρα που κυριαρχείται από το θέαμα και τις εντυπώσεις δεν είναι ανεκτό το εκπαιδευτικό σύστημα να βελτιώνεται με ταχύτητα χελώνας, απλούστατα διότι έτσι καταντά ουραγός και ελάχιστα επιδραστικό σε σύγκριση με την οθόνη. Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει πως ισχυρότερο εντύπωμα αφήνουν στην ορθογραφία των μαθητών (καλή ή κακή) οι υπότιτλοι των ταινιών τις οποίες βλέπουν από όσο τα γλωσσικά μαθήματα του σχολείου.
Στο παρελθόν άκουγα τη φράση «βαριέμαι το σχολείο» μόνο από εφήβους που είχαν μαθησιακές δυσκολίες. Τα τελευταία χρόνια την ακούω και από εφήβους οι οποίοι απλώς τo βρίσκουν άσχετο με τη ζωή και τα ενδιαφέροντά τους. Είναι τα παιδιά για τα οποία το κράτος δαπανά τόσα χρήματα επί 14 χρόνια (αρχίζοντας από το προνήπιο), για να καταλήξουν να μην μπορούν να παρακολουθήσουν, όχι τον λόγο του πρωθυπουργού (αυτό θα ήταν μεγάλη απαίτηση!) αλλά ούτε και τις επιφυλλίδες μιας κυριακάτικης εφημερίδας.
Η αείμνηστη συγγραφέας Γαλάτεια Σουρέλη μού είχε εκμυστηρευθεί ότι κάποτε ένα ιδιωτικό κανάλι την κάλεσε σε πρωινάδικο την 25η Μαρτίου. Και αυτή απάντησε: «Όχι, κοπέλα μου, δεν θα έλθω»! «Μα, γιατί;» ρώτησε έκπληκτη η άλλη. «Γιατί εκείνη την ώρα θα βρίσκομαι εκεί που οι προπάπποι μας πήγαιναν για να πάρουν δύναμη και να μάς λευτερώσουν ώστε να μπορείτε εσείς να κάνετε τις εκπομπές σας»! Ήταν γνήσια η έκπληξη της εκπροσώπου της τηλεοπτικής Ντίσνεϋλαντ, μέχρι εκεί έφθαναν οι παραστάσεις της…
Θλιβερό αποκορύφωμα: πρόσφατα μεγάλη εφημερίδα, σε αφιέρωμα για τη μέρα της γυναίκας, αφού εξέτασε διάφορες πτυχές της γυναικείας ζωής, διέθεσε μέρος από τον χώρο της για τις αφηγήσεις γυναικών οι οποίες προσφέρουν το σώμα τους διαδικτυακά! Χρησιμοποιώντας κάμερα και εγγράφοντας συνδρομητές συγκεντρώνουν εισόδημα από την ηδονοβλεπτική εκμετάλλευση της γυμνότητας. Δεν είναι επαγγελματίες πορνοστάρ, είναι απλές ερασιτέχνες που λειτουργούν την ατομική τους «επιχείρηση» για να αυξήσουν το εισόδημά τους. Και αυτό μού έφερε στο νου την είδηση που είχα διαβάσει εδώ και χρόνια ότι στη Βρετανία και στη Γαλλία χιλιάδες φοιτήτριες σπουδάζουν πουλώντας το σώμα τους!
Η αποενοχοποίηση της εκπόρνευσης είναι μεταμοντέρνο επίτευγμα. Παρουσιάζοντας (η κατά τα άλλα σοβαρή εφημερίδα) την δραστηριότητα αυτή ως ισότιμη επιλογή με όλες τις άλλες, φυσιολογικοποιεί την ερήμωση των αξιών, ανοίγοντας τον δρόμο για μίμηση από όσες διαθέτουν ελαττωμένες αντιστάσεις. Ερώτηση κρίσεως: ποια σχέση έχουν αυτά τα εκφυλιστικά φαινόμενα με το πολιτισμικό κλίμα του πρωθυπουργικού λόγου;
Είναι ξεκάθαρο πως η ομιλία του περιγράφει έναν κόσμο ανθρωπιστικών αξιών που έρχεται από το παρελθόν. Υπάρχει πλέον αυτός στην πραγματική κοινωνία; Και αν όχι, τι κάνει η παιδεία μας γι’ αυτό;
Και αν δεν αντισταθεί αυτή, ποιος άλλος θα το κάνει;