Αρθρο του κ. Λόη Λαμπριανίδη Καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τ. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης, για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Την προηγούμενη εβδομάδα δημοσιοποιήθηκε η Ενδιάμεση Έκθεση του «Σχεδίου Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», που συντάσσουν με εντολή της κυβέρνησης οι καθηγητές Πισσαρίδης, Βαγιανός, Βέττας και Μεγήρ με τη συνδρομή και άλλων 12 επιστημόνων.
Η «Έκθεση» αναμφισβήτητα έχει την εγκυρότητα ενός κειμένου γραμμένου από αξιόλογους επιστήμονες και μάλιστα ο επικεφαλής της είναι κάτοχος Nobel Οικονομίας. Πολύ συνοπτικά, η «Έκθεση» θέτει ως κεντρικό στόχο για την επόμενη δεκαετία την αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, με ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής προσφέροντας περισσότερες ευκαιρίες στα πιο αδύναμα νοικοκυριά∙ μάλιστα ο στόχος είναι ακόμη πιο απαιτητικός καθώς εμφανίζεται να επιδιώκει τη σύγκλιση εισοδημάτων με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά.
Προϋπόθεση για τους συγγραφείς αποτελεί η αύξηση της παραγωγικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Αυτή με τη σειρά της προϋποθέτει έναν περισσότερο αποτελεσματικό δημόσιο τομέα, που στη σημερινή εκδοχή του εμφανίζεται να αποτελεί το σημαντικότερο εμπόδιο στο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, πιο μεγάλες και πιο «έξυπνες» επιχειρήσεις, καλύτερα καταρτισμένο προσωπικό και πολίτες, ένα νέο μοντέλο έρευνας και ανάπτυξης, συμμετοχή των ΑΕΙ στη δια βίου κατάρτιση, άμεση ενίσχυση των ερευνητικών δομών από τον ιδιωτικό τομέα, δημιουργία Εθνικού Οργανισμού Επιστημών με αρμοδιότητα το συντονισμό και την αξιολόγηση της έρευνας, μείωση της παραοικονομίας, αύξηση του ελέγχου των αγορών, απλούστευση του θεσμικού πλαισίου, δημιουργία ειδικών δικαστηρίων οικονομικού αντικειμένου, επανασχεδιασμό του συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας της φερεγγυότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και της προστασίας των νοικοκυριών, αναβάθμιση του ΧΑ ώστε να μειωθεί το κόστος άντλησης μετοχικού κεφαλαίου για τις επιχειρήσεις, παροχή φορολογικών κινήτρων σε όσα νοικοκυριά επενδύουν στο ΧΑ, ενίσχυση των επενδυτικών κεφαλαίων για τις μικρές και καινοτόμες επιχειρήσεις κ.λπ.
Στην «Έκθεση» αξιολογείται θετικά η προσαρμογή μέσω της εσωτερικής υποτίμησης της τελευταίας δεκαετίας (δηλ. η φιλοσοφία της «Έκθεσης» στηρίζεται στη θετική αναγνώριση των μνημονιακών πολιτικών), αν και επισημαίνεται ότι οδήγησε σε αποεπένδυση γιγαντιαίας κλίμακας και δεν συνέβαλε στην ποιοτική αναβάθμιση της ελληνικής παραγωγής. Φυσικά το μόνο ανταγωνιστικό στοιχείο που η προηγούμενη δεκαετία προσέθεσε ήταν το μειωμένο εργατικό κόστος κάτι που συνέβαλε στην εκροή εγκεφάλων (brain drain), στην περαιτέρω δημογραφική παρακμή αλλά και στον περιορισμό των επενδύσεων. Οι συντάκτες της «Έκθεσης» αρνούνται να δουν τη φανερή αυτή σύνδεση.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή τη φάση δημοσιοποιήθηκε μια ημιτελής εκδοχή της «Έκθεσης» καθώς σε τρία κεφάλαια, το καθένα εκ των οποίων είναι εξαιρετικά σημαντικό, αναφέρονται μόνο οι τίτλοι, χωρίς περιεχόμενο, ήτοι: Άξονες Αναπτυξιακής Πολιτικής, Χρηματοδότηση του Σχεδίου Ανάπτυξης, Διακυβέρνηση του Σχεδίου Ανάπτυξης. Αναμφίβολα, ο σχολιασμός ενός μη οριστικού κειμένου δεν μπορεί παρά να είναι εξ ορισμού αποσπασματικός, όμως το παρόν αποτελεί μια προσπάθεια καταγραφής κάποιων πρώτων κριτικών επισημάνσεων που στοχεύουν στην καλύτερη κατανόηση του προτεινόμενου πλαισίου και ει δυνατόν στη βελτίωσή του.
1ον Η «Έκθεση», στην οριστική μορφή της, αναμένεται να παραδοθεί το Σεπτέμβριο και με βάση αυτό η κυβέρνηση θα παρουσιάσει το φθινόπωρο στην Κομισιόν το σχέδιό της για την εκταμίευση κονδυλίων από το περιβόητο «Ταμείο Ανάκαμψης». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πήρε την απόφαση σύστασης του «Ταμείου Ανάκαμψης» επειδή κατανόησε πως χρειάζεται άμεση και μεγάλης κλίμακας δημόσια παρέμβαση -τα κράτη «να κάνουν ό,τι είναι δυνατόν» (“whatever it takes”)- για την ενίσχυση επιχειρήσεων και εργαζομένων, ώστε η κρίση να μπορέσει να ξεπεραστεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όμως η «Έκθεση» φαίνεται να μην παίρνει υπόψη της την οικονομική και κοινωνική κρίση στην οποία έχει εισέλθει η χώρα λόγω της πανδημίας και μάλιστα όταν όλες οι ενδείξεις κατατείνουν στο ότι θα οξυνθεί περαιτέρω.
2ον Η «Έκθεση» περιλαμβάνει πληθώρα στατιστικού υλικού, που καταλήγει σε διαπιστώσεις και θέτει στόχους οι περισσότεροι εκ των οποίων αποτελούν «κοινό τόπο» για την ελληνική κοινωνία (αύξηση του κατά κεφαλή πραγματικού εισοδήματος, ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, κυκλική οικονομία, πράσινη ανάπτυξη, αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, αύξηση των εξαγωγών κ.λπ.). Ο κίνδυνος όμως συχνά παραμονεύει -παρά τις διάσπαρτες πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες για την αντιμετώπιση επιμέρους ζητημάτων στην νομιμοποιητική βάση για τη μέθοδο επίτευξης των στοχεύσεων καθώς και στις ίδιες τις μεθόδους επίτευξης των στοχεύσεων. Για παράδειγμα η αύξηση της εξωστρέφειας της οικονομίας (αύξηση των εξαγωγών) προϋποθέτει αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος και πρέπει να συνδεθεί, όπως πρότεινε και η αναπτυξιακή στρατηγική της προηγούμενης κυβέρνησης (Εθνική Στρατηγική για τη Βιώσιμη και Δίκαιη Ανάπτυξη 2030, υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης, 2019) τόσο με την αύξηση των εξαγωγών όσο και με την υποκατάσταση των εισαγωγών.
3ον Η «Έκθεση» διαπιστώνει αρχικά πως το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι η χαμηλή παραγωγικότητα, ήτοι η χαμηλή συμμετοχή συντελεστών παραγωγής και το χαμηλό ποσοστό των εξαγωγών. Ως πρώτο αίτιο αναφέρει τη χαμηλή αποτελεσματικότητα και το υπέρμετρο βάρος της Δημόσιας Διοίκησης. Η πρώτη διαπίστωση (χαμηλή αποτελεσματικότητα) είναι μια αξιολογικά ουδέτερη και ορθή διαπίστωση, ενώ η δεύτερη παραπέμπει έμμεσα σε μείωση του «Δημοσίου» ως μέσο για τη βελτίωση της αποδοτικότητας της Διοίκησης και συνιστά ευθεία συνέχεια πολιτικών γνωστών ήδη από τεσσαρακονταετίας («η κυβέρνηση είναι το πρόβλημα» κ.λπ.).
4ον Ως δεύτερο αίτιο αναδεικνύεται το μικρό επιχειρηματικό μέγεθος και το χαμηλό ποσοστό διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών. Επισημαίνεται πολλές φορές στην «Έκθεση» το ζήτημα της ύπαρξης πολλών μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων και μεγάλου αριθμού αυτοαπασχολούμενων, επισήμανση που γίνεται με όρους προβλήματος: ότι έχουν πολύ χαμηλή παραγωγικότητα, υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής και συμμετοχής στην άτυπη οικονομία κ.λπ. Όμως, στη συνέχεια το μόνο που προτείνεται είναι η «συνεργασία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με τις μεγάλες». Αναμφίβολα, αυτή είναι μια κατεύθυνση που μπορεί να βοηθήσει τις μικρές επιχειρήσεις στο βαθμό που θα μπορέσουν να λειτουργήσουν ως «υπεργολάβοι ποιότητας» και όχι απλά ως «υπεργολάβοι ποσότητας», από τους οποίους οι μεγάλες επιχειρήσεις θα αγοράζουν τις υπηρεσίες ή τα προϊόντα επειδή είναι φθηνά. Δεν υπάρχει πρόνοια για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού με μια αμοιβαίου οφέλους αναπτυξιακή πολιτική, η οποία θα επιτρέψει σε ένα μεγάλο μέρος αυτών των επιχειρήσεων να μετασχηματιστούν μέσα από διαδικασίες κινητροδότησης συγχωνεύσεων, συνεργασιών, στοχευμένων χρηματοδοτήσεων κ.λπ. Επιπρόσθετα, δημιουργείται η εντύπωση, αν και δεν υπάρχει ξεκάθαρη σχετική αναφορά, ότι στο πλαίσιο άσκησης νεοφιλελεύθερων πολιτικών η τελική στόχευση είναι η εξαφάνιση ενός μέρους των ΜμΕ της χώρας, ώστε να επέλθει η επιθυμητή αύξηση του επιχειρηματικού μεγέθους.
Από τη διεθνή εμπειρία γνωρίζουμε ότι η αύξηση του μεγέθους των μικρών επιχειρήσεων μπορεί εναλλακτικά να αντιμετωπισθεί είτε μέσω μιας πολιτικής επιθετικής επαύξησης του μεγέθους, με επιλεκτικά κίνητρα προς τις μεγάλες επιχειρήσεις για παράδειγμα, ώστε οι μικρές να εξαναγκαστούν σε εξαγορά ή αναστολή λειτουργίας, όπως υπονοείται στην «Έκθεση», είτε μέσω συνεταιρισμών, συμπράξεων και κρατικής υποστήριξης των ΜμΕ, με φροντίδα για την παραγωγική τους αναβάθμιση και την αποφυγή ολιγοπωλιακών καταστάσεων. Η πρώτη λύση, που μάλλον αποτελεί κυβερνητικό στόχο, ακόμα και αν επιτευχθεί θα θέσει σε διακινδύνευση ένα πολύχρονο άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο (με τις όποιες δυστοκίες του προς επανεξέταση), που έχει δημιουργήσει όμως τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη ενός μικρομεσαίου στρώματος που διασφαλίζει την οικονομική δημοκρατία και διευκολύνει την κοινωνική συνοχή και ειρήνη. Η αναγκαστική φτωχοποίηση που θα προκληθεί άμεσα σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης, ακόμα και αν μεσομακροπρόθεσμα οδηγήσει σε οικονομική μεγέθυνση, αν όλα τα άλλα παραμείνουν σταθερά (ceteris paribus), θα οξύνει την ανισότητα και θα προκαλέσει αφενός περαιτέρω πληθυσμιακή εκροή από τη χώρα με τραγικές συνέπειες, αφετέρου κοινωνικές εντάσεις που είναι πιθανό σε πολιτικό επίπεδο να τις πιστωθεί μια νέα αναβαθμισμένη ακροδεξιά, και σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο να αποτύχει η παραγωγική αναβάθμιση, η οποία απαιτεί κοινωνική ειρήνη για την επίτευξή της.
5ον Από την ανάγνωση της «Έκθεσης» δεν προκύπτει ένα συνολικό σχέδιο/όραμα για την οικονομία–κοινωνία που θέλουμε να δημιουργήσουμε μεσομακροπρόθεσμα. Υπάρχουν διατυπώσεις όπως το «να μην επιστρέψουμε στο υπόδειγμα ανάπτυξης που ακολουθούσε η χώρα πριν το 2009» (σελ. 31), αλλά προφανώς αυτό δεν αρκεί. Η «Έκθεση» υιοθετεί, και καλώς, ως στόχους την αύξηση της παραγωγικότητας και εξωστρέφειας, της τεχνολογικής και καινοτομικής βάσης της οικονομίας μας, την ενίσχυση της βιομηχανίας και των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, την αύξηση των αποταμιεύσεων και επενδύσεων και την υποστήριξη της εργασίας. Ως προς αυτό δεν κομίζει γλαύκα εις Αθήνας, καθώς αυτός είναι ένας διαρκής, σχεδόν προφανής, στόχος σε επίπεδο διακηρύξεων όλων των αναπτυξιακών σκέψεων. Σημασία όμως έχουν και οι παραλείψεις στοχεύσεων συγκεκριμένου χαρακτήρα. Για παράδειγμα η πρόσφατη κρίση ανέδειξε σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με το μετά το 1980 διεθνές καθεστώς συσσώρευσης. Έτσι, η αξία μιας κάποιας επάρκειας αγαθών, αν όχι αυτάρκειας (όπως υγειονομικών αγαθών, ενδεχομένως διατροφικών ειδών κτλ.) δεν πρέπει να αγνοείται πλέον. Καθώς η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε περίοδο αλλεπάλληλων στενωπών, το να υποκρινόμαστε ότι πορευόμαστε ανέμελοι χωρίς μέριμνα για το αύριο αποτελεί στρουθοκαμηλισμό. Η εξασφάλιση αξιόλογης επάρκειας σε είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, καύσιμα, υγειονομικό υλικό, αμυντικό εξοπλισμό κ.λπ.) πρέπει να εξετασθεί σοβαρά υπό το πρίσμα των εξελίξεων των τελευταίων 4-5 ετών και ιδίως της περιόδου της πανδημίας. Επιπλέον η διαρκής στήριξη σε τομείς οι οποίοι υποφέρουν πρώτοι και περισσότερο από το ξέσπασμα κάθε νέας κρίσης, όπως π.χ. ο τουρισμός, πρέπει επιτέλους να μας προβληματίσει για τη σχετική αξία αυτών των τομέων με γνώμονα τουλάχιστον τους πόρους που τους διατίθενται σε σχέση με άλλους τομείς.
Η αύξηση της παραγωγικότητας και των εξαγωγών παρουσιάζεται στην «Έκθεση» σαν ο «από μηχανής θεός» που θα μας οδηγήσει στην ανάπτυξη, παραβλέποντας ότι η αύξηση αυτή προϋποθέτει αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος. Αναμφίβολα υπονοείται ότι πρέπει να υπάρξει άσκηση «βιομηχανικής πολιτικής», παρόλο που σε ιδεολογικο-πολιτικούς όρους στο πλαίσιο της «Έκθεσης» κάτι τέτοιο αποτελεί απαγορευμένη έννοια. Όμως η «βιομηχανική πολιτική» απαιτεί επιλογές και οι επιλογές προϋποθέτουν συναινέσεις και η σημερινή κυβέρνηση βρίσκεται μακράν μιας τέτοιας λογικής. Επιπλέον η εξυπονοούμενη αναπτυξιακή πολιτική είναι σε γενικές γραμμές η γνωστή νεοφιλελεύθερης έμπνευσης που εδώ και 40 περίπου χρόνια αποτελεί την κυρίαρχη συναίνεση, ακόμα και σήμερα που διέρχεται καταστατική κρίση. Για μια ακόμα φορά παρακολουθούμε ελληνικές κυβερνήσεις να εφαρμόζουν το μάθημα της χθεσινής ή και προχθεσινής ημέρας, αντί να επείγονται να επιβιβασθούν στο καινούργιο τρένο.
Αναμενόμενα προφανώς στην «Έκθεση» δεν υπάρχει καμία αναφορά για τη διεθνή διάσταση της κρίσης και τα αδιέξοδα που έχουν προκαλέσει παγκοσμίως τα ακολουθούμενα οικονομικά μοντέλα, ή την ανάδειξη νέων κέντρων οικονομικής ισχύος. Αλλά σίγουρα εντυπωσιάζει το γεγονός ότι σε ένα κείμενο αναπτυξιακής στρατηγικής δεν έχουν περιληφθεί καν αποχρώσεις κάποιου οράματος με κοινωνικές διαστάσεις όπως για παράδειγμα η ιδέα της απομάκρυνσης από την εργασιακή επισφάλεια ή ένας νέος πολιτισμός ισότητας. Το κείμενο μοιάζει αποστειρωμένο από τέτοιους προβληματισμένους, αποτέλεσμα εν μέρει της επιλογής απουσίας διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους κατά τη συγγραφή του, στοιχείο που ίσως είναι πολύ ενδεικτικό των στρατηγικών επιλογών και κατευθύνσεων για την επόμενη μέρα.
6ον Στην «Έκθεση» επίσης δεν μνημονεύεται καθόλου το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και βέβαια δεν υπάρχουν πρόνοιες για την αντιμετώπιση του. Το δημογραφικό ζήτημα αποτελεί συνδυασμό δύο παραγόντων: της αύξησης του προσδόκιμου ζωής και της υπογεννητικότητας. Ειδικότερα, στην Ελλάδα στην υπογεννητικότητα συνέτεινε και η επικρατούσα ακραία ατομικιστική καταναλωτική κουλτούρα, σε συνδυασμό με την επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας που πρόσφερε το «στρεβλό» και χωρίς επαρκή θεμελίωση κράτος πρόνοιας (ως προς τα επίπεδα συντάξεων, τους χρόνους συνταξιοδότησης, τις παροχές υγειονομικής περίθαλψης κ.λπ.). Πάντως, η συνολική γήρανση του πληθυσμού αντανακλά τη θετική επίδραση της γενικότερης ποιότητας ζωής στις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ ταυτόχρονα απηχεί τα χαμηλά επίπεδα παιδικής και νεανικής θνησιμότητας.
Η αύξηση του ηλικιακού μέσου όρου μιας κοινωνίας δύναται να προσφέρει νέες ευκαιρίες ενεργού ενασχόλησης των ηλικιωμένων σε παραγωγικές και δημιουργικές δραστηριότητες. Από την άλλη, οι έντονες τάσεις πληθυσμιακής γήρανσης ενέχουν δυνητικά αρνητικές συνέπειες για τη λειτουργία της οικονομίας και αναδεικνύουν σοβαρά ζητήματα διαγενεακής αλληλεγγύης, όπως το ύψος και η δυνατότητα χρηματοδότησης του συστήματος κοινωνικής προστασίας, η επάρκεια, η ποιότητα και ο χαρακτήρας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, καθώς και η πολιτική προσαρμογής του γηράσκοντος πληθυσμού σε ένα νέο παραγωγικό πρότυπο.
Οποιαδήποτε, όμως, παρέμβαση στα πληθυσμιακά δρώμενα θα έχει επιπτώσεις μόνο μακροχρόνια, αφού οι σημαντικές αλλαγές των αναπαραγωγικών συμπεριφορών (βλ. ενδεχόμενη αύξηση της γονιμότητας) μερικώς ή ελάχιστα θα επηρεάσουν το μέγεθος και την κατανομή ανά ηλικία του πληθυσμού της χώρας μας την επόμενη εικοσαετία. Πέραν, λοιπόν, της λήψης τέτοιων μέτρων, θα πρέπει να εκτιμηθούν οι εξελίξεις και οι επιπτώσεις τους στο βραχύ-μέσο χρόνο και να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό και στην λήψη μέτρων πολιτικής. Ίσως τα μόνα μέτρα με ενδεχόμενο άμεσο αποτέλεσμα είναι όσα σχετίζονται με τη μετανάστευση. Όμως και η περί τη μετανάστευση ορθολογική συζήτηση (αριθμοί, ηλικιακά, πολιτιστικά, επαγγελματικά χαρακτηριστικά, λοιπά οφέλη και πιθανοί κίνδυνοι, τρόποι ενσωμάτωσης κ.λπ.), αν και επείγει, διεξάγεται με όρους στρουθοκαμηλισμού στην πολιτική ατζέντα.
7ον Διάσπαρτα μέσα στην «Έκθεση» γίνονται κάποιες αναφορές στο ζήτημα της φυγής του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό (brain drain), χωρίς να υπάρχουν πρόνοιες για την αντιμετώπισή του. Η φυγή των επιστημόνων οφείλεται στο ότι η οικονομία μας δεν παράγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας με αποτέλεσμα να υπάρχει περιορισμένη ζήτηση για επιστήμονες και δεν οφείλεται, όπως ισχυρίζεται λανθασμένα η «Έκθεση» (σελ. 89) στο υψηλό ποσοστό πτυχιούχων που είναι οριακά πάνω από το μ.ό. της ΕΕ-28 (35,4% στην Ελλάδα, 34,6% μ.ό ΕΕ). Το φαινόμενο αυτό είχε λάβει σημαντικές διαστάσεις ήδη από τη δεκαετία του 1990, και βέβαια κορυφώθηκε στην περίοδο της κρίσης. Η προηγούμενη κυβέρνηση, αναγνωρίζοντας πως το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό είναι καθοριστικό για την ανάπτυξη της οικονομίας και συνεπώς η φυγή του στο εξωτερικό συνιστά μία μεγάλη απώλεια αναπτυξιακής αλλά και ευρύτερα κοινωνικής, πολιτιστικής και εθνικής δυναμικής, ανέπτυξε εργαλεία πολιτικής προς αυτή την κατεύθυνση σε τρία τουλάχιστον επίπεδα.
Σε μακροπρόθεσμο επίπεδο με την αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος και τη στροφή στην «οικονομία της γνώσης». Όσο αυτή η αλλαγή θα υλοποιείται, τόσο θα αυξάνεται η ζήτηση για εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και άρα θα μειώνεται η φυγή του προς άλλες χώρες. Σε βραχυ-μεσοπρόθεσμο επίπεδο με την υλοποίηση πολιτικών που αφορούν αφενός την ενίσχυση της ακαδημαϊκής και ερευνητικής αριστείας, αφετέρου τη στήριξη της απασχόλησης, της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας. Και ακόμη, με την πρωτοβουλία «Γέφυρες Γνώσης και Συνεργασίας» που στοχεύει στη «διασύνδεση» όλων των Ελλήνων επιστημόνων, ανεξάρτητα από τη χώρα του κόσμου στην οποία βρίσκονται ή και εάν είναι 1ης ή άλλης γενιάς μετανάστες, ώστε να δημιουργήσουν μια παγκόσμια ψηφιακή κοινότητα (e-community) και να διασυνδεθούν με την ελληνική οικονομία για όσο διάστημα παραμένουν εκτός Ελλάδας. Σε βάθος χρόνου, όμως, ο εθνικός στόχος πρέπει να είναι όχι μόνο η ανάσχεση της διαρροής Ελλήνων επιστημόνων και η επιστροφή όσων έφυγαν στην πατρίδα, αλλά και η προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης από τρίτες χώρες, προκειμένου να ζήσει και να εργαστεί στην Ελλάδα.
8ον Για την τεράστια ενδημική και δομική ανεργία, μόνο ορισμένα λόγια συμπάθειας υπάρχουν στην «Έκθεση». Παρ΄ ότι πλέον η χώρα έχει απαλλαγεί σε μεγάλο βαθμό από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, στην «Έκθεση» δεν υπάρχουν προτάσεις για ένα ολιστικό πρόγραμμα καταπολέμησης της ανεργίας, και τούτο παρά το ότι αυτή εξακολουθεί να κινείται κοντά στο 20%, 11 χρόνια έπειτα από το ξέσπασμα της κρίσης, καθώς και της γκρίζας και μαύρης απασχόλησης, της υποαπασχόλησης κ.λπ. Η επιλογή να μην τεθεί ως πρωτεύων στόχος η καταπολέμηση της ανεργίας, μαρτυρά δυστυχώς πολλά για την οπτική της «Έκθεσης», η οποία με τις ετεροβαρείς προτάσεις για το πρόβλημα θα το επιτείνει μεσοπρόθεσμα, καθώς θα οδηγήσει σε νέα εκροή των νέων και ικανών Ελλήνων, στερώντας από τη χώρα τον πολυτιμότερο συντελεστή της, που είναι το ανθρώπινο κεφάλαιο.
9ον Στην «Έκθεση» τίθενται ορισμένοι ποσοτικοί στόχοι (π.χ. αύξηση των επενδύσεων από 12% του ΑΕΠ σε 24% και των εξαγωγών από 37% σε 68% -σελ. 43-44) αλλά δεν προκύπτει καθόλου πειστικά πώς αυτοί θα επιτευχθούν, καθώς δεν είναι προφανώς επαρκές το επιχείρημα ότι αυτά είναι τα ποσοστά που έχουν χώρες της ΕΕ με αντίστοιχα πληθυσμιακά μεγέθη. Η αξιολόγηση του στόχου είναι συνάρτηση του χρονικού ορίζοντά του και του προβλεπόμενου αναπτυξιακού ρυθμού στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στον ιδιαίτερα κρίσιμο σήμερα τομέα της δημόσιας υγείας, προτείνονται καλές ιδέες για την υποβοήθηση του δημόσιου συστήματος υγείας (όπως ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας και πρόληψης, ανάπτυξη του συστήματος ψηφιακού φακέλου ασθενούς κ.λπ.) αλλά ενώ επισημαίνεται πως η δημόσια χρηματοδότηση της υγείας είναι πολύ χαμηλή σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μ.ό, (4,5% έναντι 7,9% -σελ. 102), η «Έκθεση» δεν προτείνει αύξηση της δαπάνης.
10ον Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η «Έκθεση» παρεκκλίνει από την «τεχνοκρατική» κατεύθυνση, αποκτώντας πολιτική διάσταση όχι μόνο στη βάση του κοινωνικο-οικονομικού υποδείγματος που προτείνει ρητά ή υπόρρητα, αλλά και στη βάση της «ανάγνωσης» της πρόσφατης οικονομικής ιστορίας. Για παράδειγμα, α) η ιστορική αναδρομή για τους ρυθμούς μεταβολής του ΑΕΠ σε 4 περιόδους: 1961-1980 (6,5%), 1981-1994 (0,8%), 1995-2009 (3,5%), και από το 2009 (-2,2%) (σελ. 12) αδικεί το κείμενο γιατί δεν αναφέρεται πουθενά ότι η μεταπολεμική περίοδος χαρακτηρίστηκε γενικά από πολύ μεγάλη οικονομική άνθηση η οποία έληξε με την δεύτερη πετρελαϊκή κρίση το 1979, ενώ παράλληλα «κρύβονται» οι αναιμικές επιδόσεις των περιόδων 1990–1993 και 2004-2009 μέσα στις περιόδους 1981-1994 και 1995–2009 αντίστοιχα.
β) Δεν υπάρχει επίσης καμία αναφορά στο γεγονός ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία η ελληνική οικονομία διολίσθησε σε ύφεση ήδη από το τέταρτο τρίμηνο του 2019, πολύ πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας.
γ) Δεν σχολιάζονται τα διαγράμματα που συνοδεύουν το κείμενο (π.χ. αναφορικά με την απασχόληση, τις επενδύσεις και την εξωστρέφεια της οικονομίας), τα οποία κάθε άλλο παρά επιβεβαιώνουν το αφήγημα περί «καταστροφής» που επέφερε η προηγούμενη κυβέρνηση.
δ) Δεν αναφέρεται η τεράστια αύξηση των δαπανών για Ε&Α 2014 0,83% του ΑΕΠ, 2018 1,18% και μάλιστα με υπερδιπλασιασμό της συμμετοχής των επιχειρήσεων στο διάστημα αυτό από 0,28% σε 0,57% (ΕΚΤ).
ε) Δεν καταγράφεται ότι την περίοδο 2015-19 υπήρξε πολύ σημαντική μείωση φτώχειας, ανισοτήτων και υλικών στερήσεων εν γένει (όπως αποτυπώνεται με τη μείωση του συντελεστή Gini και μια σειρά άλλων δεικτών που πρόσφατα δημοσιοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ) και μεγάλη αύξηση των υποτροφιών από ΙΚΥ, ΕΛΙΔΕΚ, κ.λπ.
στ) Η «εικόνα» που δημιουργείται για τα ΑΕΙ της χώρας τα αδικεί. Για παράδειγμα, η Ε&Α που διενεργείται από AEI και τα Ερευνητικά Κέντρα και χρηματοδοτείται από τις επιχειρήσεις (ως % της συνολικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων για Ε&Α) είναι σχεδόν διπλάσια του κοινοτικού μέσου όρου (το 2011 στην Ελλάδα ήταν 11,0% και στην ΕΕ-28 2,79%, ενώ το 2014 ήταν 7,43% και 2,69% αντίστοιχα –ΕΚΤ).
Τέλος, δεν γίνεται καμία αναφορά στην αναπτυξιακή στρατηγική της προηγούμενης κυβέρνησης (Εθνική Στρατηγική για τη Βιώσιμη και Δίκαιη Ανάπτυξη 2030, υπ. Οικονομίας & Ανάπτυξης, 2019).
11ον Τα ευρωπαϊκά κονδύλια που θα συρρεύσουν τα επόμενα 3-7 χρόνια θεωρούνται ικανοποιητικά, καθώς κρίνεται ότι θα αποτρέψουν τη μετατροπή της κρίσης σε βαθύτερη και διαρκή. Η διαπίστωση αυτή προδιαθέτει για έναν επικίνδυνο χρηματοδοτικό εφησυχασμό. Αν όμως, αντίθετα, ισχύει ότι τα ευρωπαϊκά κονδύλια, αφενός μεν μόλις επαρκούν για την αποφυγή μιας ανεξέλεγκτης καταβαράθρωσης από τον προσεχή χειμώνα, αφετέρου πιθανόν να δοθούν με όρους παρατεταμένης λιτότητας, που θα υπονομεύσουν το μέλλον της προσεχούς γενιάς, τότε πρέπει να σημάνει άμεσα συναγερμός, ώστε να βρεθούν και κινητοποιηθούν κονδύλια πέραν αυτών και να χτιστούν συμμαχίες σε επίπεδο ΕΕ για επανεξέταση των διανεμόμενων κονδυλίων.
12ον Δεν επεκτεινόμαστε σε θέματα που έχουν ήδη γίνει αντικείμενο κριτικών επισημάνσεων[1] όπως είναι η μετακίνηση από το αναδιανεμητικό στο κεφαλαιακό συνταξιοδοτικό σύστημα, η σειρά μέτρων υπέρ των μεγάλων επενδύσεων (επιδοτήσεις, δικαστική προτεραιοποίηση, μείωση ασφαλιστικών εισφορών, ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, μείωση του αναδιανεμητικού χαρακτήρα της ασφάλισης, αναδιανομή υπέρ των υψηλών και πολύ υψηλών εισοδημάτων με ταυτόχρονη επιβάρυνση των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων στο φορολογικό σκέλος, κατάργηση του συμπληρωματικού ΕΝΦΙΑ στις μεγάλες ιδιοκτησίες -σελ. 98, αύξηση έμμεσων φόρων –σελ. 98, κ.λπ.), η έλλειψη κάθε αναφοράς στην γεωργία και στον πρωτογενή τομέα γενικότερα. Όλες αυτές οι προτάσεις σε συνδυασμό με άλλα μέτρα (όπως π.χ. η υπέρμετρη στήριξη σε κατασκευές–οικοδομή και τουρισμό) θα συμβάλλουν στην επιδείνωση των ήδη προβληματικών όψεων του προηγούμενου αναπτυξιακού προτύπου. Τέτοιες είναι π.χ. η εργασιακή ανασφάλεια, η ανισότητα πλούτου και εισοδημάτων, μαζί με την απουσία προβληματισμού για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, την ανάγκη κατανόησης των συνθηκών κάτω από τις οποίες άλλες χώρες πέτυχαν την ουσιαστική παραγωγική τους αναβάθμιση κάτω από μια ισχυρή κρατική καθοδήγηση και την παρουσία ουσιαστικού και μονίμου διαλόγου και συνεργασίας/ συνεννόησης των κοινωνικών εταίρων σε συνδυασμό με την παράλληλη ανάληψη ρίσκου (δείτε ιδίως σειρά χωρών σε Α. Ασία και Σκανδιναβία).
13ον Όπως αναφέρθηκε, η «Έκθεση» περιλαμβάνει σειρά στοχεύσεων γενικής μάλλον αποδοχής, χωρίς όμως να είναι σαφές πώς θα επιτευχθούν πολλές απ΄ αυτές, όπως π.χ. η μείωση της ανεργίας, η βελτίωση των ανισοτήτων, η εξεύρεση επαρκών πόρων για επενδύσεις σε υποδομές, Ε&Α κ.λπ. Είναι σαφές ότι η «Έκθεση» βαδίζει στην πεπατημένη οδό: ακολουθεί την μέθοδο της «διάχυσης προς τα κάτω» (trickle down), με άλλα λόγια της χωρίς συγκεκριμένο πλάνο, έμμεσης, παρεμπίπτουσας επίτευξης των ανωτέρω στόχων, καθώς παράλληλα και κυρίως υλοποιούνται ρητά άλλες στρατηγικές (όπως μειώσεις φόρων, περιορισμός του συνταξιοδοτικού συστήματος κλ.π.). Αν θέλουμε πράγματι να αντιμετωπίσουμε την ανεργία, την εργασιακή ανασφάλεια, την ανισότητα, την εκροή καταρτισμένων, χρειαζόμαστε πολιτικές που να στοχεύουν άμεσα εκεί και με συγκεκριμένα μέτρα. Κάτι τέτοιο όπως λείπει επιδεικτικά από την «Έκθεση». Και αυτό είναι κάτι που τουλάχιστον προκαλεί προβληματισμό σχετικά με το αν οι στόχοι γενικής αποδοχής που τίθενται υπηρετούν την ουσία και αποτελούν αυθεντική κυβερνητική προτεραιότητα ή απλά αποτελούν τελετουργική εξαγγελία είτε προς δημιουργία εντυπώσεων είτε προς ικανοποίηση συμβατικών υποχρεώσεων προς τους ευρωπαίους εταίρους, υποψία που ενδυναμώνεται εν προκειμένω λόγω της καθυστερημένης επεξεργασίας της «Έκθεσης», που δείχνει πως δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο αυθεντική κυβερνητική προτεραιότητα. Αν το πρόγραμμα αυτό δεν προβλέπει κατά τρόπο ουσιαστικό τα της υλοποίησης του, όπως ακριβώς συμβαίνει εδώ μέχρις στιγμής, το πιθανότερο τέλος του είναι η κατάληψη επιλέκτου θέσεως σε σχετική βιβλιοθήκη αρμοδίως…
14ον Η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου αναπτυξιακού προγράμματος και η εφαρμογή του θα αποτελούσε εξ ορισμού μεγάλη πρόοδο για τη χώρα, ακόμα κι αν υπάρχουν κάθετες διαφωνίες στη φιλοσοφία και σε πολλές όψεις του υπό διαμόρφωση σχεδίου. Η προσήλωση σε μια συγκεκριμένη αναπτυξιακή στρατηγική θα έθετε όρια στην επικρατούσα αναρχία που επιτρέπει στα διάφορα διαπλεκόμενα συμφέροντα να βασιλεύουν στο μισοσκόταδο, και ιδίως θα επέβαλε μια ωφέλιμη πρακτική (παρά το αμφίβολο εδώ περιεχόμενο της) προγραμματισμού για τη χώρα που μεσομακροχρόνια θα απέδιδε σημαντικά.
Πρέπει ωστόσο να λεχθεί ότι είναι απολύτως ατελής κάθε προγραμματισμός που στοχεύει αποκλειστικά και μόνο σε στενά οικονομικά μεγέθη (ρυθμοί μεγέθυνσης ΑΕΠ, επενδύσεις, απασχόληση κ.λπ.), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη μια σειρά σημαντικών πρόσφατων συμβολών όπως π.χ. της επιτροπής για «πέρα από το ΑΕΠ» των Στίγκλιτζ, Φιτουσί και Σεν, ανασημασιοδοτήσεων, όπως π.χ. ο δείκτης Ανθρώπινης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, αλλά και σύγχρονων κατανοήσεων όπως π.χ. η ανεπάρκεια των «γυμνών» επενδύσεων, οι κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες, οι δημογραφικές εξελίξεις κλ.π.. Ένας συνολικός εθνικός προγραμματισμός οφείλει να εξετάζει όλες αυτές τις σημαντικές παραμέτρους με συνεκτίμηση του περιεχομένου τους και της κοινωνικής τους χρησιμότητας. Το παράδειγμα χωρών όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ, στις οποίες ευημερούν οι αριθμοί, αλλά δυστυχούν οι άνθρωποι (ισχυροί ρυθμοί αύξησης ΑΕΠ και απασχόλησης με εκτεταμένη κοινωνική αναταραχή, φαινόμενα Brexit-Τράμπ, καταστροφική αποτυχία στην πανδημία) έπρεπε να μας έχουν πείσει από καιρό για την ανάγκη νέας κατανόησης των θεμελιωδών εννοιών του προγραμματισμού και τις κοινωνικές διαστάσεις που πρέπει αυτός να έχει.
Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει με την σιγή μας να αγνοούμε την «Έκθεση» ακόμα και αν είναι προβληματική, ακόμα και αν γίνεται για το «θεαθήναι», καθώς έτσι συμβάλλουμε, έστω και άθελα μας, στην μακρά ιστορία της απουσίας προγραμματισμού στην χώρα. Αν δώσουμε την πρέπουσα σημασία, έστω και αν σταθούμε απέναντι στα προτεινόμενα, ανοίγουμε μια οδό σημαντικού οφέλους για την χώρα που θα αποδώσει καρπούς στο μέλλον, κάτι που βέβαια δεν έκανε η σημερινή κυβέρνηση αλλά ούτε και η «Έκθεση» που αγνόησαν συστηματικά την Αναπτυξιακή Στρατηγική που είχε συντάξει η προηγούμενη κυβέρνηση.