Η πρόσφατη επιθετική πολιτική της Τουρκίας, που κορυφώθηκε με το άνοιγμα των συνόρων της και τη διοχέτευση χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων στα ελληνικά σύνορα, έχει προσδώσει μια νέα διάσταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, Πολλοί ανησυχούν ότι η κατάσταση θα μπορούσε να κλιμακωθεί περαιτέρω.
Που όμως το “πάει” ο Ερντογάν;
Έχοντας ήδη στο εσωτερικό της χώρας πολλά ανοιχτά μέτωπα (με την οικονομία, την ανεργία και το προσφυγικό) και ακόμη περισσότερα στο εξωτερικό, με τις παράνομες γεωτρήσεις, την εμπλοκή του στον Λιβυκό εμφύλιο και φυσικά την επέμβαση του στη Συρία, φαίνεται να χάνει την μέχρι τώρα ισορροπία του στη γεωπολιτική “δοκό” της περιοχής, μετά από τον αποδεκατισμό των δυνάμεων του στο Ιντλίμπ και την έστω και πρόσκαιρη απώλεια της ρωσικής συμμαχίας. Σε αυτό το σημείο βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι όσο και αν η Τουρκία ήλθε σε ρήξη με τους Ρώσους- λόγω της στήριξης των Σύρων Ανταρτών κατά του Άσαντ- είναι αμφίβολο ότι, εν τέλει, το Κρεμλίνο θα βρεθεί ολοκληρωτικά στην αντίπερα όχθη σε σχέση με τους Τούρκους, γεγονός που επαληθεύεται και από τη χθεσινή συμφωνία ρωσοτουρκικής εκεχειρίας.
Η ολοκληρωτική ρωσοτουρκική ρήξη θα σήμαινε ότι το Κρεμλίνο θα έπρεπε να θυσιάσει τη συμμαχία του με την Άγκυρα. Η Τουρκία όμως συνιστά βασικό κόμβο διαμετακόμισης των ρωσικών ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη και η ενέργεια και, πιο συγκεκριμένα, η Κρατική Ενεργειακή Επιχείρηση Gazprom είναι ο σημαντικότερος πυλώνας της Ρωσικής οικονομίας. Συνεπώς, η Ρωσία, όσο ισχυρή και αν είναι, δεν “αντέχει” οικονομικά και γεωπολιτικά να χάσει την Τουρκία, τουλάχιστον από επιχειρηματικό εταίρο. Ιδίως τώρα που η ΕΕ προσπαθώντας να απεξαρτηθεί από το ρωσικό μονοπώλιο της Gazprom, προωθεί την εξεύρεση νέων πηγών και οδών μεταφοράς φυσικού αερίου προς τα κράτη της, όπως για παράδειγμα τον EastMed (ο οποίος θα συνδέει απευθείας την Ευρώπη με τις ενεργειακές πηγές της Ανατολικής Μεσογείου μέσω της Κύπρου και της Ελλάδας) οι Ρώσοι εύλογα “επενδύουν” στον TurkStream, που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη νότια Ευρώπη μέσω της Τουρκίας.
Επιστρέφοντας όμως στα “ημέτερα”, είναι γεγονός ότι ο αποδεκατισμός των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και η απώλεια της στενής συμμαχίας με τον Πούτιν (όσο και αν είναι πρόσκαιρη) αποδυναμώνουν τον Ερντογάν όχι μόνο γεωπολιτικά αλλά και εσωτερικά. Η συνεχής δε μείωση της δημοτικότητας του σφραγίζεται πλέον με απαράμιλλες σκηνές βίας μέσα στο Τουρκικό κοινοβούλιο. Στο πλαίσιο, λοιπόν, της εσωτερικής νομιμοποίησης του και της εξεύρεσης νέων συμμάχων δεν διστάζει να πραγματώσει μια μακροχρόνια απειλή του και να εργαλειοποιήσει μετανάστες και πρόσφυγες, στους οποίους μέχρι τώρα προσέφερε άσυλο (και για αυτό ενισχυόταν οικονομικά από τους Ευρωπαίους) για να εκβιάσει τη διεθνή κοινότητα και κυρίως την Ευρώπη να ταχθεί πλάι του στο μέτωπο της Συρίας και ενδεχομένως (γιατί όχι;) να αποσπάσει ακόμη μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια.
Και αν και είναι απολύτως υπαίτιος για τις εικόνες που απαθανατίζονται καθημερινά στα ελληνικά σύνορα, μετέρχεται επικοινωνιακά “πυροτεχνήματα” και κατηγορεί την Ελλάδα δήθεν για παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Την στιγμή μάλιστα που ο ίδιος όχι μόνο παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο υπονομεύοντας την εθνική μας κυριαρχία αλλά και καταπατά το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εκτοπίζοντας μαζικά, παραπληροφορώντας τους, απελπισμένους ανθρώπους που σύμφωνα με τις μαρτυρίες τους ζούσαν μέχρι τώρα, στο τουρκικό έδαφος, τυγχάνοντας ασύλου (έναντι της αδρής βέβαια ευρωπαϊκής οικονομικής βοήθειας).
Ποιος άρα εν τέλει παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, η Ελλάδα ή μήπως εσείς κε Ερντογάν;
Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μιλάμε για αλλοδαπούς δικαιούμενους διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την προαναφερθείσα Σύμβαση, το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και την Οδηγία 2011/95/ΕΕ ως προς την αναγνώριση των προσφύγων. Και δεν μιλάμε για πρόσφυγες που δικαιούνται αναγνώρισης και απόδοσης διεθνούς προστασίας όχι μόνο γιατί πολλοί από αυτούς δεν προέρχονται από χώρες όπου μαίνεται πόλεμος αλλά κυρίως γιατί όλοι όσοι προσέρχονται από την Τουρκία αυτήν την περίοδο (όπως οι ίδιοι καταθέτουν στους δημοσιογράφους), ζουν εδώ και πολύ καιρό στην Τουρκία (και για αυτό πολλοί μιλούν Τουρκικά) και άρα τυγχάνουν ήδη διεθνούς προστασίας εκεί, διαφορετικά θα είχαν επαναπροωθηθεί στις χώρες τους.
Αν, λοιπόν, τυγχάνουν ήδη διεθνούς προστασίας στην Τουρκία, η Ελλάδα οφείλει σύμφωνα με το άρθρο 1 της σχετικής Σύμβασης της Γενεύης να τους χορηγήσει εκ νέου διεθνή προστασία; Προφανώς όχι. Και άρα είναι σαφές ότι δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν:
1. ή τυγχάνουν μιας πλασματικής διεθνούς προστασίας που στην πραγματικότητα δεν εγγυάται τα εγγενή απαράγραπτα δικαιώματα τους και την αξιοπρεπή διαβίωση τους βάσει του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και άρα διεκδικούν νέα ή
2. αν απολαμβάνουν αυτά τα δικαιώματα ο Ερντογάν αποφάσισε, πραξικοπηματικά και χωρίς νόμιμο λόγο, πλέον να τους τα αφαιρέσει εκτοπίζοντάς τους μαζικά (και βαπτίζοντας την εκτόπιση σε “άνοιγμα των συνόρων”) οπότε σε αυτήν την περίπτωση παραβιάζει το άρθρο 4 του πρωτ. 4 της ΕΣΔΑ.
Όπως και να έχει, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι κάποιοι από αυτούς που διεκδικούν άσυλο προσέρχονται πρόσφατα από τις εμπόλεμες περιοχές της Βόρειας Συρίας (γεγονός που δεν επαληθεύεται από τις μαρτυρίες τους) ο Ερντογάν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο αφού έχει ανοιχτά τα σύνορά του έπρεπε - ως ηγέτης της πρώτης χώρας διέλευσης- να τους καταγράψει και να τους το παράσχει ο ίδιος. Διαφορετικά τους εκθέτει παραπληροφορώντας τους, στους κινδύνους που ενέχει η παράνομη παραβίαση συνόρων τρίτης χώρας δια ξηράς ή θαλάσσης, και, κατ’ επέκταση, καταπατά για άλλη μια φορά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση (Απόφ. N.D. και N.T. κατά Ισπανίας) της ευρείας σύνθεσης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δικαιούται όχι μόνο να αποτρέπει την παράνομη είσοδο αλλοδαπών που διεκδικούν άσυλο αλλά και να προβαίνει σε μαζικές επαναπροωθήσεις όσων θέτουν τον εαυτό τους σε ”παράνομη κατάσταση” αποφασίζοντας να εισέλθουν μη νόμιμα σε εθνικά σύνορα.
Συνεπώς δεν είναι η Ελλάδα αυτή η οποία παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως τεχνηέντως επιθυμεί να περάσει στην διεθνή κοινή Γνώμη ο Τούρκος Πρόεδρος, για να νομιμοποιήσει την άτυπη επίθεση που εξαπολύει στα σύνορα της χώρας μας. Επίθεση που, σύμφωνα με πρόσφατες δημόσιες δηλώσεις, θα ενισχύσει με την παρουσία χιλιάδων Τούρκων αστυνομικών δήθεν για τα ανθρώπινα δικαιώματα που ο ίδιος παραβιάζει μεταχειριζόμενος ανθρώπους σαν “εργαλεία” για να επιτύχει τις γεωπολιτικές του επιδιώξεις.
Στο πλαίσιο δε αυτών των γεωπολιτικών επιδιώξεων επιχειρεί να μας εκθέσει σαν μια χώρα αδύναμη να προφυλάξει τα σύνορά της και την εθνική της κυριαρχία, γεγονός που βεβαίως μέχρι σήμερα έχει αποτύχει. Γι’ αυτό άλλωστε μετέρχεται το επικοινωνιακό “παραμύθι” της καταπάτησης των δικαιωμάτων, αφενός για να βελτιώσει το καταρρακωμένο διεθνές κύρος του, αφετέρου για να ενισχύσει με ένοπλες δυνάμεις την παρουσία του στα σύνορα, γεγονός που εύλογα όμως δημιουργεί ανησυχία για την τελική έκβαση στις σχέσεις μας με την γείτονα.
Στην ερώτηση λοιπόν αν ελλοχεύει, εν τέλει, ο κίνδυνος μιας ένοπλης αναμέτρησης, η απάντηση είναι ότι κάτι τέτοιο μάλλον μοιάζει παράλογο, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον, καθώς η Τουρκία έχει ήδη πολλά ανοιχτά μέτωπα, με αυτό της Συρίας να έχει ήδη παράσχει αρκετές ανοιχτές πληγές στον Ερντογάν. Άρα είναι μάλλον αμφίβολο να διασπάσει ακόμη περισσότερο τις δυνάμεις της με ένα τρίτο ανοιχτό μέτωπο στον Έβρο ή το Αιγαίο. Εντούτοις, ο εθνικισμός που εδώ και καιρό εξάπτει ο Ερντογάν με στόχο την αύξηση της δημοτικότητας του θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε ένα “ατύχημα”. Ενώ επίσης δυσχερές ενδεχομένως διαγράφεται το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αν και εφόσον ο Ερντογάν καταφέρει να κλείσει επιτυχώς τα σημερινά ανοιχτά μέτωπα του.
Έχοντας λοιπόν κατά νου αυτήν την προοπτική (καθώς και το γνωστό απόφθεγμα: αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο) πρέπει να ενισχύσουμε άμεσα την αποτρεπτική μας ισχύ - προφανώς και με την αύξηση των εξοπλισμών - και ταυτόχρονα με τις συμμαχίες μας. Έχουμε ανάγκη όμως από συμμαχίες όπου δεν θα έχουμε, όπως συνήθως, το ρόλο του υποτακτικού “συντρόφου”, αλλά αυτό του αναγκαίου, αναπόδραστου εταίρου μέσα από επιχειρηματικούς συνασπισμούς όπως αυτούς του EastMed, του ΤAP και άλλων αγωγών.
Είναι, επίσης, απόλυτα αναγκαίο να δεσμεύσουμε έμπρακτα τους Ευρωπαίους εταίρους μας δείχνοντας τους ότι εμείς με μεγάλο κόστος αποτελούμε τη καίρια λύση στα δύο μείζονα προβλήματα της ΕΕ που εγγυώνται την δική της ασφάλεια, το προσφυγικό και το ενεργειακό, τα οποία η Τουρκία επιτείνει εσκεμμένα με μονομερείς παράνομες ενέργειες της. Παράλληλα, οφείλουμε να ελέγξουμε πρακτικά και επικοινωνιακά και τα δύο ζητήματα, ιδίως το προσφυγικό, αξιοποιώντας όλα τα μέσα που μας δίνει το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο. Η Τουρκία αφήνοντας εσκεμμένα να μας πλήξει η καταιγίδα των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, επιθυμεί κυρίως να μας εκθέσει και να μας ακυρώσει διεθνώς δήθεν σαν μια αδύναμη χώρα που αφενός αδυνατεί να ελέγξει τα σύνορά της, αφετέρου καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα. Στο “χέρι” μας είναι, με εθνική ενότητα και ομοψυχία, να της αποδείξουμε ότι δεν μπορεί, καταρρίπτοντας το γεωπολιτικό και μικροπολιτικό της “παραμύθι” και εκθέτοντας πλέον εμείς εκείνην.