Για να δούμε καλύτερα την κατάσταση, ας πάμε πίσω στα βασικά. Το Πανεπιστήμιο είναι χώρος παιδείας. Εκεί διαμορφώνονται προσωπικότητες που κάποια στιγμή θα βρίσκονται στο τιμόνι της χώρας.
Το ελληνικό Πανεπιστήμιο έχει σίγουρα έντονο παρελθόν: εκεί «έπεσαν χούντες», γεννήθηκαν ιδέες και εκεί γίνεται μέχρι σήμερα διάλογος έντονος. Ιδιαίτερος ήταν ο ρόλος του σε περιόδους όπου δύσκολα θα μπορούσαν να γίνουν ιδεολογικές ζυμώσεις σε μια πλατεία ή ένα μπαρ.
Δεν νομίζω όμως πως τώρα δα δεν μας επιτρέπεται να εκφράζουμε τις απόψεις μας όπου θέλουμε. Η έλλειψη μέτρου και ο παπαγαλισμός σίγουρα βλάπτουν: ελεύθεροι είμαστε να συζητήσουμε ο,τι, όπου και με όποιον θέλουμε.
Σε καμία «χούντα» δεν μπορεί να βγει κανείς και να δηλώσει ότι «έχουμε χούντα και κρατική καταστολή». Υποβαθμίζουμε με τη χρήση της λέξης και τις πραγματικές χούντες που υπήρξαν στη χώρα.
Βέβαια οι χειρισμοί της κυβέρνησης μαρτυρούν κάποια παράδοξα από την πλευρά της. Δεν γίνεται να αναστέλλεται το δικαίωμα των πολιτών στη διαμαρτυρία και ταυτόχρονα ο κόσμος να συνωστίζεται στα μαγαζιά.
Για να μην πιάσουμε τα συνταγματικά, είναι και θέμα εντυπώσεων. Βέβαια και τα συνταγματικά καλώς να τα πιάσουμε: δεν μας παίρνει να καταστήσουμε τη γνώμη προνόμιο των λίγων, πόσο μάλλον σε μια εποχή με κίνδυνο για έλλειμα δημοκρατίας, λόγω πανδημίας.
Είναι βέβαια λογικό να υπάρχει μια κάπως αδιάφορη στάση στην κυβέρνηση για τα ολισθήματά τους, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικά η αντιπολίτευση αδυνατεί να εισπράξει την κυβερνητική φθορά.
Παραδοσιακά όσο περνάει ο χρόνος από τις εκλογές τόσο «αδυνατίζουν» τα ποσοστά των κυβερνώντων και «φουσκώνουν» της αντιπολίτευσης.
Πώς όμως να «φουσκώσουν» όταν αυτή αρκείται σε επιχειρήματα μικροπολιτικής και της λείπει ένα σταθερό αφήγημα, το οποίο θα έδινε πνοή στα τωρινά της επιχειρήματα;
Είναι διαφορετικό να επιχειρηματολογεί κανείς με μια στιβαρή ιδέα από πίσω και αλλιώς να κάνει «αντιπολίτευση εβδομάδας» και το βασικό επιχείρημά του να είναι ότι «όταν τα κάνουμε εμείς (Πολάκης) μας σταυρώνατε, ενώ όταν τα κάνει ο ΠΘ (Ικαρία), δεν κουνιέται φύλλο».
Θα έλεγε κανείς ότι η πιο εμπεριστατωμένη αντιπολίτευση αυτή τη στιγμή γίνεται από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά – και συνοδεύεται από ένα «απεταξάμην» προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Κι επιστρέφοντας στον διάλογο για το Πανεπιστήμιο, το επιχείρημα της αντιπολίτευσης είναι ότι «το Πανεπιστήμιο είναι ανοιχτός χώρος εκπαίδευσης».
Καιρός να εκσυγχρονιστούμε λίγο. Αν δεν κάνω λάθος τα Πανεπιστήμια ανήκουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας. Υπάρχει και η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια.
«Κι αν εγώ θέλω να μπω να παρακολοθήσω Συνταγματικό Δίκαιο στη Νομική;». Μα γιατί να μπεις να παρακολουθήσεις μάθημα ή να κάνεις το οτιδήποτε σε ένα Δημόσιο Πανεπιστήμιο; Μπορείς δηλαδή να μπεις να παρακολουθήσεις μαθηματικά αν έτσι θέλεις σε κάποιο Γυμνάσιο ή Λύκειο της χώρας; Για την είσοδο στα Πανεπιστήμια έχουμε το σύστημα εκείνο που ονομάζεται Πανελλήνιες.
Η διαρκής παρουσία αστυνομίας στα Πανεπιστήμια από την άλλη είναι μέτρο ακραίο. Η μόνιμη αστυνομική επιτήρηση δεν ταιριάζει σε ένα χώρο παίδευσης.
Πέραν του γεγονότος ότι δεν εφαρμόζεται ευρέως στο εξωτερικό, δημιουργεί ένα αίσθημα καταστολής που δεν προσιδιάζει στην εκπαιδευτική διαδικασία σε ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος και βαθαίνει το ρήγμα στην κοινωνία.
Η λύση είναι μία – και κάπως «μετριοπαθής» (λείπει από τη χώρα): αρκεί η ελεγχόμενη είσοδος στα Πανεπιστήμια. Δεν είναι μία λύση κοστοβόρα: δεν νομίζω πως ένας κωδικός στο φοιτητικό πάσο απαιτεί κάποιο προηγμένο πληροφοριακό σύστημα.
Δουλειά στο Πανεπιστήμιο έχουν οι φοιτητές του και όσοι συνδράμουν στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αποδεδειγμένα η ζημιά γίνεται από εξωτερικά στοιχεία που δεν έχουν θέση εκεί.
Ελεγχόμενη είσοδος στα Πανεπιστήμια λοιπόν, με τον φοιτητή να μπορεί πλήρως να κυκλοφορεί σε αυτά για να παρακολουθήσει τα μαθήματά του, να πιεί τον καφέ του στο αίθριο, να διαβάσει, να συνδιαλλαγεί.
Βέβαια για την υιοθέτηση της πρότασης αυτής από την κοινωνία απαιτούνται συγκλίσεις. Και οι συγκλίσεις δεν επιτυγχάνονται με ξύλινα λόγια ούτε με φωναχτά εκατέρωθεν, όπως η απόδοση στον καθηγητή Συρίγο ότι υποστήριζε τη χούντα, με απομόνωση δηλώσεων του.
Τους «Συρίγους» της χώρας πρέπει να τους θέλουμε στην πολιτική κι όχι να τους δίνουμε συνεχώς λόγους να αποχωρήσουν από αυτή.
Διακόσια χρόνια μετά το 1821, αν κάτι μας έχει δείξει η πορεία του έθνους είναι ότι αυτό μόνο με συγκλίσεις και όχι «πράσσειν άλογα» προχωρά.
Ο Γιώργος Κίτης είναι τεταρτοετής φοιτητής της Νομικής Αθηνών, συνιδρυτής του think tank WeSolve και Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νέων Νομικών Αθήνας (ELSA Athens).