To οικοσύστημα των ευρωπαϊκών βιομετρικών δεδομένων παρακολούθησης και επιτήρησης

Τα ψηφιακά τείχη της Ευρώπης Φρούριο: Το πρώτο μέρος μίας δημοσιογραφικής έρευνας του MIIR για τον Μεγάλο Αδελφό στα ευρωπαϊκά σύνορα
Open Image Modal
Eye biometric scanning and futuristic digital screens.
Yuichiro Chino via Getty Images

“"Είμαστε Μαύροι και οι συνοριοφύλακες μας μισούν. Το ίδιο και οι υπολογιστές τους" - Adissu, κάτοικος χωρίς ιδιότητα μετανάστη στις Βρυξέλλες, Βέλγιο*”

Η ψηφιοποίηση και η διαδικτυακή μετάβαση ακόμα περισσότερων πτυχών της ζωής μας είναι ομολογουμένως μια μακροπρόθεσμη τάση που επιταχύνθηκε από την πανδημία COVID-19. Ωστόσο, αυτό που περνά σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο είναι η ίδια τάση που περιλαμβάνει τις υπερεξουσίες συλλογής δεδομένων και επιτήρησης των κρατών της ΕΕ. Οι εθνικές αρχές των κρατών μελών, όπως η αστυνομία, οι υπηρεσίες εσωτερικής ασφάλειας, οι συνοριοφύλακες, οι αρχές μετανάστευσης και οι ευρωπαϊκοί φορείς, όπως η Europol και η Frontex, διαχειρίζονται υποδομές συλλογής και αποθήκευσης δεδομένων μεγάλης κλίμακας. Με πρόσχημα την «εθνική ασφάλεια», δημιουργείται ένας χώρος για πιθανές παραβιάσεις θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, σε μια εποχή που η «στρατικοποιημένη» ασφάλεια των συνόρων έχει ήδη οδηγήσει σε βία κατά των προσφύγων, απωθήσεις με κίνδυνο επιστροφής ανθρώπων σε ανασφαλείς χώρες και απάνθρωπες συνθήκες καθώς και ανησυχητική αύξηση των θανάτων που μπορούσαν να αποφευχθούν. Οι χώρες κλείνουν μεταναστευτικές οδούς-με την μεροληπτική πρόσφατη εξαίρεση των προσφύγων της Ουκρανίας-αναγκάζοντας τους μετανάστες και πρόσφυγες να αναζητήσουν άλλες, συχνά πιο επικίνδυνες, εναλλακτικές και ωθώντας τους στην αγκαλιά των εγκληματικών δικτύων λαθρεμπορίας.

Δεν είναι όμως μόνο τα φυσικά τείχη που ορθώνονται, αλλά όπως αναφέρει και ο ανεξάρτητος οργανισμός Transnational Institute ΤΝΙ (εκθέσεις BorderWarSeries), ένα βασικό τμήμα της αποκαλούμενης «Ευρώπης-Φρούριο» αποτελείται από «εικονικά τείχη» που επιδιώκουν να περιορίσουν τους μετανάστες από την είσοδο στον χώρο Σένγκεν ή να παρακολουθήσουν τις κινήσεις τους εντός αυτού. Αυτά τα «εικονικά τείχη» έχουν πολλά σχήματα και μορφές: από προηγμένα συστήματα επιτήρησης που παρακολουθούν τις μεταναστευτικές ροές και παρακολουθούν τις μετακινήσεις των ανθρώπων στα εξωτερικά σύνορα (ενίοτε και πριν από αυτά) σε «έξυπνες», διαλειτουργικές βάσεις δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης που στοχεύουν στον εντοπισμό, την καταγραφή και τον προσδιορισμό του προφίλ των μεταναστών στα σύνορα και εντός αυτών. Ο κοινός παρανομαστής φυσικών και εικονικών τειχών είναι η ίδια η κοινωνική κατασκευή του «ανθρώπου σε κίνηση» ως εν δυνάμει κινδύνου για την ΕΕ και τα κράτη-μέλη της. Τα άτομα που προσπαθούν να φτάσουν και να εισέλθουν στην ΕΕ, φεύγοντας από καταστροφές, βία, πόλεμο ή πολιτική δίωξη, θεωρούνται παράγοντες κινδύνου που πρέπει να αξιολογηθούν και να κατηγοριοποιηθούν. 

Η δημοσιογραφική ομάδα του ΜIIR στο πλαίσιο του προγράμματος Panelfit (Participatory Approaches to a New Ethical and Legal Framework for ICT) ανέλαβε να διεισδύσει στα διαφορετικά συστήματα καταγραφής δεδομένων και επιτήρησης της ΕΕ, να μελετήσει τη νομοθεσία τους και τα δεδομένα που συλλέγονται στις διαφορετικές βάσεις, να εντοπίσει τους κινδύνους για τα ανθρώπινα δικαιώματα που δημιουργούνται και από τη διαλειτουργικότητα αυτών των συστημάτων, βασιζόμενο σε πλήθος συνεντεύξεων με ειδικούς τους χώρου, ερευνητές, ακτιβιστές, δικηγόρους, ΜΚΟ και μετανάστες. Στο πρώτο μέρος της έρευνας παρουσιάζουμε τη συνοπτική αποτύπωση των βασικών συστημάτων επιτήρησης. 

 

Περιγραφή των συστημάτων καταγραφής και των βάσεων προσωπικών δεδομένων

1. SIS-II Shenghen Information System

Η παλαιότερη βάση δεδομένων. Σκοπός της είναι η επιτήρηση των μετακινήσεων υπηκοών τρίτων χωρών στις περιοχές Σένγκεν. Ιδρύθηκε αρχικά το 1995 για να ενημερωθεί στη δεύτερη εκδοχή της το 2013 ενώ από τους επόμενους μήνες θα τεθούν σε ισχύ διατάξεις που ενσωματώθηκαν το 2018. Αποτελεί το μεγαλύτερο σύστημα πληροφορικής στην Ευρώπη, λειτουργώντας σε 26 κράτη μέλη της ΕΕ (σ.σ. η Κύπρος δεν συμπεριλαμβάνεται, αλλά αναμένεται να ενταχθεί) και σε Ελβετία, Νορβηγία,  Λιχτενστάιν και Ισλανδία.  Βάσει των κανονισμών του SIS II, συλλέγονται και επεξεργάζονται στοιχεία (ονόματα, επίθετα, ημερομηνίες γέννησης, και άλλες αλφαριθμητικές πληροφορίες) υπηκοών τρίτων χωρών που υπόκεινται σε αποφάσεις επιστροφής, στοιχεία για άρνηση εισόδου ή παραμονής των ατόμων στο χώρο Σένγκεν αλλά και για αντικείμενα (πχ αυτοκίνητα, όπλα, χαμένα έγγραφα, διαβατήρια κα) με σκοπό την αστυνομική και δικαστική συνεργασία. Οι διατάξεις των κανονισμών SIS II επιτρέπουν την εφαρμογή βιομετρικής ταυτοποίησης ατόμων με βάση την τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου. Χρησιμοποιείται τόσο από αστυνομικές αρχές, όσο και από αρχές μετανάστευσης και ασύλου. Αν κάποιος κάνει αίτηση ασύλου, οι αρχές μπορούν να ψάξουν το SIS ώστε να δούνε αν υπάρχει κάποιο alert για αυτόν.Ειδοποιήσεις μπορεί να εκδοθούν για άτομα που αναζητουνται για σύλληψη ή έλεγχο, υπόκεινται σε παρακολούθηση απο διωκτικές αρχές, πρόσωπα που δεν έχουν το δικαίωμα εισόδου ή παραμονής στην ΕΕ, πρόσωπα που αναζητούνται για δικαστική συνδρομή καθώς και για αγνοούμενα άτομα (ενήλικες και παιδιά).

Το σύστημα SIS II το 2019 σημείωσε ρεκόρ με 18 εκατομμύρια αναζητήσεις την ημέρα από όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες που έχουν δικαίωμα πρόσβασης. Μάλιστα ο αριθμός αυτός είναι τριπλάσιος σε σχέση με τον αριθμό αναζητήσεων το 2014 (6 εκ. αναζητήσεις την ημέρα) Ενδεικτικό της ευρείας χρήσης είναι και η εισαγωγή στο τέλος του 2020 της εφαρμογής του Αυτόματου Συστήματος Ταυτοποίησης Αποτυπωμάτων (AutomatedFingerprintIdentificationSystem-AFIS), ενεργοποιώντας τις αναζητήσεις από τα κράτη και μέσω των δακτυλικών αποτυπωμάτων και εισάγοντας τον αυτόματο έλεγχο και την αντιπαραβολή τους με τα ήδη υπάρχοντα. 

Ωστόσο, ενδεικτικό της στοχευμένης διευρυμένης χρήσης του συστήματος για τον εντοπισμό μεταναστών χωρίς χαρτιά είναι ότι από τις 964,720 ειδοποιήσεις που εκδόθηκαν στο SIS II το 2020, οι μισές και πλέον αφορούσαν άτομα τρίτων χωρών στους οποίους είχε απαγορευθεί η είσοδος και παραμονή εντός της Σέγκεν. Αυτό συμβαίνει μάλιστα σταθερά όλα τα χρόνια, όπως φανερώνει και ο πίνακας των ειδοποιήσεων 2016-2020

 

2. VIS - Visa Information System

Τέθηκε σταδιακά σε ισχύ από το 2011 και η ανάπτυξη του συστήματος ολοκληρώθηκε το 2016. Το σύστημα χρησιμοποιείται από τα 30 κράτη της ζώνης Σένγκεν μαζί  με τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο και τη Ρουμανία. Σκοπός είναι να επιτρέπει στις παραπάνω χώρες να ανταλλάσσουν δεδομένα σχετικά με τις θεωρήσεις βραχείας διαμονήςκαι να διευκολύνουν τους ελέγχους θεωρήσεων στις συνοριακές διελεύσεις. Οι αρμόδιες αρχές ασύλου μπορούν να έχουν πρόσβαση στο VIS. Το 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλε πρόταση για την αναθεώρηση του VIS με στόχο τη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του. Οι προτεινόμενοι κανόνες προτείνουν το VIS να περιλαμβάνει δεδομένα και για θεωρήσεις μακράς διαμονής.

Το σύστημα αποθηκεύει δακτυλικά αποτυπώματα και μια φωτογραφία των αιτούντων/κατόχων βίζας, καθώς και προσωπικά δεδομένα που περιλαμβάνονται στις αιτήσεις τους, όπως επώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση βίζας αλλά και τραπεζικά δεδομένα (αποδεικτικό καταθέσεων) .  «Οι αρχές μπορούν να διαπιστώσουν αν κάποιος έχει τα χρήματα να ταξιδέψει στην ΕΕ. Διαφορετικά δε θα του δώσουν τη βίζα. Αυτό αποτελεί εμμέσως μια ταξική διάκριση, πρόκειται για ταξική μεροληψία, αν είσαι πλούσιος μπορείς να ταξιδέψεις, αν δεν εχεις λεφτά δεν θα σου δώσουν λογικά βίζα (lowtechdiscrimination). Το ποσό εξαρτάται από το κάθε κράτος μέλος» επισημαίνει ο ερευνητής Γιώργος Γλούφτσιος.

Η αυτοματοποιημένη βιομετρική αναγνώριση χρησιμοποιείται ήδη στο πλαίσιο του VIS με βάση τα δακτυλικά αποτυπώματα που συλλέγονται. Το 2019 πραγματοποιήθηκαν 7 εκατομμύρια βιομετρικές αναζητήσεις και πραγματοποιήθηκαν 17 εκατομμύρια βιομετρικοί έλεγχοι ταυτότητας, οι τελευταίοι κυρίως σε συνοριακούς σταθμούς. Στα αεροδρόμια οι αρχές ελέγχουν υπηκόους τρίτων χωρών που ταξιδεύουν στην Ευρώπη στο κατά πόσο τα δακτυλικά τους αποτυπώματα ταυτίζονται με αυτά του ατομικού τους φακέλου στο σύστημα VIS, που έχει δημιουργηθεί υποχρεωτικά πριν από το ταξίδι.  Οι αστυνομικές αρχές μπορούν να ψάξουν στο VIS ώστε να δουν αν κάποιος που έχει κάνει πρωτύτερα αίτηση για βίζα, εμπλέκεται σε κάποια εγκληματική δραστηριότητα.  Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από αρχές ασύλου. 

Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει τις επιφυλάξεις πολιτών και οργανώσεων από την πλευρά της προστασίας των προσωπικών δεδομένων προς τα συστήματα αυτά είναι η διευρυμένη πρόσβαση από υπηρεσίες και ανθρώπους όλων των υπηρεσιών. Μπορεί κάθε χρόνο να δημοσιεύονται στην εφημερίδα της ΕΕ οι υπηρεσίες και αρχές σε κάθε χώρα που δικαιούνται πρόσβαση, ωστόσο αυτό από μόνο του δεν αρκεί, μιας και είναι χαοτικός ο αριθμός των τελικών χρηστών (endusers) που δύναται να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα ατόμων. Για παράδειγμα, στο σύστημα VIS πρόσβαση να εισάγουν, τροποποιήσουν, διαγράψουν δεδομένα έχουν συνολικά 116 εθνικές υπηρεσίες και αρχές, μεταξύ των οποίων και αρχές επιβολής του νόμου, ενώ οι τελικοί χρήστες αγγίζουν τον αστρονομικό αριθμό των 458.000 υπαλλήλων που έχουν πρόσβαση σε ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα.

 

3.Eurodac

To Ευρωπαϊκό σύστημα για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων των αιτούντων άσυλο (EURODAC) τέθηκε σε λειτουργία το 2003, ως το πρώτο σύστημα πληροφορικής που επιτρέπει την αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε βάση δεδομένων σε επίπεδο ΕΕ. Σκοπός του συστήματος ήταν να καταστήσει ευκολότερο για τις χώρες της ΕΕ να προσδιορίζουν την ευθύνη εξέτασης μιας αίτησης ασύλου, αντιπαραβάλλοντας τα δακτυλικά αποτυπώματα των αιτούντων άσυλο και υπηκόων τρίτων χωρών/χωρών εκτός του ΕΟΧ με μια κεντρική βάση δεδομένων. Επιπλέον σκοπός ήταν να παρέχει τη δυνατότητα στις αρχές επιβολής του νόμου, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, να πραγματοποιούν αναζητήσεις στο Eurodac για τη διερεύνηση, εξακρίβωση και πρόληψη τρομοκρατικών ή σοβαρών αξιόποινων πράξεων.  Ως τώρα αποθηκεύει μόνο βιομετρικά χαρακτηριστικά. Ως τώρα δεν αποθήκευε καν το όνομα κάποιου. Όταν ένας αιτών άσυλο ή υπήκοος τρίτης χώρας/χώρας εκτός του ΕΟΧ βρίσκεται παρανόμως σε χώρα της ΕΕ, τότε η χώρα της ΕΕ μπορεί να συμβουλευτεί το Eurodac για να διαπιστώσει αν το άτομο έχει υποβάλει προηγουμένως αίτηση ασύλου σε μια χώρα της ΕΕ ή έχει ήδη συλληφθεί ενώ προσπαθούσε να εισέλθει παρανόμως στην ΕΕ. 

Το EURODAC βρίσκεται επί του παρόντος υπό διαδικασία αναθεώρησης. Οι προτεινόμενες αναθεωρήσεις προβλέπουν την αλληλεπίδραση του EURODAC με άλλα συστήματα πληροφορικής της ΕΕ στις διαδικασίες ασύλου, επιστροφής και επανεγκατάστασης. Σε αυτό το πλαίσιο, το EURODAC θα χρησιμοποιηθεί, μεταξύ άλλων, για τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών και τον εντοπισμό δευτερευουσών μετακινήσεων υπηκόων τρίτων χωρών σε παράτυπη κατάσταση. 

Ωστόσο, οι αριθμοί δείχνουν ότι η συλλογή και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων υπηκόων τρίτων χωρών ή απάτριδων που διαπιστώθηκε ότι διαμένουν παράτυπα σε ένα κράτος μέλος είναι επίσης κοινή πρακτική. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη διαβίβασαν συνολικά 644.926 σετ δακτυλικών αποτυπωμάτων στο EURODAC το 2020. Από αυτά, το 62% αντιπροσωπεύει σύνολα δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων αιτούντων διεθνή προστασία, το 25% αντιπροσωπεύει δακτυλικά αποτυπώματα υπηκόου τρίτης χώρας ή ανιθαγενούς με παράνομη διαμονή στην επικράτεια ενός κράτους-μέλους ενώ το 13% αναφέρεται σε δακτυλικά αποτυπώματα υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος που βρέθηκε να διασχίζει παράνομα τα εξωτερικά σύνορα. 

Η νέα πρόταση, εάν εγκριθεί, θα εισαγάγει μια υποχρεωτική απαίτηση συλλογής και αποθήκευσης δακτυλικών αποτυπωμάτων υπηκόων τρίτων χωρών ή απάτριδων που διαπιστώθηκε ότι διαμένουν παράτυπα στην επικράτεια της Ευρώπης. Επιπλέον, ο όγκος των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται θα αυξηθεί ριζικά . Οι προτεινόμενες διατάξεις θα επιτρέψουν τη συλλογή μιας μεγάλης ποικιλίας βιογραφικών και βιομετρικών πληροφοριών πέραν αυτών που έχουν ήδη συλλεχθεί, όπως εικόνες προσώπων, ονόματα, ημερομηνία και τόπος γέννησης, εθνικότητα και άλλα.  

 Τα σχεδόν 6 εκ. αποτυπώματα που έχουν σωρευτει στη EURODAC στο τέλος του 2020 δεν ανήκουν αποκλειστικά σε αιτούντες ασύλου, αλλά και σε μετανάστες που τα κράτη υποδοχής έχουν κατατάξει στην κατηγορία της «παράτυπης διέλευσης συνόρων», οι οποίοι δεν δικαιούνται πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου. Μπορεί στις 31/12/2020 που έγινε η καταγραφή να φαίνεται ότι αντιστοιχούσαν μόλις σε σχεδόν 155.000 (ποσοστό 3%), ωστόσο, τα δακτυλικά της εν λόγω κατηγορίας σβήνονται αυτόματα από τη βάση δεδομένων μετά από 18 μήνες, σε αντίθεση με εκείνα των αιτούντων άσυλο που αποθηκεύονται για 10 χρόνια. Για παράδειγμα, το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος του 2016 ήταν 13%. Σημειωτέον, δε, ότι από τον Ιούλιο του 2015 πρόσβαση στη βάση της EURODAC έχουν και οι αστυνομικές υπηρεσίες των χωρών και η Europol στο όνομα της πρόληψης και έρευνας αδικημάτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία και τα σοβαρά εγκλήματα.  

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πώς η Γερμανία, αν και δεν αποτελεί χώρα πρώτης υποδοχής, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, εντούτοις εμφανίζεται να σωρεύει τη μεγάλη πλειονότητα των βιομετρικών στοιχείων μεταξύ των 32 χωρών της Σεγκέν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών που ήρθαν ειδικά με την προσφυγική κρίση του 2015 στην Ευρώπη, έκαναν για πρώτη φορά αίτηση ασύλου στη Γερμανία, και όχι στις χώρες που βρίσκονται στα σημεία εισόδου των ευρωπαϊκών συνόρων. Στην κατάταξη αποθήκευσης βιομετρικών, μετά τη Γερμανία, ακολουθούν η Γαλλία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Σερβία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ισπανία.

Εντύπωση προκαλεί ακόμη η “πρωτιά” της Ελλάδας μεταξύ των 32 χωρών στη συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων μεταναστών που δεν δικαιούνται πρόσβαση στο άσυλο, τα οποία αγγίζουν τις 56.000 (το ⅓ δηλαδή του συνόλου αυτής της κατηγορίας στη EURODAC) σε σύνολο 331.609 αποτυπωμάτων που είχε καταχωρήσει η Ελλάδα στο τέλος του 2020. Η αξιοπρόσεκτη ελληνική πρωτιά συνδέεται με την ίδια τη διαδικασία καταγραφής δεδομένων και screening στα ελληνικά κέντρα υποδοχής των μεταναστών, που εισέρχονται στη χώρα.

Το πρώτο επίσημο στάδιο καταγραφής, επάλληλα με τον έλεγχο των σχετικών εγγράφων που ενδεχομένως να φέρει το άτομο (διαβατήριο, ταυτότητα, άλλα έγγραφα) είναι η εξέταση/συνέντευξη/ανάκριση από προσωπικό είτε της Ελληνικής Αστυνομίας, είτε της FRONTEX, το λεγόμενο screening. «Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι η ”διακρίβωση” της ταυτότητας του ατόμου, δηλαδή στοιχείων όπως ηλικία, εθνικότητα, τόπος καταγωγής, οικογενειακές σχέσεις και γίνεται σε συνεργασία με μεταφραστές της FRONTEX» μας λέει ο Βασίλης Βλάσσης, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Πληροφορικής της Κοπεγχάγης πάνω σε θέματα τεχνολογιών ελέγχου και επιτήρησης, ο οποίος έχει κάνει επιτόπια μελέτη πάνω στις διαδικασίες ασύλου και screening στα κέντρα υποδοχής στη Χίο και τη Λέσβο. «Σε συνεντεύξεις που έκανα», συνεχίζει, «με άτομα που ήταν screeners στη ΒΙΑΛ, στη Χίο, προέκυψαν πως εξετάζονται πλήθος στοιχείων, ομιλία, προφορά, ορθογραφία, ρούχα, κοσμήματα, εννοείται φωτογραφίες σε κινητά κλπ, όλα εξετάζονται  και συνυπολογίζονται στο συμπέρασμα που θα βγάλει ο screener: «”ξέρω ότι οι Σύριοι γράφουν έτσι το Μοχάμαντ και ποτέ έτσι, ενώ οι Μαροκινοί το γράφουν έτσι, αλλά ποτέ έτσι” μου έλεγαν. Ένστικτο, προαίσθηση διαδραματίζουν και αυτά το ρόλο τους. Κάποιες φορές, με το που περνάνε την πόρτα, έχεις αμέσως μια γνώμη, και μετά ψάχνεις να την επικυρώσειςμου είχε πει επίσης κάποιος ελεγκτής» αφηγείται ο Βλάσσης. Συμπερασματικα, ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα δεδομένα παίρνουν μορφή είναι πολυπαραγοντικός και έχει έντονα στοιχεία επιτελεστικότητας, εντούτοις μπορεί να επηρεάσουν καθοριστικά το μέλλον του μετανάστη ο οποίος θα ενταχθεί στη EURODAC. «Ο ίδιος ο συντονιστής της αποστολής της FRONTEX στα Ελληνικά νησιά το 2016, μου είχε πει χαρακτηριστικά: “το αποτέλεσμα του screening δεν συνιστά ένα επιστημονικό γεγονός. Είναι μια υπόθεση εργασίας, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε και αυτό με το οποίο δουλεύουμε “», καταλήγει ο Βλάσσης.

 

4. EES (European Entry/Exit System)

Ιδρύθηκε το 2017 και αναμένεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία τον Μάιο του 2022. Συγκεντρώνει δεδομένα όλων των υπηκόων τρίτων χωρών ανεξαρτήτως αν πρέπει να κάνουν αίτηση για βίζα ή όχι. Καταγράφει και αποθηκεύει την ημερομηνία, την ώρα και τον τόπο εισόδου και εξόδου των κατόχων βίζας βραχείας διαμονής και των ταξιδιωτών που απαλλάσσονται από την υποχρέωση θεώρησης ενώ διασχίζουν τα σύνορά της ΕΕ. Το σύστημα στοχεύει στην αντικατάσταση της διαδικασίας της σφραγίδας διαβατηρίου, επιτρέποντας την επεξεργασία βιομετρικών δεδομένων ατόμων. Θα καταγράφει επίσης της διάρκεια της διαμονής κάποιου ενώ θα δημιουργηθούν αυτοματοποιημένες ειδοποιήσεις για καταστάσεις «υπερδιάρκους διαμονής» κάποιου σε μια χώρα! Οι εθνικές αρχές επιβολής του νόμου και η Europol θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτή τη βάση.

 

5. ETIAS (Εuropean Travel Information and Authorisation System)

Δημιουργήθηκε το 2018 και ο στόχος είναι να τεθεί πλήρως σε λειτουργία τον Δεκέμβριο του 2022. Σύμφωνα με τις διακηρύξεις της ΕΕ, πρόκειται «για ένα σε μεγάλο βαθμό αυτοματοποιημένο σύστημα πληροφορικής που θα δημιουργηθεί για να εντοπίζει την ασφάλεια, την παράτυπη μετανάστευση ή τους υψηλούς κινδύνους επιδημίας που ενέχουν οι επισκέπτες που ταξιδεύουν στα κράτη Σένγκεν που δεν έχουν υποχρέωση θεώρησης βίζας. […]Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που δεν χρειάζονται βίζα για να ταξιδέψουν στον χώρο Σένγκεν θα πρέπει να υποβάλουν αίτηση για άδεια ταξιδιού μέσω του συστήματος ETIAS πριν από το ταξίδι τους».  Αποτελεί ακόμα ένα παράδειγμα για το ότι η ΕΕ αντιμετωπίζει τα άτομα που σχεδιάζουν να ταξιδέψουν στην Ευρώπη ως παράγοντες κινδύνου. Δε θα αποθηκεύει κανένα είδος βιομετρικών πληροφοριών. Ωστόσο, θα συλλεχθούν διαφορετικές κατηγορίες δεδομένων, όπως το επώνυμο, η εθνικότητα, η χώρα και η πόλη διαμονής του αιτούντος, η διεύθυνση κατοικίας, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ο αριθμός τηλεφώνου, η εκπαιδευτική κατάσταση (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, ανώτερη ή μη).  Στην πράξη το σύστημα ETIAS θα λειτουργεί περίπου όπως το σύστημα ESTA στις Η.Π.Α. 

 

6. ΕCRIS-TCN (The European Criminal Records Information System that concerns Third Country Nationals)

Τo ΕCRIS δημιουργήθηκε αρχικά το 2012. Επιτρέπει την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών όσον αφορά ποινικές καταδίκες στην ΕΕ. Οι περισσότερες από τις πληροφορίες που ανταλλάσσονταν αφορούσαν ευρωπαίους πολίτες Το αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου θα περιλαμβάνει πλέον κεντρική βάση δεδομένων με πληροφορίες για τις καταδίκες υπηκόων τρίτων χωρών και ανιθαγενών (ECRIS-TCN) και αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία εντός του 2022. Τόσο τα βιογραφικά όσο και τα βιομετρικά δεδομένα καταδικασμένων υπηκόων τρίτων χωρών, απάτριδων και πολιτών της ΕΕ που έχουν υπηκοότητα τρίτης χώρας και έχουν καταδικαστεί σε κράτος-μέλος αποθηκεύονται στο πλαίσιο του ECRIS-TCN. Αυτά τα δεδομένα περιλαμβάνουν κατηγορίες όπως πλήρη ονόματα, τόπο και ημερομηνία γέννησης, εθνικότητα, φύλο, αριθμούς ταυτότητας, καθώς και δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχουν συλλεχθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους-μέλους κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Οι εικόνες προσώπων των καταδικασθέντων θα αποθηκευτούν επίσης στο σύστημα, εάν η νομοθεσία του κράτους μέλους καταδίκης επιτρέπει τη συλλογή και αποθήκευση εικόνων προσώπων των καταδικασθέντων. Η βάση δεδομένων θα είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο και οι αρχές θα μπορούν εύκολα να πραγματοποιούν αναζήτηση με μηχανισμό αναζήτησης θετικού/αρνητικού αποτελέσματος: το θετικό αποτέλεσμα αναζήτησης θα προσδιορίζει τα κράτη μέλη από τα οποία μπορούν να ληφθούν πλήρεις πληροφορίες ποινικού μητρώου για συγκεκριμένο πρόσωπο.

Το ECRIS χρησιμοποιείτο περίπου 3 εκατομμύρια φορές τον χρόνο για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με προηγούμενες ποινικές καταδίκες. Στο 30% περίπου των περιπτώσεων στις οποίες ζητούνται πληροφορίες ποινικού μητρώου δίνεται θετική απάντηση. 

Σύμφωνα με την Επιτροπή Meijers, μια ομάδα καθηγητών Νομικής, ερευνητών, δικαστών και δικηγόρων που εργάζονται για να διασφαλίσουν ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία σέβεται το κράτος δικαίου και εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα για όλους, ο κανονισμός του ECRIS-TCN είναι το πρώτο ευρωπαϊκό νομοθέτημα που αντιμετωπίζει ως πολίτες τρίτης χώρας ευρωπαίους πολίτες που έχουν ιθαγένεια και σε τρίτη χώρα.  

 

Διαλειτουργικότητα συστημάτων 

Οι σέρβερ όλων αυτών των συστημάτων βρίσκονται στο Στρασβούργο. Εκεί οι σέρβερ διαχειρίζονται από την υπηρεσία ΕU-Lisa. Όταν σκεφτόμαστε για συνοριακούς ελέγχους και ελέγχους κινητικότητας συνήθως το μυαλό μας πάει στη Frontex, αλλά αυτή δεν είναι ο κύριος παίχτης οσον αφορά αυτές τις βάσεις δεδομένων. Η ΕU-Lisa, δηλαδή ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη Λειτουργική Διαχείριση Συστημάτων  Μεγάλης Κλίμακας στον Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης, λειτουργεί από το 2012, έχει έδρα το Ταλίν της Εσθονίας αλλά το επιχειρησιακό της κέντρο είναι στο Στρασβούργο. Εχει συντονίσει τη δοκιμή του πιλοτικού σχεδίου «Έξυπνα Σύνορα» και τις μετέπειτα ενέργειες, την ανάλυση των αποτελεσμάτων και την υποβολή εκθέσεων για το σχέδιο αυτό, σε στενή συνεργασία με τις συμμετέχουσες χώρες της ΕΕ και τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. O οργανισμός eu-LISA είναι υπεύθυνος για την επιχειρησιακή διαχείριση των συστημάτων  EURODAC, SIS II, VIS και Entry-ExitSystem, διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια των πληροφοριών και την προστασία των δεδομένων. 

Το 2019, η ΕΕ εξέδωσε δύο κανονισμούς που θέτουν σε εφαρμογή ένα νομικό πλαίσιο που επιβάλλει τη διαλειτουργικότητα 6 από τις βάσεις δεδομένων που περιγράφονται παραπάνω. (VIS, SIS II, Eurodac, Entry-Exit System, ECRIS-TCN και ETIAS). Ο στόχος είναι να εφαρμοστεί το γενικό σύστημα διασύνδεσης δεδομένων ως το τέλος του 2023. 

Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να παρουσιάσει τη διαλειτουργικότητα ως μια φυσική εξέλιξη στην πράξη αυτό δεν ισχύει, καθώς πολλές από τις υφιστάμενες βάσεις δεν είναι ακόμη πλήρως λειτουργικές.

 

«Σημείο χωρίς επιστροφή» 

Σύμφωνα με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, η απόφαση του νομοθέτη της ΕΕ να καταστήσει τα παραπάνω συστήματα διαλειτουργικά, θα σήμαινε ένα «σημείο χωρίς επιστροφή», με βαθιές επιπτώσεις στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των ατόμων που εισέρχονται στην ΕΕ καθώς μια νέα κεντρική βάση δεδομένων που θα περιέχει πληροφορίες για εκατομμύρια υπηκόους τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των βιομετρικών τους δεδομένων, θα διαθέτει νέα βελτιωμένη πρόσβαση σε συστήματα πληροφοριών. 

Τέσσερις ακόμη πλατφόρμες συλλογής δεδομένων σε ολόκληρη την ΕΕ θα τεθούν σε λειτουργία ή σχεδιάζεται να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής τους τα επόμενα δύο χρόνια. Η ευρωπαϊκή πύλη αναζήτησης (ESP) θα δίνει τη δυνατότητα στις αρμόδιες εθνικές αρχές και στις αρχές της ΕΕ, όταν δεν είναι σε θέση να ταυτοποιήσουν ένα άτομο ή έχουν αμφιβολίες σχετικά με την ταυτότητα που παρέχεται, να μπορούν να ξεκινήσουν ένα ερώτημα υποβάλλοντας βιογραφικά ή βιομετρικά δεδομένα στο ESP, το οποίο θα αναζητά ταυτόχρονα στις 6 βάσεις δεδομένων. Η Υπηρεσία Βιομετρικής Αντιστοίχισης θα δημιουργήσει και θα αποθηκεύσει πρότυπα από όλα τα βιομετρικά δεδομένα που καταγράφονται στα υποκείμενα συστήματα. Το Common ID Repository (CIR) θα αποθηκεύει ένα μεμονωμένο αρχείο για κάθε άτομο που είναι εγγεγραμμένο στα συστήματα, το οποίο θα περιέχει βιομετρικά και βιογραφικά δεδομένα και, τέλος, ο Ανιχνευτής πολλαπλών ταυτοτήτων θα μπορεί να διασταυρώνει τις ταυτότητες σε όλα τα συστήματα. 

Open Image Modal
Γραφική αναπαράσταση της συλλογής δεδομένων στο Common ID Repository (CIR).
MIIR

Όπως αναφέρεται στην έκθεση Technological Testing Grounds του δικτύου EDRI και του Refugee LawLab με συγγραφέα την Πέτρα Μόλναρ, αυτό το ενιαίο πλαίσιο διαλειτουργικότητας παρέχει μια ευνοϊκή υποδομή για πολλές αυτοματοποιημένες διαδικασίες λήψεις αποφάσεων που θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινα δικαιώματα. Και ο διευθυντής της οργάνωσης Statewach, Κρις Τζόουνς, συγγραφέας της έκθεσης Automated Suspicion: The EU’s new travel surveillance initiatives, δήλωσε πως: «Ο ενθουσιασμός μεταξύ των αξιωματούχων της ΕΕ και των κρατών μελών για τη χρήση νέων τεχνικών και εργαλείων σε ανυποψίαστους ταξιδιώτες είναι ανησυχητικός, δεδομένου ότι αυξάνουν τον κίνδυνο διακρίσεων, μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω λάθη στη λήψη αποφάσεων και θα παραδώσουν περισσότερα προσωπικά δεδομένα στις κυβερνήσεις. Οι άνθρωποι θα πρέπει να σκεφτούν περισσότερο πώς συμπεριφέρονται οι κυβερνήσεις τους στους αλλοδαπούς – διαφορετικά και αυτοί μπορεί να αντιμετωπιστούν ως ύποπτοι και όχι ως πολίτες».

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι απουσιάζει πλήρως η εκτίμηση αντικτύπου επιπτώσεων από τον νομοθέτη για την πρόσκρουση που θα έχουν τα νέα διαλειτουργικά συστήματα στα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς και στους πόρους και το πεδίο εφαρμογής των ανεξάρτητων αρχών που ελέγχουν τα συστήματα αυτά και τα κρατούν υπόλογα.

Μία από τις παγίδες της τεχνολογικής ανάπτυξης είναι ότι τείνουμε να πιστεύουμε ότι θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα και θα βοηθήσει στην επίτευξη των στόχων για τους οποίους σχεδιάστηκε. Πολύ συχνά, αυτό δεν συμβαίνει. Ένα πρώτο μεγάλο ζήτημα που αναδύεται έχει να κάνει με την ποιότητα των δεδομένων που εισάγονται σε ορισμένες από τις προαναφερθείσες βάσεις δεδομένων τις οποίες παρουσιάσαμε. «Για παράδειγμα, σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με την ποιότητα των δεδομένων που εισάγονται στο Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν. Και η ποιότητα εδώ μπορεί να αναφέρεται τόσο σε βιομετρικά δεδομένα όσο και σε αλφαριθμητικά δεδομένα. Για παράδειγμα, μπορεί να συμβεί ένας αστυνομικός σε ένα κράτος μέλος να γράψει λάθος το όνομα ενός καταζητούμενου κατά την εισαγωγή μιας ειδοποίησης στο σύστημα ή να εισάγει το όνομα ενός ατόμου στο πεδίο δεδομένων που είναι αφιερωμένο στα επώνυμα» αναφέρει ο ερευνητής Γιώργος Γλούφτσιος. Εάν ένα άτομο είναι εγγεγραμμένο σε μια βάση δεδομένων με ανορθόγραφο όνομα ή με άλλα δεδομένα κακής ποιότητας, μπορεί να προκύψουν δύο προβλήματα. Το πρώτο αφορά τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα: καταζητούμενα ή ύποπτα άτομα δεν αναγνωρίζονται από το σύστημα απλώς και μόνο επειδή τα ονόματά τους δεν έχουν αποθηκευτεί σωστά στη βάση δεδομένων. Το άλλο πρόβλημα είναι όταν έχουμε ψευδώς θετικά αποτελέσματα. Αυτό ουσιαστικά αναφέρεται στην εσφαλμένη ταυτοποίηση ενός ατόμου. Για παράδειγμα κάποιος/α ελέγχεται από την αστυνομία για οποιονδήποτε λόγο και κατά λάθος το όνομά του/της μοιάζει πολύ ή το ίδιο με μια ειδοποίηση (alert) κακής ποιότητας που είναι αποθηκευμένη σε ένα σύστημα. Σε αυτήν την περίπτωση, μπορεί να αντιμετωπίσει πρόβλημα ακριβώς επειδή το σύστημα τον/την προσδιορίζει εσφαλμένα ως καταζητούμενο άτομο. 

«Πιστεύω ότι τρία είναι τα κύρια προβλήματα όσον αφορά την ακρίβεια των τεχνολογιών που εφαρμόζονται για την ασφάλεια των συνόρων. Πρώτον, κακή ποιότητα δεδομένων. Δεύτερον, έλλειψη πληρότητας δεδομένων. Και τρίτον, και αυτό αφορά περισσότερο τις μελλοντικές εξελίξεις, τα μεροληπτικά δεδομένα και τις δυνητικά μεροληπτικές αποφάσεις ασφαλείας» επισημαίνει ο Γιώργος Γλούφτσιος. 


-Στο δεύτερο μέρος της έρευνας παρουσιάζονται τα συστήματα PNR και EuroSur, αναλύεται η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική επιτήρησης και οι κίνδυνοι για ευάλωτους πληθυσμούς, για τους ανθρώπους σε κίνηση, είτε είναι μετανάστες, πρόσφυγες είτε και πολίτες της ΕΕ.

-Στο τρίτο μέρος της έρευνας το MIIR αποκαλύπτει:
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τεχνητής νοημοσύνης και αλγοριθμικών συστημάτων στο νέο καθεστώς ελέγχου κινητικότητας και ποιες είναι οι ιδιωτικές εταιρείες- εργολάβοι που τα κατασκευάζουν και τα προωθούν στην ΕΕ.

 

* Quote from the “Technological Testing Grounds, Migration Management Experiments and Reflections from the Ground Up” (ΕDRi, refugee law lab, November 2020, author Petra Molnar)

*Αυτό το άρθρο έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο του project Panelfit, που υποστηρίζεται από το πρόγραμμα Horizon 2020 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (συμφωνία επιχορήγησης αρ. 788039). Η Επιτροπή δεν συμμετείχε στην παραγωγή του άρθρου και δεν είναι υπεύθυνη για το περιεχόμενό του. Το άρθρο αποτελεί μέρος της ανεξάρτητης δημοσιογραφικής παραγωγής του Ευρωπαϊκού Δικτύου Δημοσιογραφίας Δεδομένων (EDJNet).