Κάθε Πάσχα ορισμένοι απολαμβάνουν μιαν ασαφή «γιορτή αγάπης», η οποία παρεμπιπτόντως τέρπει και τη γεύση.
Άλλοι, πιο «ψαγμένοι» αλλά εκκοσμικευμένοι, βλέπουν στο Πάσχα την Χριστιανική εκδοχή της παγανιστικής ανακύκλωσης της νίκης της ζωής ενάντια στον θάνατο, όπως η άνοιξη νικά τον χειμώνα.
Τέλος, άλλοι που κινούνται στις παρυφές της Εκκλησίας, βλέπουν στην Ανάσταση του Χριστού μια επιβεβαίωση της παντοδυναμίας Του, τον θρίαμβό Του ενάντια στο κακό.
Μέσα στα χρόνια έχω παρατηρήσει ότι ελάχιστοι είναι εκείνοι οι οποίοι έχουν συλλάβει τι πραγματικά σημαίνει το Πάσχα για την ανθρωπότητα. Για να τό κατανοήσουμε αυτό πρέπει να θυμηθούμε την φράση του Αποστόλου Παύλου ότι με την Ανάσταση του Χριστού «καταργείται ο θάνατος, ο έσχατος εχθρός του ανθρώπου».
Ο θάνατος αποδεικνύεται οριακή πρόκληση, αφού καλούμαστε να διαμορφώσουμε μια στάση απέναντι του χωρίς να γνωρίζουμε το μετά, αγνοώντας δηλαδή το ουσιαστικό περιεχόμενο της κατάστασης θανάτου. Είναι η μοναδική πτυχή της ανθρώπινης ζωής για την οποία ισχύει ένα απόλυτο γνωσιολογικό κενό.
Όλες οι στάσεις του ανθρώπου απέναντι σε άλλες πτυχές και φαινόμενα της ζωής επηρεάζονται και διορθώνονται, είτε από το δίπολο ”δοκιμή-λάθος”, είτε από την παρατήρηση των άλλων και την πείρα τους. Με τον θάνατο, όμως, ο άνθρωπος βιώνει ένα «τυφλό παίγνιο», αφού η μεν πείρα όσων πέθαναν δεν μπορεί να κοινολογηθεί, ενώ από την άλλη, όσοι μιλούν γι’ αυτόν δεν έχουν πείρα του.
Κατά την ριζοσπαστική τοποθέτηση του μεγάλου θεολόγου του εικοστού αιώνα π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «μια ”αθανασία ασωμάτων ψυχών” δεν θα έλυνε το ανθρώπινο πρόβλημα... Οι χριστιανοί προσδοκούν κάτι μεγαλύτερο από μια ”φυσική” αθανασία, λαχταρούν μια αιώνια κοινωνία με το Θεό, μια θέωση». Θεμελιώδη συστατικά αυτής της θεολογικής πρότασης αποτελούν α) το αίτημα της αρτιότητας του ανθρώπου (να παραμένει το ανθρώπινο πλάσμα ολοκληρωμένο, δηλαδή ενσώματο, στο διηνεκές) και β) μια σχέση και όχι μια αυτάρκης διατήρηση.
Γράφει χαρακτηριστικά ο θεολόγος Νίκος Ματσούκας: «Ο άνθρωπος πεθαίνει από τη στιγμή που έμαθε πως πεθαίνει. Τον θάνατό του, συνειδητά ή ασυνείδητα, τόν συσχετίζει όχι προς την καταστροφή της βιολογικής του υπόστασης - κάτι τέτοιο τό θεωρεί πολύ φυσικό έτσι κι αλλιώς - αλλά προς την απώλεια του προσώπου του, προς τον εκμηδενισμό της προσωπικής του ζωής», γι’ αυτό «πολλές φορές θυσιάζει τη ζωή του με άμεσες ή έμμεσες ενέργειες του για να εξασφαλίσει μεταθανάτια φήμη και ένα ηρωικό όνομα». Με άλλα λόγια, συνεχίζει, ο βιολογικός θάνατος δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, ενώ αντίθετα «ο προσωπικός εκμηδενισμός αγγίζει τα όρια της μεταφυσικής που ρωτάει για ποιό λόγο ένα πρόσωπο να χάνεται».
Στο σημείο αυτό βρίσκω εξόχως διδακτική και βοηθητική την περίπτωση του γνωστού Ρώσου ασκητή και θεολόγου, αρχιμανδρίτη Σωφρονίου του Έσσεξ, ο οποίος στα γραπτά του έχει αποκαλύψει πολλές πτυχές του προσωπικού του ταξιδιού προς την πίστη. Με αφορμή την τραγική εμπειρία του από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο διακρίνουμε μια βασανιστική υπαρξιακή αγωνία του οσίου Σωφρονίου ενώπιον του θανάτου ως μηδενισμού: «Και ιδού, άνευ οιουδήποτε συλλογισμού, αίφνης εγεννήθη εν τη καρδία μου η σκέψις: Εάν ο άνθρωπος δύναται να πάσχη τοσούτον βαθέως, τότε είναι μέγας ως προς την φύσιν αυτού». Ο άνθρωπος δηλαδή είναι πολύτιμος επειδή είναι μεγάλη η αγωνία του. Στο ζήτημα που μάς απασχολεί εδώ είναι ο θάνατος που αναδεικνύει τη σημασία του προσώπου, ή μάλλον το σπαρακτικό βίωμα του προσώπου έναντι του θανάτου είναι που αποδεικνύει πόσο μεγάλο είναι τελικά αυτό που απειλείται.
Αλλού γράφει ο ίδιος: «η ”μυστική” μνήμη του θανάτου ελευθερώνει». Με την ”μνήμη θανάτου” εδώ εννοεί τη στάση εκείνη που συνειδητά αρνείται τα υποκατάστατα και τις εύκολες ψευδολύσεις μπροστά στο άγχος του θανάτου. Εδώ έχουμε μια πλήρη ανατροπή: η κατ’ εξοχήν δουλεία του ανθρώπου στον κοινό προορισμό, ο θάνατος, να έχει τη δυνατότητα να ελευθερώνει! Αλλά αυτό καθίσταται εφικτό μόνο μέσα από το πρόσωπο του Χριστού.
Η σκέψη ότι ο άνθρωπος είναι πολύτιμος επειδή είναι μεγάλη η αγωνία του, φυσικά δεν είναι αποκλειστικά χριστιανική. Το ξεχωριστό που κομίζει ο Χριστιανισμός έγκειται στο γεγονός ότι εδώ την αγωνία του θανάτου αγκάλιασε ο Ίδιος ο Θεός. Είναι αξιοπρόσεκτο αυτό που γράφει ο Κούλμαν, ότι ο Χριστός έρχεται στον θάνατο με αγωνία, όχι όπως ο Σωκράτης, και επιζητεί στήριξη από τους μαθητές Του. Αισθάνεται εγκαταλελειμμένος από τον Πατέρα Του προς τον Οποίο καταφεύγει με αγωνιώδεις δεήσεις.
Αλλά, και εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά, αναλαμβάνοντας εκούσια την ανθρώπινη μοίρα του θανάτου κατέστησε και τον θάνατο (μαζί με όλη την ανθρώπινη φύση και ζωή) υπαρξιακό «τόπο» του Θεού. Έτσι ώστε, αντίστροφα, να γίνει ο «τόπος»-τρόπος του Θεού (με ό,τι αυτό σημαίνει) κατοικία του ανθρώπου. Επειδή η (άπειρη και αθάνατη) θεότητα μπόρεσε να χωρέσει μέσα στην αφόρητη στενότητα της αγωνίας του θανάτου, και τελικά στον θάνατο τον ίδιο, το αποτέλεσμα ήταν πως η θεότητα εγκαταστάθηκε οριστικά μέσα στην ανθρωπινότητα.
Αλλά γέννησε επίσης και πρόταση ζωής. Έτσι η εμπιστοσύνη που εντέλει έδειξε ο Υιός-Χριστός προς τον Πατέρα Του, και η οποία δικαιώθηκε με την Ανάσταση, γίνεται εικόνα και πρότυπο της εμπιστοσύνης την οποία καλείται να δείξει ο πιστός προς τον Χριστό, δηλαδή προς ένα Θεό που όντως πέθανε ο Ίδιος και αναστήθηκε. Εμπιστοσύνη προσώπου προς Πρόσωπο.
Συνεπώς στη χριστιανική πρόταση ζωής ο πιστός επωφελείται από την Ενανθρώπηση, τον Θάνατο, και την Ανάσταση του Χριστού, για να συνδεθεί μαζί Του προσωπικά, με τρόπο οντολογικό και όχι απλά συναισθηματικό. Ο θάνατος δηλαδή αλλάζει περιεχόμενο και μετατρέπεται σε συνάντηση και κοινωνία με ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο-πηγή κάθε ζωής και κάθε χαράς. Το (αλλιώς ανυπέρβλητο) πρόβλημα του θανάτου μετασχηματίζεται τώρα σε συνάντηση και αδιαμεσολάβητη κοινωνία με το πρόσωπο του Χριστού, γι’ αυτό και η νεκρώσιμη ακολουθία μπορεί να ψάλλει: «Μέσα στο φως, Χριστέ, του προσώπου Σου, και στην γλυκύτητα της ωραιότητός Σου, ανάπαυσέ τον/την ως φιλάνθρωπος».
Με τον τρόπο αυτό νοηματοδοτείται ξανά από την αρχή ολόκληρος ο κόσμος και η ζωή. Έτσι μόνο κατανοεί κανείς εκφράσεις σαν αυτή του σπουδαίου Ρουμάνου θεολόγου π. Δημητρίου Στανιλοάε, ότι με την Ανάσταση του Χριστού «ο χρόνος, από το να είναι ροή προς το θάνατο, κίνηση προς το χωρίς νόημα σκοτάδι, μετατράπηκε τώρα σε κίνηση προς την ανάσταση, μια ολοφώτεινη αποκάλυψη, ένα ατέλειωτο πανηγύρι».