Το Παλαιστινιακό ζήτημα διαρκεί περισσότερο από ένα αιώνα και στο διάστημα αυτό έχει επηρεαστεί από τις διεθνείς και περιφερειακές αλλαγές, που έχουν επέλθει. Πρόκειται για ένα περίπλοκο διεθνές πρόβλημα, το οποίο παραμένει σημαντικό, εφ΄όσον αποτελεί μία σοβαρή εστία σύγκρουσης και αστάθειας, η οποία επηρεάζει με πολλούς τρόπους τα γειτονικά κράτη αλλά και επηρεάζεται από αυτά, όπως και από την πολιτική των μεγάλων δυνάμεων, πρωτίστως των ΗΠΑ. Παρά τις αλλαγές που έχουν γίνει, η ουσία του Παλαιστινιακού προβλήματος παραμένει απαράλλακτη και μπορεί να συνοψιστεί στην σύγκρουση δύο εθνικισμών, του εβραϊκού και του αραβικού, για την κατοχή της ίδιας γής. Αυτή η αδιάκοπη πάλη, που σημαδεύτηκε από πολέμους και βία, οδήγησε στην δημιουργία του ισραηλινού κράτους, στην σταδιακή ενίσχυση του με την δημιουργία μία στρατηγικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ, όπως επίσης και στην συνεχή εδαφική του επέκταση, κατ΄αρχήν με τον πόλεμο του 1967 και στην συνέχεια με τον συστηματικό –πλήν παράνομο- εποικισμό των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών.
Με αυτά τα δεδομένα, η ειρηνευτική διαδικασία της Μαδρίτης, που οδήγησε στις Συμφωνίες του Όσλο το 1993, στηρίχθηκε στην αρχή «γή έναντι ειρήνης», δηλαδή την επιστροφή των κατεχομένων εδαφών στους Παλαιστίνιους και την δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, με αντάλλαγμα την ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων αλλά και με τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο. Η συμφωνία του Όσλο, όμως, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς οι αντιλήψεις των δύο πλευρών σχετικά με το μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος είχαν τεράστια απόκλιση και οι Ηνωμένες Πολιτείες που αποδέχονταν μέν την απόφαση 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας για απόσυρση των ισραηλινών στρατευμάτων στα πρό του πολέμου του 1967 σύνορα του Ισραήλ, δεν άσκησαν πιέσεις για την εφαρμογή της.
Η άνοδος του Ντόναλντ Τράμπ στο προεδρικό αξίωμα, σηματοδότησε μία ριζική στροφή στην συνολική μεσανατολική πολιτική των ΗΠΑ, και επομένως και στο Παλαιστινιακό, στα πλαίσια της οποίας εντάσσεται και η πλήρης υιοθέτηση των ισραηλινών θέσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα απετέλεσε η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως αιώνιας και αδιαίρετης πρωτεύουσας του εβραϊκού κράτους, όπως επίσης και η μετακίνηση της αμερικανικής πολιτικής από την διαπραγματευτική αρχή «γή έναντι ειρήνης», στην αρχή «ευημερία έναντι ειρήνης», η οποία αποτυπώνεται στο σχέδιο του για το Παλαιστινιακό, το οποίο ο ίδιος χαρακτήρισε «Συμφωνία του αιώνα».
Ένα μέρος της «Συμφωνίας του αιώνα» αποκαλύφθηκε τον Ιούνιο του 2019 από τον Τζάρεντ Κούσνερ, και αφορούσε την συγκέντρωση πενήντα δισεκατομμυρίων δολλαρίων, τα οποία θα χρησιμοποιούνταν για την οικονομική ανάπτυξη των Παλαιστινίων και των υπόλοιπων χωρών της περιοχής, ανάπτυξη που «θα δημιουργούσε ένα λαμπρό μέλλον για τους Παλαιστίνιους». Το πολιτικό σκέλος της «Συμφωνίας του αιώνα» δεν αποκαλύφθηκε, δεδομένου ότι το Ισραήλ βρισκόταν σε νέα προεκλογική περίοδο, ώστε να μην επηρεάσει τις πολιτικές ζυμώσεις στην χώρα. Ωστόσο, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπέντζαμιν Νετανιάχου είχε δηλώσει ότι εάν εκλεγεί θα προσαρτήσει ισραηλινούς οικισμούς στα παλαιστινιακά εδάφη και ο πρόεδρος Τράμπ έσπευσε να δηλώσει ότι θα αναγνωρίσει την προσάρτηση. Επίσης, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός είχε δηλώσει ότι δεν θα αποδεχθεί παρά «ένα παλαιστινιακό κράτος μειωμένων αρμοδιοτήτων» (“a state minus”).
Σήμερα, το Ισραήλ προετοιμάζεται για την τρίτη προσφυγή στις κάλπες μέσα σε έναν χρόνο, που θα γίνει στις 2 Μαρτίου. Παρά ταύτα, στις 28 Ιανουαρίου, ο πρόεδρος Τράμπ παρουσίασε το πολιτικό σκέλος του σχεδίου του για την Παλαιστίνη, που προβλέπει, σε γενικές γραμμές, τα εξής:
Θα υπάρχουν δύο κράτη, με ισραηλινή πρωτεύουσα την παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, -όπου όμως βρίσκεται ο τρίτος ιερότερος τόπος του Ισλάμ- ενώ οι Παλαιστίνιοι θα έχουν ως πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Τα εδάφη των Παλαιστινίων θα διπλασιαστούν και θα είναι συνεχόμενα, ενώ κανένας Παλαιστίνιος ή Εβραίος δεν θα φύγει από το σπίτι του.
Οι Παλαιστίνιοι θα έχουν στη διάθεσή τους 50 δισ. για επενδύσεις στο νέο τους κράτος.
Οι Παλαιστίνιοι θα έχουν στη διάθεσή τους τέσσερα χρόνια (θα παγώσουν οι εποικισμοί) για να λάβουν τις αποφάσεις τους.
Οι Παλαιστίνιοι θα έχουν μελλοντικά ένα ισχυρό κράτος, εφόσον αποκηρύξουν την τρομοκρατία.
Αν και η διατύπωση συσκοτίζει την πραγματικότητα, οι δηλώσεις Τράμπ και Νετανιάχου είναι διαφωτιστικές. Ο Αμερικανός πρόεδρος τόνισε ότι το σχέδιο δεν θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του Ισραήλ, από το οποίο «δεν μπορεί να ζητηθούν συμβιβασμοί στο θέμα αυτό». Ο Ισραηλινός πρωθυπουργός, δήλωσε ότι: οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να αναγνωρίσουν το Ισραήλ ως Εβραϊκό Κράτος, το Ισραήλ θα διατηρήσει τον στρατιωτικό έλεγχο ολόκληρης της κοιλάδας του Ιορδάνη, το πρόβλημα των Παλαιστίνιων προσφύγων πρέπει να λυθεί εκτός του κράτους του Ισραήλ, οι Παλαιστίνιοι θα πρέπει να απέχουν από κάθε μορφής τρομοκρατία [1].
Όπως προκύπτει, πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο στην πραγματικότητα ενταφιάζει κάθε πιθανότητα δημιουργίας ενός κυρίαρχου, συνεκτικού και βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους. Ο ίδιος ο χάρτης που παρουσίασε ο πρόεδρος Τράμπ, δείχνει ακριβώς την δραματική συρρίκνωση των παλαιστινιακών εδαφών και τον κατακερματισμό τους. Όπως συνόψισε εύστοχα το σχέδιο ο Χαγκάι Ελ Αντ, διευθυντής της ισραηλινής ΜΚΟ B’Tselem «αυτό που “προσφέρεται” στους Παλαιστίνιους δεν είναι δικαιώματα και κράτος αλλά ένα μόνιμο Απαρτχάιντ».
Ο Παλαιστίνιος πρόεδρος αρνήθηκε να παραλάβει το κείμενο της «Συμφωνίας του αιώνα» και δήλωσε ότι διακόπτει κάθε συνεργασία με το Ισραήλ σε ζητήματα ασφάλειας, ενώ ο Αραβικός Σύνδεσμος σε έκτακτη συνεδρίαση του την 1η Φεβρουαρίου την απέρριψε.
Τελικά, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός κέρδισε τα πάντα από την Ουάσιγκτον, όμως αυτό άνοιξε τον Ασκό του Αιόλου, γιατί οι Παλαιστίνιοι δεν είναι δυνατόν να παραιτηθούν από τα νόμιμα δικαιώματα τους -ενώ τα μέλη του Αραβικού Συνδέσμου, εκόντα άκοντα, το απέρριψαν- αλλά και γιατί αυτό το απόλυτα μονομερές σχέδιο θα αναζωπυρώσει τον αντιαμερικανισμό και παράλληλα θα ενισχύσει την τζιχαντιστική προπαγάνδα κατά της Δύσης, ανοίγοντας έναν νέο κύκλο τρομοκρατίας και βίας στην περιοχή.
1. Εφημερίδα των Συντακτών, 29/1/2020.