Κατά τα πρότυπα της εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ - Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, το Στέητ Ντηπάρτμεντ εξέδωσε το βράδυ της Παρασκευής, 11/9/2020, ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ, Βενιαμίν Νετανιάχου, και ο Βασιλιάς του Μπαχρέιν, Χάμαντ μπιν Ίσα μπιν Σαλμάν αλ-Χαλίφα, επικοινώνησαν σήμερα και συμφώνησαν ότι το Ισραήλ και το Βασίλειο του Μπαχρέιν θα συνάψουν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις.
Διαβάστε επίσης: Ο Αύγουστος που άλλαξε τη Μέση Ανατολή
Με αυτόν τον τρόπο, λύνονται οι απορίες ΄που είχαν προκύψει ήδη από την ημέρα της ανακοίνωσης της εξομάλυνσης των σχέσεων Ισραήλ – Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στις 13 Αυγούστου, για το ποια άλλη αραβική χώρα πρόκειται να επακολουθήσει σε ένα βήμα που μέχρι πρότινος θεωρείτο αδιανόητο, πριν να διευθετηθεί το ανοικτό Παλαιστινιακό ζήτημα.
Βέβαια, το Μπαχρέιν από πολύ νωρίς θεωρείτο ότι επρόκειτο να είναι αυτή η ”άλλη αραβική χώρα”, πλην όμως κανένας απέκλειε ότι ίσως το Σουλτανάτο του Ομάν ή το Σουδάν θα προχωρούσαν σε παρόμοια κίνηση.
Η αμερικανική διπλωματία επεδίωκε να μην αφήσει ”μόνα τους” τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στην προσπάθεια της Ουάσιγκτον να επισημοποιήσει τον άξονα ανάμεσα στο Ισραήλ και τον περιφερειακό σαουδαραβικό παράγοντα - στον οποίον η ίδια η Σαουδική Αραβία θεωρείται ότι θα είναι, χρονικά τουλάχιστον, η τελευταία χώρα της περιοχής που θα αναβαθμίσει τις σχέσεις της με το Ισραήλ, και αυτό εξ αιτίας της ιδιαίτερης βαρύτητας που έχει ο Οίκος των Σαούδ στον αραβικό κόσμο, ως τοποτηρητής των δύο σημαντικότερων προσκυνημάτων του ισλαμικού κόσμου.
Ήδη μετά την υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το ξέσπασμα της δεύτερης Ιντιφάντα το 2000, το Μπαχρέιν δήλωνε με ποικίλους έμμεσους τρόπους ότι θα ήταν πρόθυμο να αποδεχθεί το ιστορικό τετελεσμένο της ύπαρξης του Κράτους του Ισραήλ στην Μέση Ανατολή. Ωστόσο, με την ανανέωση της έντασης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, η κυβέρνηση της χώρας συντάχθηκε με την στάση που τήρησαν οι υπόλοιπες αραβικές χώρες και ήρε τις όποιες μικρές επικοινωνιακές κινήσεις είχε αφήσει να εκδηλωθούν έναντι του Ισραήλ - είτε με την αποδοχή των ισραηλινών διαβατηρίων σε πτήσεις τράνζιτ στο αεροδρόμιο του Μανάμα, είτε με προωθημένες απόψεις που κατά καιρούς αφήνονταν να εκφράζονται στον τοπικό Τύπο, κυρίως τον αγγλόφωνο.
Η Αραβική Άνοιξη μετέβαλε σημαντικά όχι μόνο το επικοινωνιακό κλίμα έναντι του Ισραήλ, αλλά και τις εξαρτήσεις που ήδη προϋπήρχαν ανάμεσα στο Μπαχρέιν, την γειτονική Σαουδική Αραβία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις που συντάραξαν τότε την μπαχρεϊνική πραγματικότητα κατέδειξαν με πολύ έντονο τρόπο, ότι ο εχθρός του βασιλικού οίκου Αλ-Χαλίφα βρισκόταν στην ίδια την κοινωνία της χώρας, και συγκεκριμένα στην σιιτική πλειοψηφία της χώρας, η μεγαλύτερη μερίδα της οποίας πρόσκειται ιδεολογικά στο ομόδοξο Ιράν. Αν και οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις καταδίκαζαν τις προσπάθειες φίμωσης των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, εν τέλει ο βασιλικός οίκος τις εξέλαβε ως σαφή απόδειξη της μόνιμης προσπάθειας του Ιράν να αμφισβητήσει την νομιμότητα του ελέγχου της πολιτικής εξουσίας από την σιιτική μειοψηφία, που υποστηρίζεται από την κυβέρνηση του Ριάντ. Έτι περαιτέρω, οι διαδηλώσεις των Σιιτών ερμηνεύθηκαν από την κυβέρνηση ότι ουσιαστικά στηρίζουν το ιστορικό αφήγημα του Ιράν, σύμφωνα με το οποίο κακώς η Βρετανία - και η Δύση γενικότερα - δεν επέτρεψαν να αποτελέσει το Μπαχρέιν ιρανική επαρχία , με αποτέλεσμα να αγνοηθούν οι πληθυσμιακές πραγματικότητες και η σιιτική, περσόφωνη εν πολλοίς, πλειοψηφία της χώρας.
Το αντιδυτικό στη βάση του, ΄πληθυσμιακό′ αυτό επιχείρημα, αποτελεί και το μόνιμο αγκάθι στις σχέσεις Ιράν-Μπαχρέιν, καθιστώντας το μικρό νησιωτικό αυτό βασίλειο την αιχμή του δόρατος στον γενικότερο περιφερειακό ανταγωνισμό Ιράν-Σαουδικής Αραβίας, πολλά χρόνια προτού διαμορφωθεί η παρούσα εκρηκτική κατάσταση στις σχέσεις Τεχεράνης-Ριάντ. Ο δε βασιλικός οίκος Αλ-Χαλίφα, αποτελεί ουσιαστικά και τον κυριότερο δορυφόρο της ισχυρής Σαουδικής Αραβίας, με την οποία τηρεί στενές πολιτικές και οικονομικές σχέσεις , όσο ίσως καμία άλλη χώρα του Κόλπου. Έτσι, θεωρήθηκε φυσικό και επόμενο, όταν πλέον οι διαδηλώσεις στο μικρό βασίλειο έπαιρναν απίστευτες για τα τοπικά δεδομένα διαστάσεις, η κυβέρνηση του Μπαχρέιν δεν δίστασε να ζητήσει από το Ριάντ να αποστείλει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα τα σαουδαραβικά τανκ να επιβάλλουν την τάξη στο κέντρο της πρωτεύουσας Μανάμα, παραμένοντας εκεί για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Στο μεταξύ, και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο αμερικανικός πολεμικός στόλος συνέχιζε να σταθμεύει στο Μπαχρέιν, με τις στρατιωτικές δυνάμεις να παρακολουθούν αμέτοχες τα τεκταινόμενα, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να παρέμβουν την δεδομένη στιγμή, εφόσον χρειαστεί.
Ο οίκος Αλ-Χαλίφα διατηρήθηκε στην εξουσία χάρη στο Ριάντ και την Ουάσιγκτον, με τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης να προσθέτουν ακόμα περισσότερη καχυποψία ως προς τις βλέψεις του Ιράν κατά των μικρών και εύπορων σουνιτικών χωρών της περιοχής.
Η ιστορική αντιπαλότητα ανάμεσα στο Μπαχρέιν και το Ιράν θυμίζει σε πολλά την αντίστοιχη αντιπαλότητα ανάμεσα στο Ισραήλ και το Ιράν. Μάλιστα, ανατρέχοντας στον τρόπο με τον οποίον τα ΜΜΕ του Μπαχρέιν και του Ισραήλ επέκριναν την ιρανική επεκτατικότητα στο Ιράκ, στη Συρία, στον Νότιο Λίβανο, στην Υεμένη και στη Λωρίδα της Γάζας, παρατηρούμε μεγάλη ομοιότητα τόσο ως προς τα κατά καιρούς επιχειρήματα, όσο και και ως προς την κριτική που ασκείται στο καθεστώς της Τεχεράνης όσον αφορά τον βαθμό παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Μπαχρέιν, τόσο πριν τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης, όσο και κάποια χρόνια μετά την λήξη τους, θεωρείται ως η μόνη χώρα του Κόλπου όπου η ελευθερία του Τύπου και ο δημόσιος λόγος - σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η τοπική νομοθεσία προβλέπει τον σχηματισμό πολιτικών κομμάτων και κοινοβουλευτικές διαδικασίας - διακρίνονται από σχετική πολυφωνία. Επίσης, ο τρόπος ζωής της τοπικής κυβερνητικής ελίτ είναι λιγότερο αυστηρή στην επιβολή της λεγόμενης ‘ισλαμικής ηθικής’, επιτρέποντας την λειτουργία νυκτερινών κέντρων διασκέδασης και κατανάλωση αλκοολούχων ποτών σε δημόσιους χώρους, ευπρόσιτους και στους ντόπιους - και όχι μόνο στο στρατιωτικό προσωπικό του αμερικανικού στόλου που σταθμεύει στη χώρα.
Η χρόνια αντιπαλότητα με το Ιράν και τα δυτικότροπα κοινωνικά πρότυπα που προωθεί η κυβέρνηση της χώρας, μοιραία κατέστησαν βαθμιαία τις θέσεις που εκφράζονταν από πλευράς Ισραήλ, αν όχι απολύτως ‘νομιμοποιημένες‘, τουλάχιστον περισσότερο ‘κατανοητές’ από πολλούς Μπαχρεϊνούς διαμορφωτές άποψης στα τοπικά μέσα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η ακτιβιστική κίνηση “This is Bahrain” που αποτελείται από ηγέτες διαφόρων θρησκειών και δογμάτων που δραστηριοποιούνται στο Μπαχρέιν, και που προωθούνται από τον βασιλικό οίκο Αλ-Χαλίφα: Τον Δεκέμβριο του 2017, 25μελής αντιπροσωπεία της κίνησης αυτής, αποτελούμενη από σουνίτες, σιίτες, χριστιανούς, ινδουιστές και σιχ θρησκευτικούς ηγέτες του Μπαχρέιν, επισκέφθηκαν επίσημα το Ισραήλ, τον προαύλιο χώρο του τεμένους Αλ-Άκσα (πλην όμως οι αρχές του βακούφ, δεν τους επέτρεψαν να εισέλθουν σε αυτό) και στην προσπάθειά τους να επισκεφθούν τη Λωρίδα της Γάζας, δοκίμασαν την έντονη κατακραυγή της Παλαιστινιακής Αρχής, της Χαμάς, των μουσουλμάνων χρηστών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και του τηλεοπτικού σταθμού του Κατάρ, Αλ Τζαζίρα.
Ο ανταγωνισμός μεταξύ του Μπαχρέιν και του Κατάρ
Μία άλλη παράμετρος, που φέρνει το Μπαχρέιν πιο κοντά, τόσο στη Σαουδική Αραβία, όσο και στο Ισραήλ είναι η χρόνια αντιπαλότητα που διατηρείται μεταξύ του Μπαχρέιν και του Κατάρ. Μπορεί η εδαφική διαφορά που προϋπήρχε μεταξύ του Μπαχρέιν και του Κατάρ σχετικά με ένα διαφιλονικούμενο νησιωτικό σύμπλεγμα Χαουάρ και τα κοντινά κοιτάσματα φυσικού αερίου να έληξε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το 2001, το οποίο και αποφάνθηκε υπέρ της επιχειρηματολογίας του Μπαχρέιν - παρ′ όλα αυτά, η ένταση μεταξύ Μανάμα και Ντόχα διατηρείται ακόμα. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των διαδηλώσεων της Αραβικής Άνοιξης στο Μπαχρέιν, η δημοσιογραφική κάλυψη που επεφύλαξε το δημοφιλές καταρινό τηλεοπτικό δίκτυο ήταν ιδιαίτερα επικριτική για τον βασιλικό οίκο Αλ-Χαλίφα, προκαλώντας την έντονη δυσαρέσκεια και της Σαουδικής Αραβίας, που είχε ενεργό ανάμιξη στην καταστολή των διαμαρτυριών. Μάλιστα, δεν θα ήταν υπερβολικό να ειπωθεί ότι το πρώτο πραγματικό ρήγμα μεταξύ Σαουδικής Αραβίας-Κατάρ να έχει τις ρίζες του σε όσα δραματικά συνέβαιναν τότε στους κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας του Μπαχρέιν. Και αυτό το δεδομένο, ενίσχυσε τον βαθμό της ‘κατανόησης’ των θέσεων του Ισραήλ ως προς το ”ποιοί είναι οι καλοί και ποιοί είναι οι κακοί” στην περιοχή του Κόλπου.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, όπως περιληπτικά αναπτύχθηκαν, θα ανέμενε κανείς το Μπαχρέιν να αποτελέσει όχι την δεύτερη, αλλά την πρώτη αραβική χώρα του Κόλπου που θα αποφάσιζε να εξομαλύνει τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ισραήλ. Θα ήταν επίσης σκόπιμο να προστεθεί και μία σημαντική λεπτομέρεια, που δεν είναι ευρέως γνωστή: Στο Μανάμα υπάρχει μία πολύ μικρή εβραϊκή κοινότητα, η οποία, ενώ θα μπορούσε να ακολουθήσει το παράδειγμα άλλων Εβραίων που κατοικούσαν στις αραβικές χώρες, αποφάσισε να παραμείνει στο Μπαχρέιν, χάρη στην γενικότερη ανεκτικότητα που παραδοσιακά επεδείκνυε (και συνεχίζει να επιδεικνύει) η τοπική κοινωνία ως προς κάθε ‘άνθρωπο της διπλανής πόρτας’ ανεξαρτήτως θρησκείας, καταγωγής και δόγματος - υπό την προϋπόθεση βέβαια να τιμά τον κυρίαρχο πολιτικό ρόλο του βασιλικού οίκου. Αρκεί να επισημανθεί ότι το κεντρικότερο και παλαιότερο φαρμακείο στο εντός των τειχών παζάρι της πρωτεύουσας Μανάμα, ανήκει σε μία από τις παλαιότερες εβραϊκές οικογένειες της χώρας - η οποία ουδέποτε διανοήθηκε να μετοικήσει στο Ισραήλ.
Η επιφυλακτικότητα του Μπαχρέιν
Εάν υπάρχουν πολλοί λόγοι το Μπαχρέιν να θεωρείται η πλέον ‘δεκτικότερη’ χώρα του Κόλπου ως προς το ενδεχόμενο ομαλοποίησης των σχέσεών της με το Ισραήλ, άλλοι τόσοι είναι και οι λόγοι που αύξαναν την επιφυλακτικότητά του να προχωρήσει σε αυτό το βήμα. Το γειτονικό, και κατά πολύ ισχυρότερο Ιράν, σε συνάρτηση με την αποτελεσματική - όπως πρόσφατα αποδείχθηκε - διεισδυτικότητά του στην τοπική κοινωνία, αποτελεί τον μόνιμο πονοκέφαλο του βασιλικού οίκου Αλ-Χαλίφα και της τοπικής επιχειρηματικής ελίτ. Και αυτός ουσιαστικά ήταν ο λόγος που τόσο η επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, όσο και οι πιέσεις που άσκησε την περασμένη εβδομάδα ο ειδικός απεσταλμένος του Προέδρου Τραμπ, Τζέραντ Κουσνέρ, δεν απέδωσαν αμέσως. Αναμενόταν ότι , ενόσω συνεχίζονταν οι επαφές υψηλών αξιωματούχων του Ισραήλ και των ΗΑΕ στο Αμπού Ντάμπι, η μετάβαση του Τζέραντ Κουσνέρ στο Μανάμα θα ολοκληρωνόταν με την πανηγυρική ανακοίνωση των ΗΠΑ ότι εν τέλει το Μπαχρέιν θα ακολουθούσε το παράδειγμα των Εμιράτων, εν τέλει ο Αμερικανός ειδικός απεσταλμένος δεν προέβη σε καμία δήλωση και τα διεθνή ΜΜΕ ουσιαστικά ‘έθαψαν’ το όλο θέμα. Οι γενικόλογες δηλώσεις του Κουσνέρ στο επίσημο πρακτορείο ειδήσεων των ΗΑΕ την ίδια μέρα έκαναν λόγο για ”κάποια δεύτερη αραβική χώρα” που ”πιθανώς” θα ομαλοποιούσε τις σχέσεις της με το Ισραήλ ”μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών” από τώρα - και επομένως, μετά τις προεδρικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου.
Τελικά, φαίνεται ότι οι πιέσεις που ασκήθηκαν στον οίκο Αλ-Χαλίφα τόσο εκ μέρους των ΗΠΑ, όσο φυσικά και εκ μέρους της Σαουδικής Αραβίας, συνετέλεσαν ώστε το Μπαχρέιν να προχωρήσει στην απόφαση να εξομαλύνει τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ισραήλ, χωρίς ωστόσο να είναι ακόμα σαφές πότε θα αρχίσουν οι απ′ ευθείας διαπραγματεύσεις προς τούτο. Το μόνο που είναι γνωστό μέχρι στιγμής είναι ότι ο Υπουργός Εξωτερικών της χώρας, Αμπντουλατίφ Αλ-Ζαγιάνι, θα παραστεί στην επίσημη τελετή υπογραφής των μνημονίων συνεργασίας Ισραήλ-Εμιράτων στις 15 Σεπτεμβρίου στον Λευκό Οίκο. Και αυτή η εμφάνιση θα είναι χρονικά η δεύτερη που αξιωματούχος του Μπαχρέιν και του Ισραήλ θα συναντηθούν δημοσίως και επίσημα ενώπιον του Προέδρου Τραμπ, μιας και η πρώτη ήταν κατά την τελετή ανακοίνωση του Σχεδίου Τραμπ για το Παλαιστινιακό, στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου.
Και τώρα τι;
Εάν λάβουμε υπ’όψιν τις ομοιότητες της διαδικασίας που εφάρμοσε η αμερικανική διπλωματία να μεσολαβήσει μεταξύ του Ισραήλ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, αναμένεται να ανακοινωθεί η ημερομηνία συνάντησης ομάδων εργασίας των ΗΠΑ, του Ισραήλ και του Μπαχρέιν κατά το αμέσως προσεχές διάστημα. Ωστόσο, οι δυσκολίες που εκδηλώθηκαν στις διαπραγματεύσεις Ισραήλ-Εμιράτων στον τομέα των στρατιωτικών εξοπλισμών δεν αναμένεται να επανεμφανιστούν και στις συνομιλίες που πρόκειται να διεξαχθούν με το Μπαχρέιν.
Η περίπτωση του Μπαχρέιν είναι διαφορετική για τους εξής λόγους:
Το Μπαχρέιν εξαρτά την εδαφική του ακεραιότητα αποκλειστικά στις στρατιωτικές δυνάμεις της Σαουδικής Αραβίας, με ανεπίσημο εγγυητή την παρουσία του αμερικανικού πολεμικού στόλου. Η στρατιωτική ισχύς του Μπαχρέιν είναι αμελητέα, τόσο λόγω του αντικειμενικά μικρού μεγέθους της επικράτειάς του, όσο και λόγω της γεωγραφικής του εγγύτητας από τον ιστορικό του αντίπαλο - που δεν είναι άλλος από το Ιράν. Ως εκ τούτου, λογικά δεν θα πρέπει να αναμένεται να τεθεί ζήτημα ενίσχυσης της στρατιωτικής ισχύος του Μπαχρέιν, μιας και αυτό το θέμα είναι ουσιαστικά ήδη ‘λυμένο’.
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κράτη του Κόλπου, το Μπαχρέιν θεωρείται ως ‘ο φτωχός συγγενής’ λόγω των σχετικά μικρότερων ενεργειακών αποθεμάτων. Είναι μάλιστα γνωστό ότι κατά τις τελευταίες δεκαετίες, το Μπαχρέιν επιδιώκει να προβάλει τον εαυτό του ως ’επιχειρηματικό κέντρο’ του Κόλπου, τονίζοντας τον τομέα της παροχής υπηρεσιών, τραπεζικών διευκολύνσεων αλλά και καταβάλλοντας προσπάθειες να αποτελέσει έναν εναλλακτικό τουριστικό προορισμό, συναγωνιζόμενο το Ντουμπάι - χωρίς όμως να το πετυχαίνει απόλυτα -. Ένα άλλο τουριστικό και επιχειρηματικό ‘όπλο’ του Μπαχρέιν είναι η αεροπορική του εταιρεία Gulf Air και η μίσθωση υπηρεσιών σε αεροπορικές εταιρείες που σταθμεύουν στο αεροδρόμιο του Μανάμα - προσπαθώντας να συναγωνιστεί αποτελεσματικά τόσο το Κατάρ, όσο και το Ντουμπάι -. Μοιραία, η συνεργασία του Μπαχρέιν με το Ισραήλ θα επικεντρωθεί σε ζητήματα επιχειρηματικότητας, με σκοπό να δοθεί μία περαιτέρω ώθηση στην οικονομία των δύο χωρών. Από πλευράς Μπαχρέιν, εκτιμάται ότι θα επιδιωχθεί η προσέλκυση ισραηλινών εταιρειών που θα θελήσουν να συστήσουν παραρτήματα στον Κόλπο. Το ερώτημα είναι κατά πόσον το θεσμικό και φορολογικό καθεστώς που θα προτείνει η κυβέρνηση του Μανάμα θα αποδειχθεί αποτελεσματικότερο από τις αντίστοιχες διευκολύνσεις που θα κληθούν να προτείνουν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ωστόσο, υπάρχει ένας άλλος τομέας, όπου πράγματι το Ισραήλ θα μπορούσε να αξιοποιήσει τόσο προς όφελος δικό του, όσο και προς όφελος του βασιλικού οίκου Αλ-Χαλίφα: Το Μπαχρέιν, το οποίο πληθυσμιακά ανήκει κατά πλειοψηφία στον σιιτικό-φιλοϊρανικό πολιτισμικό χώρο, έχει ανάγκη να αξιοποιήσει μεθόδους συλλογής πληροφοριών σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, προκειμένου να αποτραπεί περαιτέρω ιρανική διείσδυση στις εύθραυστες ισορροπίες της κοινωνίας του. Το Ισραήλ, από την δική του πλευρά, θα μπορέσει να αποκτήσει προσβάσεις σε πηγές πληροφόρησης, σε πρόσωπα και πράγματα, που μέχρι σήμερα ίσως αγνοούσε, με σκοπό την μείωση της επιρροής του Ιράν στην ευρύτερη περιοχή. Η κυβερνοασφάλεια, ένας τομέας που το Ισραήλ γνωρίζει να διαχειρίζεται καλά, θα αποτελέσει έναν τομέα νευραλγικής σημασίας και για τις δύο αυτές καθαρά αντι-ιρανικές χώρες της Μέσης Ανατολής.
Οι ημέρες που θα μεσολαβήσουν έως την τελετή της 15ης Σεπτεμβρίου στον Λευκό Οίκο, σίγουρα θα καταδείξουν πολλές από τις πτυχές που θα καθορίσουν τις διμερείς σχέσεις Ισραήλ-Μπαχρέιν, αποκαλύπτοντας σταδιακά το μεγάλο τους εύρος.