Μετά από τις αρχικές δυτικές θριαμβολογίες, ότι η Κίνα τάχα κρατάει αποστάσεις από τους Ρώσσους στο ουκρανικό (καταιγισμός δημοσιευμάτων έναν χρόνο τώρα), ότι τηρεί στάση επικριτική μάλιστα, οι ανησυχίες του Αμερικανού ΥΠΕΞ περί αποστολής κινεζικών όπλων προς τη Ρωσσία, στην ουσία ομολογούν το αναπόφευκτο. Η Κίνα δεν έχει την πολυτέλεια να μείνει άπρακτη εμπρός στο ενδεχόμενο μιας ρωσσικής ήττας. Τυχόν ταπείνωση της Μόσχας θα άφηνε τα χέρια της Ουάσιγκτον ελεύθερα για να στραφεί κατά του Πεκίνου.
Ώστε και διπλωματική και οικονομική (ήδη τις βλέπουμε) και στρατιωτική βοήθεια σημαντική θα λάβει ο Πούτιν από τον Σι, αν τη χρειαστεί, ίσως μάλιστα ήδη την λαμβάνει. Για τον ίδιο λόγο άλλωστε, κανείς από τους μείζονες διεθνείς παίκτες εκτός του δυτικού μπλοκ δεν επιθυμεί την αμερικανική επικράτηση: Ινδοί, Άραβες, Λατινοαμερικάνοι, Ιρανοί, Τούρκοι, πολλοί Αφρικανοί και Ασιάτες, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το έχουν καταστήσει σαφές. Ο κυνισμός με τον οποίο οι ΗΠΑ και η Ευρώπη χειρίζονται το όπλο των κυρώσεων έχει περάσει σε όλους το μήνυμα ότι η Δύση εξακολουθεί να σκέφτεται και να δρα με όρους αποικιοκρατικούς, ότι δεν διανοείται την αποδοχή όρων ισοτιμίας.
Δημογραφικά, στρατιωτικά, παραγωγικά, ίσως και τεχνολογικά, η δυτική ηγεμονία είναι εδώ και καιρό σε υποχώρηση. Ο έλεγχος του παγκοσμίου εμπορίου και το δολλάριο ως αποθετικό νόμισμα είναι οι τελευταίοι εναπομείναντες πυλώνες της. Όσοι επομένως επιθυμούν να ανατρέψουν τη δυτική ηγεμονία (και ο κατάλογος είναι μακρύς), είναι υποχρεωμένοι τους πυλώνες αυτούς να τους ναρκοθετήσουν.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξανάγκασε την Ουάσιγκτον και τους εταίρους της να δοκιμάσουν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, μέσω των πρωτοφανών κυρώσεων, τα εμπορικοπολιτικά και χρηματοπιστωτικά υπερόπλα τους. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ακυρώθηκαν δεκαετίες παγκοσμιοποίησης, το ευαγγέλιο του laissez-faire έδωσε τη θέση του στον σκληρό προστατευτισμό, η ψηφιακή διαδικτύωση της οικονομίας και των ΜΜΕ κατακερματίστηκε, οι έως πρότινος ακατάσχετες («αυτορρυθμιζόμενες») αγορές τέθηκαν υπό πολιτική κηδεμονία, ο εμποροκρατούμενος πασιφισμός παραμερίστηκε από την νεοψυχροπολεμική ρητορική.
Όμως η αντίδραση αυτή κατέστησε ακόμη περισσότερο πρόδηλη την στρατηγική αμηχανία της Δύσης. Διότι η επιστράτευση τέτοιων ακραίων μέσων και οι ιδεολογικές κυβιστήσεις αυτής της ολκής προδίδουν αδυναμία, αγχώδη προσπάθεια περιφρούρησης των κεκτημένων, και όχι την ήρεμη ισχύ που αποπνέει συνήθως ο αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας. Και επιπλέον ισοδυναμούν με ομολογία ότι η στρατηγική του ήπιου εκδυτικισμού του πλανήτη, της εξαγωγής της «δημοκρατίας και ελευθερίας» διά του εμπορίου και των συναλλαγών, ό,τι επονομάστηκε δηλαδή «παγκοσμιοποίηση», απέτυχε πλήρως.
Επόμενο ήταν επίσης η νέα αυτή στάση της Δύσης να ενισχύσει την αντισυσπείρωση των αντιπάλων της. Επισπεύστηκε έτσι η αναζήτηση εναλλακτικού συστήματος συναλλαγών ικανού να πάρει τη θέση του δολλαρίου και μεγεθύνθηκε το εξωδυτικό εμπόριο. Όσο αυτός ο, δεύτερος, πόλεμος μαίνεται, η αποκλιμάκωση και στον πρώτο, στο συμβατικό πεδίο της μάχης, απομακρύνεται ως ενδεχόμενο.
Ισχύει όμως και το αντίστροφο: όσο ο πρώτος, ο θερμός πόλεμος παραμένει αμφίρροπος, ούτε ο οικονομικός μπορεί στ’ αλήθεια να διευθετηθεί. Διότι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης μαζί με τη χάραξη των ρωσσοουκρανικών συνόρων θα τεθεί εκ των πραγμάτων και η νέα παγκόσμια πολιτική και οικονομική τάξη πραγμάτων. Καμιά όμως από τις αντιμαχόμενες πλευρές αυτή τη στιγμή δεν δείχνει έτοιμη για μια τέτοια διαπραγμάτευση. Εν μέρει επειδή ευελπιστεί ότι τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εκείνη θα επικρατήσει, εν μέρει επειδή φοβάται ότι μια πρόωρη ειρήνευση θα ερμηνευθεί ως δική της ήττα και κατίσχυση του αντιπάλου.
Η συνέχιση των πολεμοπραξιών εκφράζει επομένως μια βαθύτερη και αμφίπλευρη αμφιθυμία. Η οποία με την σειρά της δηλώνει την δυσκολία των αντιμαχόμενων μερών να προβλέψουν με κάποια ασφάλεια τη μεσοπρόθεσμη δυναμική των πραγμάτων. Οι ομοιότητες με τις συνθήκες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, περιόδου ιστορικά εξίσου ρευστής και αβέβαιης, είναι εμφανείς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ίδιες οι έννοιες της νίκης και της ήττας αυτή τη στιγμή είναι εντελώς αόριστες. Ότι δεν γνωρίζουμε δηλαδή ποιες είναι οι πραγματικές κόκκινες γραμμές/ελάχιστες επιδιώξεις των εμπολέμων. Κάτι τέτοιο όμως αυξάνει την αβεβαιότητα και ανοίγει τον δρόμο σε περαιτέρω κλιμάκωση. Ιδίως ευνοεί τους ανεξέλεγκτους αυτοσχεδιασμούς και την αστάθμητη διακινδύνευση.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η σύγκρουση που ξεκίνησε στην Ουκρανία έναν χρόνο πριν, έχει πλέον καταστεί για όλες τις μετέχουσες πλευρές υπόθεση υπαρξιακή.