Η Novartis είναι μία από τις μεγαλύτερες φαρμακευτικές πολυεθνικές εταιρείες στον κόσμο και εδρεύει στην Ελβετία. Οι πρακτικές της εταιρείας βρίσκονται στο επίκεντρο των διωκτικών αρχών διάφορων κρατών και ιδίως των ΗΠΑ. Σύμφωνα με τη μελέτη των πορισμάτων των δυο Ειδικών Κοινοβουλευτικών Επιτροπών που διερεύνησαν την υπόθεση, στα τέλη του έτους 2016 ανατέθηκε παραγγελία του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης στην Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, εξαιτίας δημοσιευμάτων, που ανέφεραν, ότι δύο πρώην υπάλληλοι της Novartis κατήγγειλαν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής ότι η εταιρεία χρησιμοποιούσε στη χώρα μας αθέμιτα και παράνομα μέσα για την προώθηση των προϊόντων της και την αύξηση των κερδών της.
Εν συνεχεία, από τις πληροφορίες που στάλθηκαν από τις αμερικανικές αρχές και από την έρευνα που διενεργήθηκε, σχηματίστηκε δικογραφία, η οποία στη συνέχεια, και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 86 του Συντάγματος, διαβιβάστηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 2018 στη Βουλή των Ελλήνων, καθώς, από καταθέσεις προστατευμένων μαρτύρων προέκυψαν ενδείξεις για την πιθανή τέλεση των πράξεων της δωροδοκίας και του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, σε βάρος δέκα πολιτικών προσώπων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν δυο πρώην πρωθυπουργοί και οκτώ πρώην υπουργοί.
Στις 21 Φεβρουαρίου του 2018, κατόπιν απόφασης της Βουλής συστάθηκε η Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, σχετικά με την υπόθεση NOVARTIS. Στις 26 Απριλίου του ίδιου έτους, η Ειδική αυτή επιτροπή αποφάσισε να προτείνει προς την Ολομέλεια της Βουλής τη μη άσκηση ποινικής δίωξης λόγω αναρμοδιότητας της Βουλής για τις πράξεις της δωροληψίας πολιτικών προσώπων (άρθρο 159 παρ. 1 Π.Κ.), κοινής δωροληψίας (άρθρο 235 παρ. 1 και 2 του Ποινικού Κώδικα) και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (παρ. 2 εδάφια α, γ, και δ του άρθρου 2 του ν. 3691/2008), αλλά να αποσταλεί η σχηματισθείσα δικογραφία μαζί με το πόρισμα της Επιτροπής στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, προκειμένου να επιληφθεί της υπόθεσης.
Το σκεπτικό της απόφασης της Επιτροπής βασίστηκε στο γεγονός, ότι σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 1 του ν. 3126/2003 για την «Ποινική Ευθύνη των Υπουργών», τα προβλεπόμενα πλημμελήματα και κακουργήματα πρέπει να τελεστούν όχι μόνο κατά τη διάρκεια της θητείας του πολιτικού προσώπου, αλλά και «κατά την άσκηση των καθηκόντων του». Αυτό σημαίνει ότι τα πρόσωπα αυτά θα πρέπει με την ίδια την άσκηση των καθηκόντων τους να υποπέσουν στα αδικήματα αυτά. Επομένως, οι πράξεις της δωροδοκίας και δωροληψίας δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Βουλής, καθώς υπάγονται στα άρθρα 235 και 236 του Π.Κ.
Μετά την επιστροφή της δικογραφίας στην Εισαγγελέα Διαφθοράς, για το αδίκημα της δωροληψίας και παρά το γεγονός ότι το έγκλημα αυτό εντάσσεται στο άρθρο 86 του Συντάγματος, συνέβη το εξής παράδοξο: η εισαγγελέας συνέχισε να διερευνά την υπόθεση Novartis, παρόλο που δεν είχε σχετική αρμοδιότητα, εντούτοις δεν προχώρησε σε έρευνα για την ύπαρξη τυχόν άλλων υποθέσεων δωροδοκίας Υπουργών.
Ύστερα από αποκαλύψεις ενός προστατευόμενου μάρτυρα ότι δέχθηκε πιέσεις για να εμπλέξει στην κατάθεση του, κάποια από τα κατηγορούμενα πρόσωπα και κατόπιν παραιτήσεως του επόπτη της Εισαγγελίας Διαφθοράς, παράλληλα με καταγγελίες του περί χειραγώγησης των εισαγγελέων που χειρίζονται την υπόθεση, η τότε εισαγγελέας Διαφθοράς προέβη στην αρχειοθέτηση των υποθέσεων των επτά εκ των δέκα εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων. Η αρχειοθέτηση αυτή συνέβη λίγο πριν τις εκλογές του έτους 2019. Στη συνέχεια, μετά από αυτές τις εξελίξεις και την κατάθεση της παραιτηθείσας εισαγγελέως Διαφθοράς, για προσπάθεια χειραγώγησης της στην στοχοποίηση πολιτικών αντιπάλων από τον τότε Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτριο Παπαγγελόπουλο, η υπόθεση διαβιβάστηκε εκ νέου στη Βουλή, μαζί με άλλες καταγγελίες, οι οποίες αφορούσαν στο ίδιο πολιτικό πρόσωπο και είχαν αρχειοθετηθεί στο παρελθόν.
Στις 8 Οκτωβρίου του 2019, κατόπιν αποφάσεως της Βουλής, συστάθηκε Ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή προς διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, σχετικά με τη διερεύνηση αδικημάτων, που είχαν τυχόν τελεσθεί από τον πρώην Αναπληρωτή Υπουργό Δικαιοσύνης κατά την άσκηση των καθηκόντων του και ειδικότερα, για: α) ηθική αυτουργία στο αδίκημα της κατάχρησης εξουσίας κατά φυσική αυτουργία και άμεση συνέργεια δικαστικών λειτουργών (άρθρο 46 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 239 ΠΚ), β) πρόκληση και προσφορά για την τέλεση εγκλήματος (άρθρο 186 παρ. 1 και 2 Π.Κ.), γ) ηθική αυτουργία σε παράβαση καθήκοντος και παράβαση καθήκοντος (άρθρο 46 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 259 Π.Κ. και άρθρο 259 Π.Κ. αυτοτελώς) και δ) ηθική αυτουργία σε ψευδή κατάθεση (άρθρο 46 παρ. 1 σε συνδυασμό με άρθρο 224 παρ. 1 Π.Κ., σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην πρόταση).
Στις 4 Μαΐου του 2020, με νεότερη πρόταση βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος, η Βουλή αποφάσισε την επέκταση των εργασιών της Επιτροπής, για τη διερεύνηση τυχόν τέλεση περαιτέρω ποινικών αδικημάτων από το ελεγχόμενο πολιτικό πρόσωπο και συγκεκριμένα για: α) Πρόκληση και προσφορά προς τέλεση κακουργήματος, β) Εκβίαση, γ) Δωροληψία πολιτικού προσώπου (άρθρο 159 παρ. 1 παλαιού Π.Κ.), δ) Δωροληψία Υπαλλήλου (άρθρο 235 Π.Κ.), ε) Ηθική Αυτουργία σε Κατάχρηση Εξουσίας, στ) Ηθική Αυτουργία σε Παράβαση Καθήκοντος και Παράβαση Καθήκοντος αυτοτελώς, ζ) Εγκληματική Οργάνωση (περίπτωση Συμμορίας) κατ’άρθρο 187 παράγραφος 3 (παλαιό άρθρο 187 παράγραφος 5 Π.Κ.).
Από τα στοιχεία που συλλέχθηκαν, κατά τις εργασίες της Επιτροπής, προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την άσκηση ποινικής δίωξης εις βάρος του πρώην Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης για: α) ηθική Αυτουργία σε Κακουργηματική Κατάχρηση Εξουσίας, β) ηθική Αυτουργία σε Πλημμεληματική Κατάχρηση εξουσίας, γ) ηθική Αυτουργία σε Παράβαση Καθήκοντος, δ) Παράβαση Καθήκοντος κατά εξακολούθηση, ε) Απόπειρα Εκβίασης (άρθρο 42 σε συνδυασμό με 385 παρ. 1 περίπτωση γ’ παλαιού Π.Κ.), στ) Δωροληψία πολιτικού προσώπου, ζ) Δωροληψία Υπαλλήλου και η) Εγκληματική οργάνωση, ενώ απαλλάχθηκε για τα αδικήματα της ηθικής αυτουργίας σε ψευδή κατάθεση και για το αδίκημα της πρόκλησης και προσφοράς για την τέλεση κακουργήματος. Αποφασίστηκε δε, η αποστολή του πορίσματος στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στην Εισαγγελία κατά της Διαφθοράς, στην Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και στον Προϊστάμενο Εισαγγελίας Πρωτοδικών για τη συσχέτιση με τις κοινές υποθέσεις στις οποίες διενεργείται προκαταρκτική εξέταση.
Τον Ιούλιο του 2022, δημοσιεύθηκε το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου σύμφωνα με το οποίο η παραπομπή της Ελένης Τουλουπάκη στη δικαιοσύνη δεν σχετιζόταν τελικώς με την υπόθεση Novartis, αλλά για κατάχρηση εξουσίας. Επιπροσθέτως, για την ίδια παράλειψη της μη αποστολής φακέλου στη Βουλή σχετικά με τις καταγγελίες του ΚΙΝΑΛ – ΠΑΣΟΚ για τον τότε υπουργό Υγείας Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο, ομοίως δε και για παράβαση καθήκοντος σε βαθμό πλημμελήματος στην Ελένη Ράικου, που χειριζόταν την υπόθεση Novartis πριν την Ελένη Τουλουπάκη, στην εισαγγελέα Γεωργία Τσατάνη για την υπόθεση της μήνυσης για απόπειρα εκβιασμού του Ανδρέα Βγενόπουλου από τη Βασιλική Θάνου και στον εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου για τον φορολογικό έλεγχο του Γιάννη Αλαφούζου, ιδιοκτήτη του ομίλου ΣΚΑΪ. Στο πόρισμα, επίσης, απαλλάχτηκαν όλα τα δημοσιογραφικά πρόσωπα που κατηγορήθηκαν αρχικά.
Τέλος, σε ότι αφορά την έκβαση της δίκης, ο Δημήτριος Παπαγγελόπουλος κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία για παράβαση καθήκοντος λόγω άσκησης πιέσεων στην Ελένη Ράικου για την υπόθεση Novartis και στον εισαγγελέα Παναγιώτη Αθανασίου για υπόθεση σχετική με τον πρώην επικεφαλής της Τράπεζας Πειραιώς Μιχάλη Σάλλα. Για τις υπόλοιπες κατηγορίες κρίθηκε κατά πλειοψηφία αθώος. Καταδικάστηκε μόνο σε χρηματική ποινή ύψους 10.000 ευρώ.