Ένα από τα πολλά ερωτήματα που προκύπτουν στα πλαίσια της ενεργειακής μετάβασης είναι κατά πόσο είμαστε βέβαιοι ότι μαζικές επενδύσεις σε αιολική και ηλιακή ενέργεια είναι ο καλύτερος τρόπος για τις εταιρείες πετρελαίου και αερίου, ώστε αφενός να διαφοροποιήσουν τα επιχειρηματικά χαρτοφυλάκια τους και αφετέρου να παίξουν σημαντικό ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση.
Παρόλο που ένας τέτοιος προβληματισμός από μόνος του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακόμη και προκλητικός, αρκεί να αναλογιστούμε πως πολλές από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου και αερίου έχουν ανακοινώσει σημαντικούς στόχους όσον αφορά σε επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2025 ή το 2030. Ωστόσο, ακόμα κι αν αυτές οι επενδύσεις ήταν πλήρως επιτυχείς, το μερίδιό τους στο σύνολο των παγκόσμιων επενδύσεων σε ηλιακή και αιολική ενέργεια θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένο. Με άλλα λόγια, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς, ακόμη και χωρίς την συμβολή των μεγάλων εταιρειών πετρελαίου και αερίου.
Παράλληλα, με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται πως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν είναι δυνατόν από μόνες τους να οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ενώ σε ορισμένους τομείς το σενάριο να αντικαταστήσουν πλήρως την κατανάλωση πετρελαίου και αερίου, μοιάζει μάλλον εξαιρετικά φιλόδοξο. Με άλλα λόγια, τόσο το πετρέλαιο όσο και το αέριο θα έχουν ένα σημαντικό μερίδιο στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα για τις επόμενες δεκαετίες παρά την σημαντική αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ενδεικτικό είναι ότι αυτά τα καύσιμα θα εξακολουθήσουν να είναι απαραίτητα, ακόμη και για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς η χρήση τους απαιτείται σε διάφορα στάδια της παραγωγής τους, από την εξόρυξη και την κατασκευή έως και τη μεταφορά των εξοπλισμών.
Οι λόγοι που μπορεί να οδηγούν μια εταιρεία πετρελαίου ή αερίου στο να επενδύσει σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι πολλοί. Για άλλες εταιρείες μια τέτοια κίνηση εντάσσεται στα πλαίσια των δραστηριοτήτων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης τους, ενώ για άλλες αποτελεί στρατηγική επιλογή διαφοροποίησης άμεσα συνδεδεμένη με την επιβίωση τους. Φυσικά οποιαδήποτε επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Ωστόσο οι περιορισμοί στα επενδυτικά κεφάλαια ακόμη και σε εταιρείες-κολοσσούς των κλάδων του πετρελαίου και του αερίου, δημιουργούν προβληματισμούς όσον αφορά στην εναλλακτική αυτά τα κεφάλαια να διατίθενται για επενδύσεις καινοτομίας που θα οδηγούσαν στην μείωση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα από τις κύριες δραστηριότητες αυτών των εταιρειών, όπως για παράδειγμα οι τεχνολογίες CCUS.
Σε κάθε περίπτωση, τόσο το μέλλον του κλάδων του πετρελαίου και του αερίου όσο και η πραγματική συνεισφορά τους στις προσπάθειες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα κριθεί στο κατά πόσο οι κλάδοι αυτοί θα καταφέρουν να προσαρμόσουν τις κύριες δραστηριότητες τους, αξιοποιώντας καινοτόμες τεχνολογίες που θα τους δώσουν την δυνατότητα να έχουν μια ουσιαστική θέση στο τραπέζι των συζητήσεων για ένα βιώσιμο μέλλον. Συνεπώς, η εστίαση των επενδύσεων τους προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν πιο ωφέλιμη τόσο για τους ίδιους του κλάδους, όσο και για τις συνολικές προσπάθειες για περιορισμό της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα από την χρήση ρυπογόνων μορφών ενέργειας στη παγκόσμια οικονομία.