Αγάλματα και mural με τη μορφή του συγγραφέα, σχολεία και βιβλιοθήκες που φέρουν το όνομά του, ξενοδοχεία, κουρεία, nightclub, έως και καταστήματα επισκευής ποδηλάτων με ονομασίες που αποτελούν ευθείες αναφορές στο έργο του.
Στην ορεινή πόλη Αρακατάκα της Κολομβίας, είναι αδύνατο να διαβεί κανείς έστω κι έναν δρόμο χωρίς να δει κάτι που να θυμίζει το πιο διάσημο τέκνο της: Τον βραβευμένο με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1982, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1927 - 2014).
Το σπίτι όπου έζησε ως παιδί έχει συντηρηθεί και μετατραπεί σε μουσείο -η αυθεντική επίπλωση, ακόμη και η κούνια του, είναι όλα εκεί-, οι κίτρινες πεταλούδες-σήμα κατατεθέν των ιστοριών του (στις τελευταίες φωτογραφίες του ο Μάρκες φορούσε ένα κίτρινο τριαντάφυλλο στο πέτο), τριγυρνούν στην πόλη, ενώ η τοπική βιβλιοθήκη ονομάζεται Biblioteca Pública Municipal Remedios La Bella, από την Ωραία Ρεμέδιος, μία από τις αγαπημένες ηρωίδες του «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» (1967) και περιλαμβάνει σε μια γυάλινη προθήκη τα μεταφρασμένα σε διάφορες γλώσσες βιβλία του.
Η Αρακατάκα, η κάποτε πνιγμένη στη σκόνη πόλη των 40.000 κατοίκων, που μαστίζεται από ανεργία και στερείται βασικών υπηρεσιών, έχει κατά τι αλλάξει μετά τον θάνατο του Μάρκες. Μέχρι πριν από δέκα χρόνια, λίγα είχε να προσφέρει στους ταξιδιώτες που την επισκέπτονταν και, πέρα από ένα μουσείο και μια πισίνα που ονομαζόταν Macondo Billiard, από το όνομα της φανταστικής πόλης Μακόντο που πρωταγωνιστεί στο μπεστ σέλερ βιβλίο του, δεν υπήρχε τίποτα ιδιαίτερο που να τονίζει τη σχέση της με τον διασημότερο συγγραφέα της Κολομβίας και έναν από γίγαντες της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Αλλά από τον θάνατό του και μετά, το ενδιαφέρον για τον Γκάμπο και τη γενέτειρα του, που ενέπνευσε μερικά από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του, έχει αυξηθεί, ενώ μετά την πρόσφατη κυκλοφορία του ανέκδοτου, ημιτελούς έργου του «Τα λέμε τον Αύγουστο», οι κάτοικοι και οι αρχές της πόλης, δήλωσαν ότι ελπίζουν πως η δημοσιότητα θα προσελκύσει ακόμη περισσότερους τουρίστες. Αυτά ανέφερε ρεπορτάζ των New York Times που δημοσιεύθηκε πριν από δύο μήνες.
Τώρα ελπίζουν στο Netflix
Τώρα, ελπίζουν στο Netflix. Σύμφωνα με τον The Observer, οι ντόπιοι ευελπιστούν ότι η τηλεοπτική μεταφορά του αριστουργηματικού «Εκατό Χρόνια Μοναξιά» από την πλατφόρμα, θα δώσει νέα πνοή στην Αρακατάκα, που απλώνεται στους πρόποδες της οροσειράς Σιέρα Νεβάδα της Κολομβίας, σε απόσταση περίπου 20 μιλίων από τις ακτές της Καραϊβικής.
Η νυσταλέα πόλη, γενέτειρα του μαγικού ρεαλισμού, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει παραμείνει όπως πολλές άλλες στην παράκτια ενδοχώρα της Κολομβίας, ζεστή και σκονισμένη, φτωχή και άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο, επισημαίνει ο Observer, αν δεν ενέπνεε στον συγγραφέα την ιδέα για το σκηνικό των θαυμάτων που αφηγείται στο «Εκατό Χρόνια Μοναξιά».
Ο Μάρκες γεννήθηκε και έζησε εκεί μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών, με τον παππού και τη γιαγιά του από την πλευρά της μητέρας του. Όπως είχε δηλώσει, όλες οι ιστορίες του βασίστηκαν σε εκείνη την περίοδο. Συνδυάζοντας το σουρεαλιστικό με το καθημερινό, με στόχο να αναδείξει την κωμική, φαρσική, συχνά τραγική φύση της ζωής στη Λατινική Αμερική, ο Γκάμπο έδωσε στην περιοχή φωνή και αιχμαλώτισε τις καρδιές των αναγνωστών σε όλο τον κόσμο. «Αυτό που αποτελεί ακριβώς το κλειδί, ακόμα μετά από τόσα χρόνια μου διαφεύγει, αλλά η ποίηση και η πλοκή του απεικονίζουν τους τροπικούς με έναν ισχυρό και παγκόσμιο τρόπο που φτάνει στις καρδιές των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο», δήλωσε ο Jaime Abello, διευθυντής του Gabo Foundation.
Κι όμως, η σειρά δεν γυρίστηκε στην Αρακατάκα
Οι ντόπιοι ελπίζουν ότι η σειρά, μια από τις πιο ακριβές τηλεοπτικές παραγωγές στην ιστορία της Λατινικής Αμερικής -τα πρώτα 8 από τα 16 επεισόδια της οποίας αναμένονται τους επόμενους μήνες- θα μπορούσε να κάνει την Αρακατάκα ό,τι είναι το Δουβλίνο για τον Τζέιμς Τζόις και το Stratford upon Avon για τον Σαίξπηρ.
Κάποιοι από τους ντόπιους αισθάνονται προδομένοι που η σειρά δεν γυρίστηκε εκεί, αλλά στη βιομηχανική πόλη Ibagué, 430 μίλια νότια. «Είμαστε απογοητευμένοι που το Netflix αποφάσισε να μην κάνει γυρίσματα εδώ, αλλά όλοι ξέρουμε ότι όποιος αγαπήσει τη σειρά θα πρέπει να έρθει στην Αρακατάκα, καθώς η καρδιά του Μακόντο βρίσκεται εδώ», δήλωσε ο Robinson Mulford, εκπαιδευτικός στο τοπικό γυμνάσιο. «Θα νιώσουν την καλοσύνη, την αλληλεγγύη του κόσμου και όσα είπε ο Μάρκες για την Κολομβιανή Καραϊβική. Θα τους υποδεχτούμε όλους με αγάπη».
Εκτός από την εργασία σε γειτονικές φυτείες μπανάνας, οι ευκαιρίες στην πόλη είναι λιγοστές, αν και μια χούφτα οδηγοί, όπως και καταστήματα, βγάζουν τα προς το ζην από το μικρό ρεύμα τουριστών που την επισκέπτονται.
Δεν είναι όλοι στην Αρακατάκα (και όχι μόνο, εννοείται) πεπεισμένοι ότι οι απίθανες ιστορίες που διαδραματίζονται στο Μακόντο μπορούν να περάσουν από τις σελίδες του βιβλίου στη μικρή οθόνη, ακόμη και με έναν προϋπολογισμό όπως του Netflix. Το μυθιστόρημα έχει λίγους διαλόγους, περιλαμβάνει πολλούς χαρακτήρες με το ίδιο όνομα και η αφήγηση κάνει άλματα από το παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον.
Ο παιδικός φίλος του Μάρκες
«Ποτέ δεν μου άρεσαν τόσο πολύ τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά. Είναι όλα μπερδεμένα», εξομολογήθηκε ο Carlos Nelson Noches, παιδικός φίλος του Γκάμπο που ζει ακόμα στον δρόμο όπου μεγάλωσαν.
Καθισμένος στη βεράντα του σπιτιού του, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του, ο 93χρονος άνδρας θυμάται τον έφηβο Γκάμπο που πουλούσε εγκυκλοπαίδειες πόρτα- πόρτα για να μπορούν να αγοράσουν ρούμι και να ακούσουν vallenato, τη θορυβώδη μουσική με το ακορντεόν που ακούγεται στην παράκτια Κολομβία. «Του είπα ότι τα άλλα βιβλία του είναι καλύτερα -και συμφώνησε!», δηλώνει ο Noches.
Η παρακμή, το vallenato και το Μακόντο που δεν είναι ένα μόνο μέρος
Μεγάλο μέρος της έμπνευσης για το Εκατό Χρόνια θεωρείται ότι προήλθε από τις ιστορίες που άκουγε ο συγγραφέας από τις θείες και τις γιαγιάδες του, αλλά και από τους μετανάστες εργάτες που έφταναν από όλη την Κολομβία και από όλο τον κόσμο στην πόλη κατά τη διάρκεια άνθησης της μπανάνας τη δεκαετία του 1920.
Ένα πραγματικό επεισόδιο που παρουσιάζεται στο μυθιστόρημα ήταν η σφαγή του 1928 στην κοντινή πόλη Ciénaga, όταν η πολυεθνική United Fruit Company ζήτησε από τον στρατό να εξοντώσει τους απεργούς εργάτες μπανάνας. Αν και η έκρηξη της μπανάνας έφερε μαζική εκμετάλλευση των εργαζομένων και βάναυση βία, έφερε επίσης και μια σύντομη περίοδο πλούτου στην πόλη, σημειώνει ο Mulford.
Στο απόγειο της καλής εποχής, τα πάρτι με ουίσκι στην πόλη ήταν συχνό φαινόμενο. Ιταλοί μετανάστες, που πιθανώς ενέπνευσαν χαρακτήρες όπως ο όμορφος μουσικός Πιέτρο Κρέσπι, έφεραν μαζί τους νέα φαγητά και έστησαν τον πρώτο κινηματογράφο της πόλης.
Ελάχιστα από εκείνη την περίοδο έχουν απομείνει και όταν ο Γκάμπο επισκέφτηκε την Αρακατάκα το 2007, λέγεται ότι σοκαρίστηκε από το πόσο γρήγορα ξεθώριασε η δόξα μετά το κλείσιμο της United, από το «πώς ξαφνικά καταστράφηκε όλη αυτή η λαμπρότητα χωρίς να αφήσει κανένα θετικό ίχνος», δηλώνει ο Ariel Castillo, καθηγητής Λογοτεχνίας στο Universidad del Atlántico στη Μπαρανκίγια.
Ωστόσο, υπάρχουν πράγματα που δεν έχουν αλλάξει καθόλου: το αγαπημένο vallenato του Γκάμπο εξακολουθεί να ακούγεται στα τοπικά μπαρ, οι ηλικιωμένοι ντόπιοι εξακολουθούν να αφηγούνται ιστορίες για πνεύματα και χαμένους έρωτες και η περιοχή εξακολουθεί να πλήττεται από τη βία -στις μέρες μας, κυρίως από παραστρατιωτικές ομάδες.
«Και οι πολιτικοί», προσθέτει ο Castillo. «Μετά από τόσα χρόνια, εξακολουθούν να εξαπατούν τους ανθρώπους για να πάρουν ψήφους και στη συνέχεια δεν εκπληρώνουν καμία από τις υποσχέσεις τους».
Δίπλα στο παλιό σπίτι του Γκάμπο που έχει γίνει μουσείο, η Silvia Saade, 58 ετών, και η μητέρα της, Yolando Marcos, 85 ετών, που διατηρούν μπουτίκ ρούχων, δίνουν συχνά οδηγίες στους τουρίστες που αναζητούν το Μακόντο. «Συνειδητοποιήσαμε ότι το Μακόντο δεν είναι ένα μόνο μέρος», λέει η Saade. «Το Μακόντο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι οποιασδήποτε πόλη στη Λατινική Αμερική ή στον αναπτυσσόμενο κόσμο, οποιοδήποτε ξεχασμένο χωριό, που χαρακτηρίζεται από πείνα και βασικές ανάγκες που δεν καλύπτονται. Γι′ αυτό έρχονται τόσοι πολλοί άνθρωποι από όλο τον κόσμο για να το αναζητήσουν».