Ο Κρις Γουίτι, υγειονομικός στην Αγγλία, θυμάται ακόμα την 8η Δεκεμβρίου 2020 και το άγχος που είχε τότε. Ήταν η ημέρα που η Αγγλία έγινε η πρώτη χώρα που θα κυκλοφόρησε ένα εμβόλιο κατά της covid-19, εκείνο της Pfizer/BioNTech. Ήταν η πρώτη ημέρα του εμβολιασμού.
«Το συζητούσαμε και απλά σκεφτόμασταν, τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε εδώ;», είπε σε μια πρόσφατη ομιλία του στο Royal Society of Medicine. Σε μερικούς ανθρώπους, όπως αποδείχθηκε, προκάλεσε αναφυλαξία, μια απειλητική για τη ζωή αλλεργική αντίδραση. Αλλά αυτό είναι σπάνιο. Εμφανίστηκε μόνο μία φορά μεταξύ των 22.000 ατόμων που εμβολιάστηκαν στην κλινική δοκιμή, κάτι που θα μπορούσε να ήταν kai τυχαίο. Μετά από τον εμβολιασμό εκατοντάδων εκατομμυρίων, ξέρουμε ότι το ποσοστό με το οποίο εμφανίζεται είναι πέντε ανά εκατομμύριο.
Οι ειδικοί βρήκαν άμεσα λύση για αυτό. Δεδομένου ότι εάν εκδηλωθεί αυτή η σπάνια παρενέργεια, θα γίνει άμεσα μετά τον εμβολιασμό, αποφασίστηκε ο εμβολιασμένος να μένει για τουλάχιστον 15 λεπτά στο εμβολιαστικό κέντρο για να του παρασχεθεί άμεσα βοήθεια εάν εμφανίσει αλλεργική αντίδραση.
Το θέμα που έχει προκύψει με το εμβόλιο της AstraZeneca είναι διαφορετικό. Μετά από αρκετό διάστημα από τις αρχικές αναφορές, τελικά ακόμα και ο ΕΜΑ (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων) παραδέχτηκε ότι η θρόμβωση είναι μια σπάνια παρενέργεια του εμβολίου του AstraZeneca.
Η έρευνα για το τι προκαλεί αυτούς τους θρόμβους υπήρξε ένα πρωταρχικό παράδειγμα της πρόκλησης που αντιμετωπίζουν οι επιστήμονες: να διαχωρίσουν τα πραγματικά περιστατικά των παρενεργειών των εμβολίων από τα έκτακτα ιατρικά περιστατικά που συμβαίνουν καθημερινά σε εκατομμύρια ανθρώπους (άσχετα με το εμβόλιο). Οι ειδικοί για την ασφάλεια των εμβολίων έχουν δύο τρόπους για να το ξεχωρίσουν αυτό, λέει η Κάθριν Εντουαρτς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Vanderbilt, στο Νάσβιλ του Τενεσί. Μπορούν να συγκρίνουν το ποσοστό αυτής της παρενέργειας σε εμβολιασμένα άτομα με τα «βασικά» ποσοστά τέτοιων περιστατικών ανά τα χρόνια, στους μη εμβολιασμένους. Πόσοι πάθαιναν θρόμβωση πριν τα εμβόλια, για παράδειγμα.
Καθώς οι γιατροί άρχισαν να εξετάζουν πιο εμπεριστατωμένα, διαπίστωσαν κάτι περίεργο για το εμβόλιο της AstraZeneca. Πολλοί ασθενείς με ύποπτους θρόμβους από το εμβόλιο, είχαν ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα αιμοπεταλίων. Τα αιμοπετάλια είναι αυτά που ουσιαστικά είναι υπεύθυνα να σχηματίζουν θρόμβους στο αίμα, αφού σπεύδουν στο σημείο μιας κοπής ή άλλης αιμορραγίας και στόχο έχουν να την σταματήσουν. Έτσι, τα χαμηλά επίπεδα αιμοπεταλίων, συνήθως οδηγούν σε ανεξέλεγκτη αιμορραγία και όχι θρόμβους.
Με αυτές τις νέες πληροφορίες στις φαρέτρα τους, οι ιατρικές αρχές της Βρετανίας έψαξαν τα δεδομένα τους σχετικά με τα εμβολιασμένα άτομα, για τον ασυνήθιστο συνδυασμό θρόμβων και χαμηλό αριθμό αιμοπεταλίων. Βρήκαν τέσσερα κρούσματα ανά εκατομμύριο εμβολιασμένους, ποσοστό πολύ χαμηλότερο από ό, τι στην ΕΕ. Μια εξήγηση είναι ότι η Βρετανία, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, είχε χρησιμοποιήσει το εμβόλιο κυρίως σε ηλικιωμένους. Ο ρυθμός εμφάνισης των θρόμβων στη Βρετανία μειωνόταν σταθερά με την ηλικία. Είναι σημαντικό ότι οι ειδικοί της Βρετανίας διαπίστωσαν ότι οι θρόμβοι εμφανίστηκαν τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Αυτός ο συνδυασμός θρόμβων αίματος και χαμηλού αριθμού αιμοπεταλίων είναι κάτι που οι γιατροί γνωρίζουν πώς να διαγνώσουν και να θεραπεύσουν, λέει η Ζαν Μαρί Κόνορς, αιματολόγος στο Brigham and Women’s Hospital, στη Βοστώνη. Μοιάζει με μια κατάσταση που παρατηρείται σε ορισμένους ανθρώπους στους οποίους χορηγείται ηπαρίνη, ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται ευρέως για τη θεραπεία θρόμβων αίματος. Για άγνωστους λόγους, ορισμένοι άνθρωποι αναπτύσσουν ανοσολογική αντίδραση στην ηπαρίνη, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την πήξη του αίματος σε τέτοιο βαθμό που εξαντλεί τα αιμοπετάλια. Η ίδια αντίδραση φαίνεται να προκαλείται από το εμβόλιο.
Οι ιατρικές εταιρείες σε πολλές χώρες έχουν ήδη εκδώσει οδηγίες προς τους γιατρούς σχετικά με τον τρόπο εντοπισμού και αντιμετώπισης αυτής της σπάνιας αντίδρασης στο εμβόλιο της AstraZeneca. Με επαγρύπνηση και κατάλληλη φροντίδα, οι εξαιρετικά σπάνιοι θάνατοι που μπορεί να προκύψουν από αυτό, θα γίνουν ακόμη πιο σπάνιοι.
Πηγή: Εconomist