Το μυστικό είναι ο Νόμος…

Ο λαϊκισμός χρησιμοποιεί την ίδια τη δημοκρατία προκειμένου να την ακυρώσει.
Open Image Modal
Leontura via Getty Images

Έχει επισημανθεί από καιρό ο νέος πολιτικός διαχωρισμός στην Ευρώπη. Οι παλιές ”κόκκινες γραμμές” μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς έχουν δώσει τη θέση τους στην διάκριση μεταξύ ”αντισυστημικών” (αντιευρωπαϊστών, καχύποπτων, απομονωτιστών, λαϊκιστών) και ″συστημικών” (φιλελεύθερων, οπαδών του κράτους δικαίου, υποστηρικτών των θεσμών). Η δεύτερη ομάδα αυτοχαρακτηρίζεται με όσους όρους έβαλα στην παρένθεση˙ τον χαρακτηρισμό τους ως ”συστημικών” τον χρησιμοποιούν οι αντίπαλοί τους για να τους σπιλώσουν. Ευφυές, η λέξη σύστημα πάντοτε δημιουργεί ενοχλητικούς συνειρμούς.

Η νέα αυτή ταξινόμηση αναπόφευκτα επέφερε και την σύγκλιση Ακροδεξιάς και Ακροαριστεράς. Δεν υπάρχει ισχυρότερη απόδειξη ότι εξέλιπε η παραδοσιακή διάκριση από το γεγονός ότι αποενοχοποιήθηκε η συνεργασία των δύο άκρων στο όνομα ενός ”ιερού” σκοπού, για να κερδηθεί ο πόλεμος εναντίον του ”συστήματος”. (Ας διευκρινίσω εδώ πως η πλευρά του ”συστήματος” παρουσιάζει πολλά προβλήματα, όντως, τα οποία δεν αμνηστεύω αλλά, αντίθετα, έχω στηλιτεύσει σε άρθρα μου για τον ”άγριο καπιταλισμό”.1 Επικεντρώνομαι απλά εδώ στην παθολογία των ”αντισυστημικών”).

Αυτοί που στελεχώνουν τις δύο νέες παρατάξεις έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Όπως έγραψε ο Μιχάλης Τσιντσίνης, «Τα νέα σύνορα, λένε, δεν χωρίζουν τις χώρες μεταξύ τους. Χωρίζουν τις χώρες εσωτερικά. Παντού στη Δύση βαθαίνει το χάσμα το οποίο χωρίζει από τη μια τα μορφωμένα, δυναμικά στρώματα που συγκεντρώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα –στους κόμβους της παγκοσμιοποίησης- και από την άλλη, τους ανειδίκευτους, οικονομικώς και πολιτισμικώς ανασφαλείς κατοίκους των προαστίων και της περιφέρειας. Οι κοσμοπολίτες αστοί του Βερολίνου βρίσκονται πολύ πιο κοντά στους ομολόγους τους του Σαν Φρανσίσκο απ’ ό,τι στους συμπατριώτες τους που διαδηλώνουν στη Σαξονία κατά του ισλαμικού κινδύνου».2

Οπωσδήποτε και η παλιά διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς δεν ήταν μόνο ζήτημα διανοητικής προσέγγισης, αλλά είχε και ψυχολογική σημασία. Τις τάξεις της πρώτης πύκνωναν και κάποιοι εύποροι ή πολιτικά δικτυωμένοι που δεν ήθελαν να χάσουν τα κεκτημένα, ενώ στα πλήθη που δυνάμωναν τη δεύτερη πλεόναζαν οι παραγκωνισμένοι και καταπιεσμένοι. Φυσικά πάντοτε υπήρχαν και οι ‘ανιδιοτελείς’ και από τις δύο πλευρές, που πήγαιναν ενάντια στο στενό ταξικό τους συμφέρον.

Όμως η τωρινή διάκριση, θεωρώ, διαθέτει ψυχολογικό αντίκρισμα εντονότερο και βαθύτερο. Στην πραγματικότητα, όσο και αν η αντισυστημική πτέρυγα ενισχύεται όντως από την οργή και μνησικακία των περιθωριοποιημένων, δεν πρόκειται απλώς για αντιπαράθεση ευνοημένων και αδικημένων. Φοβάμαι ότι για μεγάλη μερίδα πολιτών η διαχωριστική γραμμή υπάρχει μέσα στον ψυχισμό.

Συγκεκριμένα, δεν είναι τυχαίο ότι από τη μια πλευρά ορθώνεται το κράτος δικαίου και από την άλλη ο ”λαός”. Οι θεσμοί ενός σύγχρονου Δυτικού κράτους αποτελούν ανάχωμα στην ατομική αυθαιρεσία, την ίδια ώρα που η πολιτική χρήση του όρου λαός έχει από καιρό αποκαλύψει τις πραγματικές της προθέσεις: κυριαρχία του θυμικού, νομιμοποίηση των ορμέμφυτων ενάντια στα ενοχλητικά εμπόδια των νόμων. Ο λαός καθαγιάζεται τόσο σε βαθμό που να θεωρείται υπεράνω των νόμων.

Ο λαϊκισμός αποτελεί την πολιτική έκφραση ενός ψυχισμού ο οποίος έχει απαλλαγεί από την υποχρέωσή του να λογοδοτεί. Στον φασισμό και στον ναζισμό η ανθρωπότητα γνώρισε το σύνδρομο αυτό στις πλέον ειδεχθείς πλευρές του. Αλλά δυστυχώς σήμερα το συμμερίζεται και η ”αντισυστημική” Αριστερά. Δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο στο παρελθόν, επειδή το (έστω, αστικό) νομικό πλαίσιο αποτελούσε την μόνη ασπίδα προστασίας των αριστερών πολιτών απέναντι στην τυραννία της δεξιάς πλειοψηφίας˙ ακόμη και στα κράτη όπου οι αριστεροί ήταν δεύτερης κατηγορίας πολίτες, όπως η μετεμφυλιακή Ελλάδα, θεωρητικά το Σύνταγμα και οι νόμοι πρέσβευαν την ισονομία. Με τον τρόπο αυτό οι αριστεροί εκπροσωπούσαν για δεκαετίες τη φωνή της συνείδησης του πολιτεύματος.

Τώρα όμως μεταλλάχθηκαν. Η Σώτη Τριανταφύλλου παρατηρεί: «Οι άνθρωποι που την ψηφίζουν (την Αριστερά) και την ακολουθούν, έχουν ψυχικές αιτίες και κίνητρα: ”μισούν” τη δεξιά για ιστορικούς λόγους, διέπονται από συνωμοσιολογικές φοβίες, είναι αφοσιωμένοι στο ηθικό πλεονέκτημα· δεν έχουν ανάγκη από ”πρόγραμμα”. Το να αλλάξουν παράταξη ισοδυναμεί με απόφαση ζωής· σαν να υποβάλλεται κάποιος σε επέμβαση αλλαγής φύλου… Εδώ και δεκαετίες στρέφεται γύρω από τη ναρκισσιστική ”διαφορετικότητα” την οποία οι ξεχωριστές ομάδες κραδαίνουν με αναδρομικά αισθήματα θύματος και, συχνά, με επιθετικότητα και έλλειψη ανεκτικότητας την οποία ωστόσο απαιτούν για τον εαυτό τους».3

Δεν έχουμε πλέον το παλιό συγκινητικό καθεστώς των ορκισμένων κομμουνιστών που ήταν έτοιμοι για θυσίες. Η νέα σύνθεση της ελλαδικής Αριστεράς περιλαμβάνει εμμονικούς και νάρκισσους μεταπολιτευτικούς, στους οποίους προστέθηκαν οι συνομοταξίες των μεταμοντέρνων πανεπιστημιακών και κινηματικών (όπως αυτοί και αυτές που μισούν την διάκριση των φύλων). Όπως αναφέρει και το παράθεμα, η προσφυγή τους στο δίκαιο είναι προσχηματική: στην πραγματικότητα ο ψυχισμός τους δεν έχει καμία διάθεση να αναγνωρίσει στους άλλους όσα οι ίδιοι απαιτούν. Το κόμμα το οποίο κυβερνά σήμερα έχει χωρίς ντροπή αποδείξει ότι δεν πιστεύει καθόλου στους θεσμούς, δεν νοιάζεται για την δημοκρατία, δεν συμπαθεί την Ευρώπη, και γενικά δεν γουστάρει να βρίσκει εμπόδια στην επιθυμία του για εξουσία.

Καθώς συγκλίνουν τα αντιθεσμικά άκρα γίνεται σαφέστερη η απειθαρχία της σκέψης προκειμένου να βρουν πλατύ χώρο οι ενορμήσεις της ευχαρίστησης και της επιθετικότητας. Το επαναλαμβάνω: δεν είναι ότι απουσιάζει η αδικία και η περιθωριοποίηση στην Ελλάδα σήμερα. Δεν είναι, όμως, αυτό το κύριο καύσιμο το οποίο κινεί την αντισυστημικότητα.

Σε άλλο απόσπασμα, του Πέτρου Παπασαραντόπουλου, υποδεικνύονται οι πολιτικές συνέπειες της απουσίας κριτικής σκέψης στην συντριπτική πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Σταχυολογώ: «Συνέπεια της απουσίας κριτικής σκέψης είναι η διατύπωση θέσεων και απόψεων που δεν έχουν λογική βάση, θέσεων που είναι λογικά ασυνάρτητες, θέσεων που διαψεύδονται πανηγυρικά από τα πράγματα. Μια τέτοια στάση αποκαλείται λογική πλάνη. Ένας τέτοιος τρόπος σκέψης είναι επικίνδυνος για τον ίδιο τον σκληρό πυρήνα των αρχών της φιλελεύθερης δημοκρατίας».4 Τέτοιου είδους λογικά άλματα δεν περιορίζονται μόνο στους ”ψεκασμούς”˙ περιλαμβάνουν και συνθήματα του τύπου «η δημοκρατία πρόδωσε τη Μακεδονία», «ο λαός πρέπει να αποφασίζει για τα πάντα με δημοψηφίσματα» κ.ά.

Χωρίς απείθαρχη σκέψη και χωρίς ασυνεπή από λογικής πλευράς βήματα ο λαϊκισμός χάνει την δύναμή του. Βασίζεται στην γοητεία του συνθήματος και όχι στην ισχύ του επιχειρήματος. Δεν αποτελεί σύμπτωση ότι τα ”αντισυστημικά” κόμματα μπορούν να συναρπάζουν, την ίδια ώρα που διαπιστώνουμε έλλειμμα πειθούς στην ευρωπαϊκή ιδέα και στο κράτος δικαίου. Μέχρι τώρα το αντιμετωπίζουμε ως αδυναμία της μετριοπαθούς πλευράς να παρουσιάσει το ευρωπαϊκό όραμα ως ελκυστικό, κάτι που είναι σωστό. Αλλά η αλήθεια αυτή συσκοτίζει την αληθινή αιτία, που είναι ψυχολογική: ο Νόμος που μας ωριμάζει δεν είναι ποτέ τόσο ελκυστικός όσο η ακύρωσή του…

Ειρωνικά, οι αδικημένοι του ύστερου καπιταλισμού υφίστανται την αλλοτρίωσή του πάνω στην πολιτική τους κουλτούρα. Εν ολίγοις, η πολιτική μάχη δεν δίνεται μόνο με πολιτικά μέσα. Σε μεγάλο βαθμό θα παιχτεί και στο ενδοψυχικό επίπεδο, εκεί όπου έχουν ήδη στήσει τις αποικίες τους ο καταναλωτισμός και η κοινωνία του θεάματος. Η έκβαση της ψυχικής σύγκρουσης ανάμεσα στον ωριμοποιό Νόμο και την παράκαμψή του θα κρίνει την πολιτική ετυμηγορία και θα την μεταμφιέσει ανάλογα.

Καθώς αυτά τα νέα πολιτισμικά μεγέθη αποθεώνουν την χωρίς όρια επιθυμία και τη ναρκισσιστική φαντασίωση παντοδυναμίας, η πολιτική τους νομιμοποίηση μέσω του πυροτεχνήματος της ”αντισυστημικότητας” συνιστά ψυχική παλινδρόμηση. Ο ψυχισμός, και μαζί του ο πολιτισμός, υποχωρούν από τις όποιες κατακτήσεις της νεωτερικής δημοκρατίας έχουν κερδίσει και συναρπάζονται από την άγρια απόλαυση της ανατροπής του Νόμου.

Μόνο που αυτό δεν διεκπεραιώνεται πια με τον παρωχημένο τρόπο της δικτατορίας. Ο λαϊκισμός χρησιμοποιεί την ίδια τη δημοκρατία προκειμένου να την ακυρώσει. Ο Χάξλεϋ εντέλει νίκησε τον Όργουελ.

1 Βλ. Οι μεταστάσεις του ατομικισμού, στο βιβλίο μου «Φυγή προς τα εμπρός», Αρμός, 2017.

2 Έξοδος. Ένθετο Καθημερινής «Η Ελλάδα και ο κόσμος το 2019», 5-6/1/2019, σ. 50.

4 Κριτική σκέψη και δημοκρατία, The BooksJournal, τ. 89, 2018, σ. 28-29.