Το μήνυμα των Ευρωπαίων πολιτών

Οι πολίτες της Ευρώπης έδωσαν στους πολιτικούς άλλη μια ευκαιρία. Η παρτίδα μπορεί ακόμα να σωθεί αλλά ο χρόνος μετράει αντίστροφα.
Open Image Modal
via Associated Press

Παραθέτω μερικές παρατηρήσεις για τις Ευρωεκλογές και τα αποτελέσματα αυτών.

Μπορεί οι ευρωπαϊκές εκλογές του 2024 να έχουν χαρακτηριστεί ως οι πιο κρίσιμες στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά η πιο κρίσιμη περίοδος διακυβέρνησης είναι η επόμενη πενταετία όπου οι τραυματισμένοι πολιτικά ηγέτες της Ένωσης καλούνται να κυβερνήσουν σε ένα ολοένα πιο σύνθετο πολιτικό περιβάλλον με προκλήσεις εκ των έσω και από το εξωτερικό.

Οι μεγάλες ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις αντιστάθηκαν την πίεση από τα άκρα (ιδιαίτερα από τα δεξιά τους) και θα πρωταγωνιστήσουν στην επιλογή των προσώπων που θα αναλάβουν την διακυβέρνηση της Ένωσης και τις πολιτικές κατευθύνσεις και προτεραιότητες της. Σύμφωνα με τα έως τώρα αποτελέσματα το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) βγήκε ενισχυμένο με 184 έδρες (+8 από το 2019), η Ομάδα της Προοδευτικής Συμμαχίας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D) διατήρησε τις δυνάμεις της με 139 έδρες ενώ το φιλελεύθερο Renew Europe κατάφερε να παραμείνει ως η τρίτη πολιτική δύναμη με 80 έδρες παρόλο την απώλεια 22 εδρών από τις εκλογές του 2019. Η τέταρτη μεγάλη Ευρωπαϊκή παράταξη, η Ομάδα τωv Πρασίvωv / Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία, πήρε 52 έδρες (με απώλειες 19 έδρες από τις εκλογές του 2019). Συνολικά τα τέσσερα αυτά κόμματα αριθμούν 455 έδρες σε ένα ευρωκοινοβούλιο 720 εδρών.

Οι τρεις πρώτες παρατάξεις – ΕΛΚ, S&D, Renew Europe – έλαβαν συνολικά 403 έδρες όταν οι τελευταίες προεκλογικές μετρήσεις τους έδιναν ένα σύνολο εδρών μεταξύ 380 και 390. Μια γρήγορη ματιά στα αποτελέσματα των έξι ιδρυτικών κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής κοινότητας συν τα τρία πληθυσμιακά  μεγάλα μη ιδρυτικά κράτη μέλη (Ισπανία, Πολωνία, και Ρουμανία) δείχνει την εξής εικόνα όταν προστεθούν το σύνολο των εδρών των κομμάτων που ανήκουν στους  ΕΛΚ, S&D, Renew Europe, και η Ομάδα τωv Πρασίvωv / Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία:

Γερμανία – 60 έδρες από συνολικά 96 έδρες

Γαλλία – 37 έδρες από συνολικά 81 έδρες

Ιταλία – 33 έδρες από συνολικά 76 έδρες

Ολλανδία – 18 έδρες από συνολικά 31 έδρες

Βέλγιο – 14 έδρες από συνολικά 22 έδρες

Λουξεμβούργου – 5 έδρες από συνολικά 6 έδρες

Ισπανία – 47 έδρες από συνολικά 61 έδρες

Πολωνία – 25 έδρες από συνολικά 53 έδρες

Ρουμανία – 26 έδρες από συνολικά 33 έδρες.

Βλέπουμε ότι υπάρχει μεγαλύτερο πρόβλημα στην Γαλλία, στην Ιταλία, και στην Πολωνία αλλά τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά από την άποψη ότι έχει δωθεί κάποια πίστωση χρόνου στις φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις να διορθώσουν την πορεία της ΕΕ και να ανταποκριθούν στην γενικότερη αίσθηση την αβεβαιότητας που αισθάνεται ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης είτε αυτός είναι Έλληνας, Γάλλος, Εσθονός, Ιταλός, η Σουηδός. Με την διαχρονική διάσπαση του πολιτικού συστήματος στην πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών, οι φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις έχουν μάθει είτε το επιθυμούν είτε όχι, να συνεργαστούν ή και να αφομοιώσουν, όσο είναι δυνατόν, αντισυστημικά κόμματα.

Παρεμπιπτόντως με τα σημερινά δεδομένα μόνο 10 έδρες (αυτές της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ) από το σύνολο των 21 εδρών ανήκουν στις προαναφερόμενες πανευρωπαϊκές πολιτικές παρατάξεις.

Δηλαδή έχουμε μετακινηθεί από την ανταλλαγή στην εξουσία μεταξύ μια μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη και μια αντίστοιχη κεντροαριστερή παράταξή, προς κυβερνήσεις συνασπισμού στις πιο πολλές Ευρωπαϊκές χώρες. Σε γενικές γραμμές, ο ανερχόμενος ακροδεξιός χώρος είναι πιο άναρχος, διασπασμένος και προσωποπαγής συνιστώντας ότι δύσκολα, προς το παρόν, μπορούν οι εκπρόσωποι του να ορθώσουν συνεκτικό πολιτικό λόγο και πολιτικές διότι τα κόμματα που είναι προερχόμενα από αυτό το χώρο και έχουν την δυνατότητα να γίνουν κόμματα εξουσίας καταλαβαίνουν την ανάγκη πολιτικής συναίνεσης με άλλες πολιτικές δυνάμεις πέραν των μικρότερων όμορων πολιτικών κομμάτων διαμαρτυρίας. Αλλά και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, μεγάλα δεξιά ή ακροδεξιά κόμματα διστάζουν να πορευτούν μαζί (βλέπε τον έντονο προβληματισμό εάν το κόμμα Αδέλφια της Ιταλίας της Τζόρτζια  Μελόνι θα πρέπει να είναι στην ίδια πολιτική ομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με την Εθνική Συσπείρωση την Μαρίν Λεπέν).

Η κίνηση του Εμμανουέλ Μακρόν να προκηρύξει εθνικές εκλογές στην Γαλλία στις 30 Ιουνίου είναι δίκοπο μαχαίρι για την Μαρίν Λεπέν και την παράταξη της. Εάν κερδίσει τις εκλογές όπως προβλέπεται και καταφέρει να κυβερνήσει, έχει τρία χρόνια  μόνο μέχρι προεδρικές εκλογές του Απριλίου του 2027 να αποδείξει ότι μπορεί η παράταξή της να ανταποκριθεί στα αιτήματα των πολιτών. Η Γαλλία εξάλλου έχει πείρα και παράδοση στην cohabitation (πολιτική συμβίωση όπου ο Πρόεδρος και η κυβέρνηση προέρχονται από διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις) με την κυβέρνηση να έχει την ευθύνη της αντιμετώπισης των πολιτικών που σχετίζονται με την καθημερινότητα των πολίτων και τον Πρόεδρο να έχει τον πρώτο λόγο στην εξωτερική πολιτική και τα ζητήματα ασφάλειας.

Μια τελευταία παρατήρηση για την εκτεταμένη αποχή από της κάλπες. Η αποχή είναι ομολογούμενος ένα συνηθισμένο φαινόμενο γενικότερα στην Ευρώπη. Παρόλο ότι το μέγεθος της αποχής στην Ελλάδα πρέπει να μας προβληματίζει, θα πρέπει να την συνυπολογίσουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο με το μήνυμα της κάλπης. Δηλαδή, οι Ευρωπαίοι πολίτες που ψήφησαν προτίμησαν να δώσουν μια άλλη (ίσως η τελευταία) ευκαιρία στα φιλοευρωπαϊκά και δημοκρατικά κόμματα με τα προαναφερόμενα αποτελέσματα της κάλπης και την σύνθεση του νέου ευρωκοινοβουλίου αλλά το ίδιο έπραξαν και αυτοί που απείχαν αντί να ψηφήσουν κόμματα μη συστημικά κόμματα.

Ελήφθη το μήνυμα από τους πολιτικούς ελίτ της Ευρώπης; Καλούνται οι τραυματισμένοι από τα αποτελέσματα της κάλπης Μακρόν, Σόλτς, Μητσοτάκης, και Σάντσεθ, μεταξύ άλλων,να βρουν τις λύσεις, να ασκήσουν τις κατάλληλες πολιτικές, να αντιμετωπίσουν τις πολλαπλές προκλήσεις, και να εγγυηθούν την διακυβέρνηση της ’Ένωσης και την ανθεκτικότητα της, έστω και με την συναίνεση δυνάμεων της πατριωτικής δεξιάς τύπου Μελόνι. Μπορούν σε αυτές τις συνθήκες αφόρητης πίεσης; Οι πολίτες της Ευρώπης τους έδωσαν άλλη μια ευκαιρία. Η παρτίδα μπορεί ακόμα να σωθεί αλλά ο χρόνος μετράει αντίστροφα.

 

Δημήτρης Τριανταφύλλου, Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο και Διευθυντής Προγραμμάτων στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ).