Οι Στέρεο Νόβα εμφανίστηκαν από το πουθενά το 1992 στη σύγχρονη ελληνική μουσική σκηνή η οποία μόλις είχε καταφέρει να μειώσει την «διαφορά φάσης» της από την διεθνή που την χαρακτήριζε από το ξεκίνημα της και τα περισσότερα από τα συγκροτήματα της τα οποία χρησιμοποιούσαν αγγλικό στίχο να το κάνουν με μιαν επιτέλους στοιχειωδώς σωστή προφορά.
Επιβεβαιώνοντας πλήρως το όνομα τους (nova είναι ο αστρονομικός όρος για την ξαφνική εμφάνιση ενός νέου αστέρα, η ακριβής ελληνική απόδοση είναι καινοφανής αστέρας) έλαμψαν όχι όμως εκτυφλωτικά και για σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν έφτασαν – και ούτε άλλωστε το επιδίωξαν - ποτέ να γίνουν σουπερνόβα, το είδος του υπέρλαμπρου άστρου που η μάζα του είναι τόσο μεγάλη ώστε κυριολεκτικά μην αντέχοντας το ίδιο το βάρος του εκρήγνυται κάνοντας πιο αισθητή από ποτέ την ύπαρξη του την στιγμή της αυτοκαταστροφής του και ενώ επί της ουσίας έχει ήδη χαθεί. Οι ημέτεροι Στέρεο Νόβα, συνεπείς θα έλεγες και με την πρώτη λέξη του ονόματος τους, προχώρησαν προσεχτικά και σταθερά μέχρι το σημείο όπου, ήρεμα και ήσυχα, πέρασαν σε μια φάση διαρκούς έκθλιψης. Ήδη στον λίγο χρόνο που ακτινοβολούσαν είχαν επηρεάσει πολλούς οι οποίοι έγιναν πολύ περισσότεροι στη συνέχεια συναποτελώντας το εγχώριο ηλεκτρονικό μουσικό στερέωμα το οποίο εκείνοι είχαν σηματοδοτήσει την ύπαρξη του, αν δεν το είχαν δημιουργήσει εκ του μη όντος. Είκοσι ένα χρόνια μετά, το ίδιο ξαφνικά και απρόσμενα με την πρώτη φορά, οι Στέρεο Νόβα επανεμφανίζονται μη διεκδικώντας μια θέση σε αυτό το στερέωμα αλλά απλά ξαναπαίρνοντας εκείνη που είχαν εξαρχής και δεν έχασαν ποτέ, ακόμα και στις δύο δεκαετίες κατά τις οποίες δεν ήταν ορατοί. Μια θέση που ήταν, είναι και θα είναι στο διηνεκές μόνο δική τους...
Σωτήριον έτος 1992. Χωρίς καμία προειδοποίηση ένας δίσκος κυκλοφορεί από μιαν ελληνική ανεξάρτητη εταιρεία (για την Ιστορία την σημαντικότερη της εποχής, την Wipe Out) διαφορετικός από όλους τους άλλους. Στο κατάλευκο φόντο του εξωφύλλου η φωτογραφία δύο αγοριών αλλά έτσι ώστε ουσιαστικά να φαίνονται μόνον οι ίσκιοι τους και μάλιστα με γυρισμένη την πλάτη τους στον φακό, ούτε καν τα περιγράμματα των προσώπων τους δεν διακρίνονταν ενώ κοιτούσαν προς κάτι άδηλο το οποίο μόνον εκείνοι γνώριζαν. Μαζί δύο μόνον λέξεις που αρχικά ξένιζαν καθώς τίποτα δεν τις συνέδεε, Στέρεο Νόβα, όνομα του γκρουπ και τίτλος του album ταυτόχρονα...Στο οπισθόφυλλο τα ονόματα των δημιουργών του γραμμένα και αυτά με τρόπο που δεν είχες ποτέ μέχρι τότε συναντήσει τουλάχιστον σε ελληνικό δίσκο, Κωνσταντίνος Βήτα και Μιχάλης Δέλτα.
Για πάρα πολλούς ο δίσκος αυτός ήταν – και για αρκετούς παρέμεινε για πάντα – απλά ακατανόητος. Μόνον οι λίγοι που παρακολουθούσαμε συνειδητά και συστηματικά τις εξελίξεις της σύγχρονης μουσικής μέσα στον χρόνο – και οι ακόμα λιγότεροι οι οποίο ήδη γράφαμε για αυτήν ή την παίζαμε στο ραδιόφωνο – καταλάβαμε ότι εκείνο που έκαναν αυτά τα δύο παιδιά ήταν να πάρουν την ηλεκτρονική ποπ, εκείνη δηλαδή η οποία παιζόταν μόνο με synthesizers και drum machines και όχι με τα μέχρι τότε δεδομένα ηλεκτρικά όργανα και με τους Human league, Depeche Mode και πολλούς άλλους εκπροσώπους της ήταν ένα από τα κυρίαρχα ιδιώματα στην Βρετανία στο μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’80 και να την μπολιάσουν κυρίως με τους ρυθμούς αλλά μερικές φορές και τις ατμόσφαιρες της ηλεκτρονικής χορευτικής μουσικής, άλλως πως της dance πλευράς της electronica, που είχε εμφανιστεί επίσης στην Αγγλία στα τέλη της ίδια δεκαετίας και μέχρι τότε είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο σχεδόν τον δυτικό κόσμο, με την rave κουλτούρα να έχει ήδη φτάσει τουλάχιστον και στην Αθήνα. Πολλά ambient στοιχεία και αρκετά από το ξέφρενο κλίμα και ιδίως τις ενορχηστρώσεις του rave, της πρωτόλειας δηλαδή ακόμα μορφής του techno συμπλήρωναν το παζλ ενός συνόλου που κατάφερνε να είναι από την αρχή μεγαλύτερο από το άθροισμα των μελών του και για αυτό άκρως προσωπικό και όχι λίγο ιδιοσυγκρασιακό.
Αυτό όσον αφορά στην μουσική των λίγων instrumental κομματιών και των υπολοίπων που είχαν φωνή. Ήταν αδύνατο να αποκαλέσεις τα τελευταία τραγούδια με την τυπική, οσοδήποτε διευρυμένη, έννοια του όρου καθώς οι ελεύθεροι, με ελάχιστες ομοιοκαταληξίες αλλά πάρα πολλές εσωτερικές παρηχήσεις, στίχοι του Κωνσταντίνου Β δεν είχαν τίποτα το κοινό με τους «παραδοσιακούς» των τραγουδιών. Είχε υπάρξει βέβαια ένα προηγούμενο, εκείνοι στην ηλεκτρονική τριλογία της Λένας Πλάτωνος, μιας δημιουργού την οποία ο Κωνσταντίνος Β όχι απλά εκτιμούσε βαθύτατα αλλά και αναγνώριζε ως την κυριότερη εγχώρια επιρροή του, στιχουργικά τε και μουσικά. Δεν είναι διόλου συμπτωματικό ότι όχι μόνον είχε φροντίσει να τη γνωρίσει προσωπικά αλλά επιπλέον λίγα χρόνια αργότερα, το ’97, επιμελήθηκε την συλλογή «Το Μίξερ Της Λένας Πλάτωνος» στην οποία ο ίδιος και αρκετοί ακόμα εκπρόσωποι της ελληνικής electronica σκηνής που ήδη είχε αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της έκαναν remixes ή και έδιναν τις δικές τους ηλεκτρονικές εκδοχές για μια σειρά τραγουδιών της. Όμως ακόμα και σε αυτή την ηλεκτρονική τριλογία – στην οποία, σε αντίθεση με το υπόλοιπο έργο της, ερμηνεύτρια ήταν η ίδια – η φωνητική εκφορά των κομματιών της Πλάτωνος λίγο – πολύ ακολουθούσε την τραγουδιστική φόρμα. Ο Κωνσταντίνος Β πήρε αυτό που ξεκίνησε εκείνη και το προχώρησε στο έπακρο, δεν τραγουδούσε καθόλου αλλά μόνον απήγγειλε ρυθμικά. Οι ενημερωμένοι ακροατές και μόνον πάλι κατενόησαν ότι μετέφερε όχι απλά στα ελληνικά αλλά γενικότερα στα καθ’ ημάς την φόρμα του rap, τουλάχιστον μια πενταετία πριν η εγχώρια hip-hop σκηνή βγει στο προσκήνιο.
Μεταπηδώντας σε μιαν επίσης ανεξάρτητη αλλά μεγαλύτερη εταιρεία έναν χρόνο αργότερα ήρθε το «Ντισκολάτα». Η αλλαγή εταιρείας όμως ήταν η μικρότερη, πολύ πιο σημαντικές ήταν η προσθήκη τρίτου μέλους, του Αντώνη Π και το ότι αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση ως παραγωγού του Coti K ο οποίος – πέραν από την προσωπική δημιουργική πορεία του – ως ηχολήπτης/παραγωγός, καθώς για εκείνον οι δύο αυτές έννοιες ταυτίζονται, για τα επόμενα περίπου δέκα πέντε χρόνια θα αποτελούσε καθοριστικότατο παράγοντα εξέλιξης και ανάπτυξης των περισσότερων τάσεων και ρευμάτων της σύγχρονης ελληνικής σκηνής. Αποτέλεσμα αυτών αλλά βέβαια και σκληρής εργασίας ήταν ένας δίσκος που όχι μόνον εξέλισσε αυτό που είχαν κάνει στο ντεμπούτο τους αλλά και το υπερέβαινε κατά πολύ, γεγονός το οποίο ισχύει και ίσως ακόμα περισσότερο για το «Ασύρματος Κόσμος» του ’94 με τον Coti K. να είναι πλέον ουσιαστικά το άτυπο τέταρτο μέλος τους, όχι μόνο στο στούντιο αλλά συχνά και στις συναυλίες. Κάπου εκεί ήταν που η γραφή των ονομάτων τους στα εξώφυλλα άρχισαν να συντομεύεται και να γίνεται ακόμα πιο παράξενη, μόνον αρχικά πλέον, Κ. Β. και μερικές φορές Κάπα Β, Μ. Δ. και Α. Π.
“Παρατηρώντας κανείς αυτές τις δύο τόσο διαφορετικές διαδρομές..δεν μπορεί παρά να συνειδητοποιήσει κάποιες αλήθειες για την Ελλάδα των τελευταίων τριών δεκαετιών...Οι Σ. Ν. εξέφρασαν εντός της μουσικής και διαμέσου αυτής μια πολύ συγκεκριμένη γενεά, αυτήν ακριβώς που έζησε την ψηφιακή εποχή από την γέννηση της μέχρι σήμερα.”
Αφού μεσολάβησε μια συλλογή με ακυκλοφόρητο ως τότε υλικό το ’95 ήρθε το διπλό «Τέλσον», το πιο σύνθετο μέχρι τότε album τους αν και κάτι διαφορετικό από τα προηγούμενα υπήρχε στον «αέρα» του για όσους τους ήξεραν καλά. Με τον Αντώνη Π. επί της ουσίας να έχει αποχωρήσει πριν ακόμα αυτό ανακοινωθεί επίσημα (συνέχισε με μα σειρά άλλων σχημάτων και κυρίως προσωπικών projects και πλέον έχει κατά βάση επικεντρωθεί στην μουσική για χορό) το «Βιταμίνα Τεκ» του ’97 το έκανε το δίδυμο Κ. Β. και Μ. Δ. όπως και το ντεμπούτο τους. Αν και σε αυτό όμως υπήρχε μια από τις ομορφότερες στιγμές τους, το πρώτο και μοναδικό ίσως αληθινό τραγούδι τους, το «Ταξίδι Στη Γη» που για αυτό ακριβώς το εμπιστεύθηκαν στη φωνή της Πόπης Αστεριάδη η οποία το ερμήνευσε υπέροχα, ήταν φανερό πως τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Ουσιαστικά κάτω από το όνομα Στέρεο Νόβα καθένας από τους δύο είχε φτιάξει τα δικά του κομμάτια, σε ελάχιστα συνυπήρχαν αμφότεροι και όσοι τους γνωρίζαμε και προσωπικά καταλάβαμε ότι οι διαφορές που είχαν ανακύψει ανάμεσα τους ήταν πολύ περισσότερες μα και σημαντικότερες από μόνο μουσικές, σε τέτοιο βαθμό ώστε το τέλος της διαδρομής είχε ήδη φτάσει και ο πέμπτος δίσκος τους απλά το επισφράγισε. Χωρίς ποτέ να υπάρξει επίσημη ανακοίνωση διάλυσης και μόνο με αμφοτέρους να το επιβεβαιώνουν έμμεσα σε συνεντεύξεις τους αλλά και αυτό μετά από αρκετό καιρό οι Στέρεο Νόβα έπαψαν να υπάρχουν ακριβώς γιατί είχε φτάσει η στιγμή που οι δρόμοι, μουσικοί και μη, του ιδρυτικού διδύμου - το οποίο επί της ουσίας ποτέ δεν έπαψε να είναι τέτοιο - αναπόφευκτα χώρισαν.
Ο Κωνσταντίνος Β γεννήθηκε στην Μελβούρνη, έζησε τα πρώτα χρόνια του στην Αθήνα, επέστρεψε στην Αυστραλία για να σπουδάσει ζωγραφική, γυρίζοντας στην Ελλάδα εργάστηκε για μερικά χρόνια ως γραφίστας - και εξακολουθεί να επιμελείται περισσότερο ή λιγότερο άτυπα τα εξώφυλλα των περισσοτέρων δίσκων του - αλλά φυσικά από την εποχή περίπου του τρίτου album των Σ. Ν. αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην μουσική. Προϊόν και τέκνο λοιπόν όχι μόνο της αντίστοιχης κουλτούρας δύο τουλάχιστον πολύ απομακρυσμένων μεταξύ τους και εξίσου διαφορετικών τόπων αλλά και φορέας ακόμα πιο πολλών πολιτισμών και με την ιδιότητα του ως εικαστικός να τροφοδοτεί συνεχώς, διακριτικά μεν αλλά και καθοριστικά, όχι μόνο την στιχουργική αλλά ακόμα και την στιχουργική γραφή του ζει, λειτουργεί και καταγράφει πριν και πάνω από όλα το αστικό – και απολύτως συγκεκριμένα το αθηναϊκό - τοπίο και την ζωή εντός αυτού («μου αρέσει η χαλάρωση και η διανοητική ξεκούραση που προσφέρει η εξοχή αλλά πάντα επιστρέφω στην πόλη, είμαι παιδί της και αυτός είναι ο χώρος μου», μου είχε πει σε μιαν από τις ουκ ολίγες συνεντεύξεις μας) με βιωματικό, προσωπικό, μερικές φορές ακόμα και συγκινητικά αυτοβιογραφικό αλλά ποτέ εγωπαθή, έτσι ώστε να αποκλείει οποιονδήποτε πιθανό δέκτη, τρόπο.
Όλα αυτά αποτυπώθηκαν από το ’98 σε μια σειρά δέκα έξι δίσκων – συμπεριλαμβανομένου δύο live – που ο πιο πρόσφατος, το ηχογραφημένο ζωντανά τρία χρόνια νωρίτερα στην Στέγη Ιδρύματος Ωνάση «Συγκατοίκηση», κυκλοφόρησε το ’16 ενώ επίσης έχει γράψει μουσική για χορό και για θεατρικές παραστάσεις, ανάμεσα τους και αρχαίας τραγωδίας, της οποίας ένα μέρος μόνον υπάρχει στους προαναφερθέντες δίσκους. Σε αυτούς περιλαμβάνεται και το «ΜΕΤΑ-» του ’01, το album που έγραψε ειδικά για την Δήμητρα Γαλάνη η οποία ερμήνευσε όλα τα τραγούδια (και ως εκ τούτου διαφέρει από την υπόλοιπη δισκογραφία του) και το «Transformations» του ’03 με ηλεκτρονικές «μετεγγραφές»/παρεμβάσεις/remixes τραγουδιών του Μάνου Χατζιδάκι επάνω στις πρωτότυπες ηχογραφήσεις τους και το οποίο προφανώς έδειξε έμπρακτα – σε όσους δεν την είχαν εντοπίσει μέχρι τότε – την δεύτερη μεγάλη επιρροή του από την ελληνική μουσική μετά την Λένα Πλάτωνος. Αξίζει να υπογραμμίσω πάντως ότι η πόλη ως μόνιμο και παράδοξα «ζωντανό» πλαίσιο αναφοράς καθόριζε την θεώρηση και την δημιουργία του Κωνσταντίνου Β ήδη από το ξεκίνημα των Σ. Ν., ενδεικτικό το θαυμάσιο εναρκτήριο instrumental του «Ντισκολάτα», το «Νέα Ζωή 705», που ο τίτλος του δεν ήταν τίποτα άλλο από το όνομα της τότε...λεωφορειακής γραμμής της συνοικίας όπου ζούσαν αμφότερα τα ιδρυτικά μέλη του γκρουπ!
Ο (κατά οκτώ χρόνια νεότερος του, γεγονός που πάντα είχε μεγάλη σημασία στην εσωτερική χημεία των Σ. Ν.) Μιχάλης Δ είναι και αυτός παιδί των υποβαθμισμένων δυτικών περιοχών της Αθήνας - πολύ πριν οι Πυξ Λαξ οι οποίοι φυσικά επίσης γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε αυτές τις βάλουν στον μουσικό χάρτη – αν και, κατά δήλωση του, του ταιριάζει πολύ περισσότερο το Βερολίνο . Ηταν ο πρώτος που παρουσίασε project εκτός των Σ. Ν. με τους Τετράγωνο 19, ένα ηλεκτρονικό τρίο το οποίο κυκλοφόρησε δύο albums αντίστοιχα το ’95 και το ΄96. Όμως έπρεπε να περάσουν δύο χρόνια από την διάλυση των Σ. Ν. για να ξεκινήσει το ’99 την καθαρά προσωπική διαδρομή του η οποία μέχρι το ’17 απαριθμεί δέκα έξι δίσκους, στην πλειοψηφία τους οργανικούς όπως ήταν απόλυτα φυσιολογικό αφού η συνεισφορά του στους Σ. Ν. ήταν και παρέμεινε μόνον μουσική και ποτέ στιχουργική ή πολύ περισσότερο ερμηνευτική. Προφανής εξαίρεση το album «Το Χρώμα Της Ημέρας» το οποίο έγραψε για την Τάνια Τσανακλίδου, κατά σύμπτωση την ίδια ακριβώς χρονιά (’01) που ο Κωνσταντίνος Β έκανε το ίδιο για την Δήμητρα Γαλάνη. Αντίθετα με τον πρώην συνεργάτη του ο οποίος σχεδόν εξαρχής, ήδη από την εποχή των Σ. Ν. και φυσικά πάντα εντός ενός ηλεκτρονικού πλαισίου, προσέθετε περισσότερα ή λιγότερα ακουστικά – ή έστω ηλεκτρικά – στοιχεία ο Μιχάλης Δ παρέμεινε πάντα πιστός στην electronica και κυρίως στην techno πλευρά της με ορισμένους από τους δίσκους του να είναι αμιγέστατα χορευτικοί και μάλιστα στο έπακρο. Κάποιοι πειραματισμοί του με έγχορδα δεν ήταν παρά οι εξαιρέσεις που, όπως πάντα, απλά επιβεβαίωναν τον κανόνα.
Παρατηρώντας κανείς αυτές τις δύο τόσο διαφορετικές διαδρομές που αμφότερες ξεκίνησαν από την σύντομη αλλά τόσο γλυκά λαμπερή τροχιά των Σ. Ν. – και σε συνδυασμό με αυτήν - διαμέσου του χρόνου και με την όλο και μεγαλύτερη ασφάλεια την οποία δίνει το πέρασμα του δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει κάποια πράγματα ή καλύτερα να συνειδητοποιήσει κάποιες αλήθειες για την Ελλάδα των τελευταίων τριών δεκαετιών οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις αφορούν πάρα πολύ και στην πορεία της δική του ζωής σε αυτήν. ΟΙ Σ, Ν. εξέφρασαν εντός της μουσικής και διαμέσου αυτής μια πολύ συγκεκριμένη γενεά, αυτήν ακριβώς που έζησε την ψηφιακή εποχή από την γέννηση της μέχρι σήμερα. Θυμόμαστε τον καιρό που τηλεφωνώ σε κάποιον σήμαινε μόνο σηκώνω το ακουστικό του σταθερού γιατί τα κινητά τηλέφωνα δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα, τους πρώτους ογκώδεις υπολογιστές πάνω σε γραφεία (γιατί ούτε μπορούσαμε ακόμα να φανταστούμε πως θα ήταν ένα laptop!) και ενώ μπορούσες να φτιάξεις καφέ μέχρι να κάνουν booting του DOS ή των αρχικών MacOS και τα πρώτα στάδια του Internet με τα dial up modems που μπορεί να χρειάζονταν και τρεις και τέσσερις προσπάθειες μέχρι να συνδεθούν, αν ήσουν τυχερός γιατί μερικές φορές αποδεικνυόταν απλά αδύνατο καθώς η υποδομή των τηλεφωνικών γραμμών δεν ήταν ακόμα επαρκής. Ολα αυτά συν την «διαφορά φάσης» της Ελλάδας από τις υπόλοιπες δυτικές χώρες που ανέφερα στον πρόλογο, μικρότερη ίσως από παλαιότερες εποχές και συγκριτικά με άλλους τομείς αλλά υπαρκτή μέχρι τουλάχιστον και το 2005.
Μεγαλώσαμε μαζί με την τεχνολογία, έπρεπε να μάθουμε και να κατανοήσουμε τις ταχύτατες και από ένα σημείο και μετά ιλιγγιώδεις εξελίξεις της (δηλαδή τον πραγματικό και όχι επαγγελόμενο εκ πρωθυπουργικών χειλέων εκσυγχρονισμό της καθημερινότητας και σταδιακά της ζωής σε κάθε έκφανση της) οι οποίες για τις νεότερες γενεές είναι δεδομένες από την στιγμή ήδη που αρχίζουν να συνειδητοποιούν τον κόσμο, με κόπο τον οποίο όποιος δεν τον κατέβαλλε δεν μπορεί να τον αντιληφθεί το κατορθώσαμε και είμαστε σήμερα εδώ, στο παρόν, με διαρκή προσαρμογή στις νέες συνθήκες οι οποίες ήδη αύριο μπορεί να είναι παλαιές και ικανοί να χειριζόμαστε τα touch screen πανάλαφρα αλλά με τεράστια μνήμη tablets, σε συγχρονισμό πιθανά με διάφορα wearables και με τις ταχύτητες του Wi-Fi πλέον να είναι ασύλληπτες και σίγουρα σε θέση να κάνουμε το ίδιο και με όποιαν άλλη επινόηση μας προσφέρει στο μέλλον η ψηφιακή επανάσταση. Μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές των Σ. Ν. στον αληθινά σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό είναι ότι πρώτοι οραματίστηκαν μέσα από το έργο τους αυτόν τον νέο (το αν είναι και θαυμαστός επαφίεται σε καθέναν να το πει ...) κόσμο και στη συνέχεια κατέγραψαν τις απαρχές του, τα πολύ κρίσιμα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 όταν η τεχνολογία άρχισε να μετασχηματίζει ραγδαία την δομή, σε ένα βαθμό ακόμα και την φύση, της διεθνούς άρα και, έστω και με καθυστέρηση, επίσης της ελληνικής κοινωνίας.
Με εξαίρεση τους λίγους που, όπως συμβαίνει σε κάθε γενεά, δυστυχώς έφυγαν πολύ νωρίς το πως αντιμετωπίσαμε όλες αυτές τις εκ βάθρων αλλαγές που πρώτοι κατέγραψαν οι Σ. Ν. και πορευτήκαμε με βάση αυτές ήταν βέβαια θέμα της προσωπικότητας καθενός μας. Κάποιοι ακολουθήσαμε τα δύο μέλη τους θεωρώντας όλες αυτές τις τεχνολογικές ανακαλύψεις ένα ακόμα, ισχυρότερο ίσως από όλα τα προϋπάρχοντα, μέσο για την περαιτέρω εξερεύνηση, του εαυτού μας καταρχήν και στη συνέχεια του κόσμου εντός του οποίου ζούμε και με τον ίδια πάντα αντικειμενικό σκοπό, την βελτίωση της ζωής μας, προσωπικά και εντέλει και συλλογικά. Κάποιοι άλλοι έμειναν πίσω, όχι από τεχνολογικής πλευράς αλλά γιατί προτίμησαν τον παραδοσιακό ελληνικό τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, όπως τους τον είχαν παραδώσει και τον ήξεραν και για αυτό ίσως ήταν και ο μόνος τον οποίο εμπιστεύονταν. Αυτός βέβαια δεν είναι άλλος από τον γνωστό ήδη από την Τουρκοκρατία και πάντα ίδιο και απαράλλακτο, το να χρησιμοποιείς τα πάντα με τα πλέον ιδιοτελή ωφελιμιστικά κριτήρια, μόνο για αυτό που έστω νομίζεις ότι είναι καλό για εσένα προσωπικά, το πολύ και για τον στενό οικογενειακό κύκλο και την παρέα σου. Ο πλέον εγγυημένος δηλαδή για να μην αλλάξει τίποτα και ποτέ, όχι τουλάχιστον προς το καλύτερο αλλά μόνο προς το χειρότερο και νομίζω ότι αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας, σε κάθε έκφανση της κοινωνίας και της δημόσιας ζωής μας, ήδη μάλιστα αρκετά πριν εκδηλωθεί η κρίση, για να το διαπιστώσουμε και με το παραπάνω.
Πέραν όμως από διαπιστώσεις οι διαδρομές των δύο πρώην πλέον μελών των Σ. Ν. ήταν εντελώς ασύμπτωτες και από ένα σημείο και μετά ολοένα και πιο αποκλίνουσες. Οχι μόνον το προσωπικό έργο καθενός δεν είχε καμία σχέση με του άλλου αλλά και για ένα πολύ μεγάλο διάστημα δεν υπήρχε επαφή, ούτε καν επικοινωνία ανάμεσα τους. Κάποια στιγμή οι πάγοι άρχισαν να σπάνε και υπήρξε μία επανασύνδεση to ’08 ώστε να πραγματοποιηθεί μία και μόνη συναυλία στο πλαίσιο του εορταστικών εκδηλώσεων για την συμπλήρωση ενός αριθμού ετών κυκλοφορίας ενός περιοδικού. Οπως όμως γνωρίζουμε και από ανάλογες περιπτώσεις του εξωτερικού τέτοιες επανενώσεις γίνονται για βιοποριστικούς λόγους – κάτι που δεν είναι διόλου κατακριτέο, οι μουσικοί πρέπει να μπορούν να επιβιώνουν από την εργασία τους όπως και οποιοσδήποτε άλλος – και επίσης για τους καθόλου ευκαταφρόνητους συναισθηματικούς οι οποίο σε συνδέουν με το πιστό και αφοσιωμένο κοινό σου. Αληθινή επανασυγκρότηση ενός γκρουπ όμως δεν συμβαίνει όταν ξαναπαίζει το παλαιότερο υλικό του αλλά μόνον όταν δημιουργεί νέο. Στην περίπτωση των Σ. Ν. και όσο περνούσε ο καιρός αυτό φαινόταν από πολύ μέχρι εντελώς απίθανο.
Παρόλα αυτά πριν λίγο καιρό ανακοινώθηκε ξαφνικά από την έγκριτη Πατρινή ανεξάρτητη εταιρεία (πάντα τέτοια, αν και αμφότερα τα μέλη τους έχουν κυκλοφορήσει δίσκους σε μεγάλες πολυεθνικές οι Σ. Ν. δεν το έκαναν και μάλλον δεν θα το κάνουν ποτέ) Inner Ear η κυκλοφορία ενός νέου album των Στέρεο Νόβα! Η αναγγελία έχει πλέον μετατραπεί σε γεγονός, κρατώ στα χέρια μου τον έκτο – μείον τις ουκ ολίγες συλλογές που κυκλοφόρησαν πριν και κυρίως μετά την διάλυση τους - δίσκο τους ο οποίος κυκλοφορεί είκοσι ένα συναπτά έτη μετά τον πέμπτο. Σχεδόν αυτόματα τα μάτια πηγαίνουν πρώτα στο οπισθόφυλλο και διαβάζουν την ίδια πάντα, σταθερή σημείωση κάτω από το track list: Μουσική Κ. Βήτα – Μ. Δέλτα, Λέξεις (είναι παράδοξο αλλά και πολύ ενδιαφέρον ότι ένας από τους πιο προικισμένους, ιδιαίτερους και προσωπικούς στιχουργούς της μεταπολιτευτικής περιόδου που οι στίχοι πού συχνά απλά είναι αληθινή ποίηση δεν τους έχει αποκαλέσει ποτέ έτσι) Κ. Βήτα. Η ίδια πάντα κωδικοποίηση που επίσης σημαίνει πάρα πολλά για όσους έχουν μελετήσει και κατανοήσει το έργο τους...
Γυρίζω το CD, κοιτώ το εξώφυλλο και δεν μπορώ να μην διαπιστώσω τις ομοιότητες αλλά και τις καθοριστικές διαφορές από εκείνο του ομότιτλου ντεμπούτου τους πριν από είκοσι έξι χρόνια. Δύο σιλουέτες και πάλι που δεν διακρίνονται τα χαρακτηριστικά τους αλλά αυτή τη φορά όχι ακίνητες και με την πλάτη γυρισμένη στον φακό, φωτογραφημένες από το πλάι και καθώς βαδίζουν, δίπλα αλλά με την μια να προπορεύεται ελάχιστα, προς τα δεξιά, δηλαδή προς την ανατολή και με το χρώμα τους να είναι γκρίζο, σα να είναι ίσκιοι, όπως και στον πρώτο δίσκο μόνο που τότε ήταν μαύροι. Γιατί το φόντο τους δεν είναι λευκό όπως τότε αλλά μια διχρωμία, τρεις διαφορετικές αποχρώσεις του καφέ για το έδαφος και αυτό που κυριαρχεί στο μεγαλύτερο μέρος του εξωφύλλου, το γαλάζιο του ουρανού. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο άμεση παραπομπή στον απλό, μονολεκτικό τίτλο του δίσκου, δηλαδή «Ουρανός». Τότε είναι που προσέχεις ότι το πλέον ίσως «αστικό συγκρότημα» της χώρας μας επέλεξε για πρώτη φορά ένα εξώφυλλο δίσκου του να μην απεικονίζει την πόλη, δεν υπάρχει ούτε ίχνος κτιρίου, αλλά την ύπαιθρο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο εικαστικός Κ. Βήτα κάτι ή και πολλά θέλει να πει έτσι σε σχέση με το περιεχόμενο του.
Το περιεχόμενο αυτό δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο εκτός από Σ. Ν. όπως τους ξέραμε και ήδη από την εισαγωγή του πρώτου κομματιού, τα αναλογικά όπως πάντα – σε πείσμα των ασύγκριτα πιο εξελιγμένων πλέον ψηφιακών που επιβάλλουν οι καιροί – synthesizers με τον «ζεστό» ήχο των γεννητριών τους, ρυθμοί από drum machines όπως τότε ή που έστω να δείχνουν ότι προέρχονται από τέτοιες, τα φωνητικά του Κωνσταντίνου που ούτε είχαν και ούτε θα έχουν ποτέ οτιδήποτε κοινό με οποιουδήποτε άλλου, ταυτόχρονα όμως γίνονται αμέσως αντιληπτές οι λεπτές, διακριτικές διαφορές από οτιδήποτε είχαν κάνει τότε. Πριν ακόμα αρχίσω να ακούω το CD παρατηρώ ότι οι τίτλοι των κομματιών χωρίζονται σε δύο μεγάλες ομάδες στους λίγους που αναφέρονται στο παρελθόν («Βίντεο Κλαμπ», «Νέα Μόδα», «Θηβών» και «Διασταύρωση Ρέηβ») και....όλους τους υπόλοιπους.
Η αναλογία instrumentals και κομματιών με φωνή είναι λίγο – πολύ η ίδια όπως πάντα αλλά ήδη η πρώτη ακρόαση αποκαλύπτει το concept του album. Οι Σ. Ν. εδώ κοιτάζουν προς τα πίσω, λίγο όμως, τόσο ακριβώς όσο για να εντοπίσουν και να θυμηθούν από που ξεκίνησαν ώστε να μην ξανακοιτάξουν άλλο προς αυτή την κατεύθυνση αλλά μόνον προς τα εμπρός για να μπορέσουν στη συνέχεια και να αρχίσουν και να βαδίζουν προς τα εκεί. Περνώντας λοιπόν από μιαν «Ασύμμετρη Διάταξη» που πάνω της λάμπει ένα «Τρίγωνο Φως» και ανάμεσα από «Τα Δέντρα» προσπερνούν την «Πισίνα» με την περίκλειστη ασφάλεια της για να πάνε στην «Ακτογραμμή», να περπατήσουν κατά μήκος της για να την γνωρίσουν καλύτερα μέχρι το σημείο στο οποίο χτίζουν «Γέφυρες» για να τις διασχίσουν στη συνέχεια φτάνοντας στην «Ισορροπία», κεντρικό κομμάτι του δίσκου και πρώτο που κυκλοφόρησε από αυτόν. Γιατί η ισορροπία είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει στην κατεύθυνση η οποία είναι το αίτημα κάθε ζωής, προς τα εμπρός και ολοένα υψηλότερα, δηλαδή στο οργανικό κομμάτι που δίνει τον τίτλο στον δίσκο. «Ουρανός», με άλλα λόγια να προχωρείς προς τα εμπρός αλλά κοιτάζοντας ταυτόχρονα προς τα εκεί και προς τα επάνω, σε μιαν αέναη προσπάθεια να υπερβείς τις προβλήματα, τις δυσκολίες, τις διαψεύσεις και ματαιώσεις και εντέλει τον ΄ίδιο τον εαυτό σου, τα λάθη και τις αδυναμίες σου, ακόμα και τα όρια σου.
Αν μου επιτρέπεται μια προσωπική αναφορά θα πω ότι η γνωριμία μου με τον Κωνσταντίνο που χρονολογείται πριν ακόμα από τον σχηματισμό των Σ. Ν. και από ένα σημείο και μετά εξελίχθηκε σε φιλία πέραν επαγγελματικών σχέσεων με βοηθά να αντιληφθώ και να αποκωδικοποιήσω τους συμβολισμούς όλων σχεδόν αυτών των τίτλων οι οποίοι δεν αναιρούν σε τίποτα την κυριολεξία αρκετών. Συμβολισμούς που αποτυπώνονται ή και σχολιάζονται ακόμα από τα μουσικά στοιχεία του «Ουρανός», το ότι για παράδειγμα οι ambient ατμόσφαιρες κάνουν πλέον αισθητή από κάθε προηγούμενη φορά την παρουσία τους ενώ από την άλλη οι μνήμες από την μινιμαλιστική μελωδικότητα του πρώιμου house είναι πολύ πιο έντονες από το ξεκίνημα τους το οποίο προφανώς ήταν πολύ πιο κοντινό χρονικά σε αυτήν την φάση του ιδιώματος και αντίστοιχα απουσιάζουν τα rave στοιχεία που μερικές φορές κυριαρχούσαν τότε. Ακόμα και το φίναλε του album με το Pad Mix του δεύτερου κομβικού κομματιού, του «Νέα Μόδα», δηλαδή ένα δεόντως πιο χορευτικό remix του, είναι ένα «κλείσιμο ματιού» στην κουλτούρα της έκρηξης του dance που όμως δεν έκαναν ποτέ την εποχή κατά την οποία συνέβαινε αυτή.
Ο Κωνσταντίνος και ο Μιχάλης, ο Μιχάλης και ο Κωνσταντίνος συνδημιουργούν και πάλι λοιπόν, οι Στέρεο Νόβα υφίστανται ξανά. Οι αποκλίνουσες διαδρομές συνέκλιναν αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα ταυτιστούν και πάλι ή έστω και θα ευθυγραμμιστούν - δεν είναι συμπτωματικό ότι αποφάσισαν να μην δώσουν ούτε μία συνέντευξη για τον δίσκο – και αυτό όχι μόνον είναι αδύνατο αλλά ούτε και χρειάζεται, θα έλεγα και ότι δεν πρέπει να συμβεί. Οι ξεχωριστές και απόλυτα διακριτές διαδρομές τους θα συνεχιστούν αδιατάρακτες και απλά κάποιες φορές θα διασταυρώνονται για λίγο, τόσο ώστε να ηχογραφήσουν ένα album ή να πραγματοποιήσουν ελάχιστες συναυλίες όπως αυτή με αφορμή την κυκλοφορία του «Ουρανός» στο πλαίσιο του Summer Nostos Festival του ΚΠΙΣΝ στις 18 Ιουνίου.
Προσωπικά χαίρομαι γνωρίζοντας ότι θα περάσουν πολύ λιγότερα από είκοσι ένα χρόνια για να γράψω ξανά για τους Σ. Ν. και αυτή τη φορά δεν θα πρόκειται για ένα μακροσκελές και στο μεγαλύτερο μέρος του ιστορικό/αρχειακό κείμενο όπως αναγκαστικά ήταν το παρόν. Χαίρομαι γιατί δεν θα διστάσω να ομολογήσω ότι είναι το ελληνικό συγκρότημα που όχι απλά αγαπώ και εκτιμώ αλλά και έχω ταυτιστεί μαζί του περισσότερο από οποιαδήποτε άλλο για πάρα πολλούς λόγους. Ενας μόνον από αυτούς ήταν ότι εξαρχής ένιωσα ότι μοιραζόμασταν κάτι, δίχως να απεχθανόμαστε ή ακόμα και να αποποιούμαστε την ελληνική μουσική μας ήταν πολύ πιο οικείες ο ηλεκτρονικές συχνότητες, μιλούσαν πολύ πιο άμεσα και περισσότερο στο σώμα, την ψυχή, πιθανότατα και το μυαλό μας από τον ήχο του ακόμα και πλέον καλοπαιγμένου μπουζουκιού.
“Αυτό που εξαρχής έκαναν και δεν έπαψαν ποτέ οι Στέρεο Νόβα ήταν να εξερευνούν το μέλλον, πρώτιστα το μουσικό βέβαια αλλά κάθε άλλο παρά μόνον αυτό...”
Ακόμα περισσότερο όμως χαίρομαι για τους ίδιους, για το ότι μετά από μιαν εικοσαετία και ενώ δεν περίμενα να συμβεί ποτέ αυτό παίρνουν και πάλι την θέση η οποία τους ανήκει στο ηλεκτρονικό τμήμα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής, το κενό που είχαν αφήσει σε αυτήν οι αδιαμφισβήτητοι πρωτοπόροι της τώρα που πληρώθηκε φαίνεται πραγματικά πόσο μεγάλο και σημαντικό ήταν. Προφανώς δεν μπορούν να είναι πλέον πρωτοπόροι, αυτό συμβαίνει μια μόνο φορά σε καθέναν από τους όχι πολλούς που το επιτυγχάνουν αυθόρμητα και δίχως να το επιδιώξουν και άλλωστε δεν είναι και απαραίτητο πια. Οι καιροί έχουν αλλάξει, οι δρόμοι της electronica έχουν ανοίξει πλέον για τα καλά και στην Ελλάδα, σε πολύ μεγάλο βαθμό επειδή φρόντισαν να το κάνουν πρώτοι αυτό πριν τόσα πολλά χρόνια οι Στέρεο Νόβα. Ακριβώς για αυτό όμως τους γνωρίζουν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον και αυτός και μόνον είναι ικανός λόγος για να προπορευτούν, να προχωρήσουν λίγο πιο μπροστά από τους υπόλοιπους και με επιπλέον πολύτιμο εφόδιο την τόσο μεγάλη εμπειρία τους να κάνουν ό,τι έκαναν πάντα.
Αυτό που εξαρχής έκαναν και δεν έπαψαν ποτέ οι Στέρεο Νόβα ήταν να εξερευνούν το μέλλον, πρώτιστα το μουσικό βέβαια αλλά κάθε άλλο παρά μόνον αυτό. Αν μάλιστα το μέλλον που οραματιστήκαμε και εξερευνήσαμε παρέα και με την μουσική τους για soundtrack ήταν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό προβλέψιμο εκείνο που έχουμε τώρα μπροστά μας είναι παντελώς άδηλο, δεν ξέρουμε και ούτε καν μπορούμε να φανταστούμε τίποτα για αυτό και το άγνωστο πάντα είναι ίσως πιο απαιτητικό αλλά και πολύ πιο σαγηνευτικό. Ειδικά αν το θεωρείς, το προσεγγίζεις και το εξερευνάς με μόνο γνώμονα αυτά που είπε ο Κωνσταντίνος Β. την μία και μοναδική φορά κατά την οποία έγραψε στίχους στα αγγλικά.
Αυτό συνέβη το ’93 όταν, λίγο μετά την κυκλοφορία του «Ντισκολάτα», προσέθεσε φωνή στο «Νέα Ζωή 705» - που έτσι ο τίτλος του άλλαξε σε «New Life 705» - και με λίγες λέξεις, σε ένα ερωτικό μάλιστα τραγούδι. συνόψισε με τον καλύτερο τρόπο την κοσμοθεωρία των Στέρεο Νόβα. Επίσης όμως και ενός αριθμού άλλων ανθρώπων οι οποίοι δεν βλέπαμε την ζωή σε αυτή τη χώρα μέσα από το συνηθισμένο νεοελληνικό πρίσμα αλλά ένα πολύ πιο διεθνιστικό, δεν αναπτύξαμε ποτέ πελατειακή σχέση με την πολιτική και τα κόμματα, περάσαμε με παγερή αδιαφορία τα χρόνια της ευφορίας και όχι μόνον επειδή μετείχαμε ελάχιστα ή και καθόλου σε αυτήν και βρεθήκαμε να υφιστάμεθα τις συνέπειες της κρίσης πολύ περισσότερο από άλλους ενώ ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι δεν συμβάλλαμε ούτε στο ελάχιστο στο να προκληθεί. Αν λοιπόν η αμέσως προηγούμενη γενεά διατύπωσε την θέληση της για επιβίωση με το «Κι είμαστε ακόμα ζωντανοί/στη σκηνή σαν ροκ συγκρότημα» της Λίνας Νικολακοπούλου αυτό είναι το δικό μας statement, του αθηναϊκού - με όλες τις δυνατές έννοιες της λέξης - underground των τελευταίων τριών δεκαετιών…
I always wanted someone like you
Give me sun
Give me time
Give me life
Give me love
Give me life
Give me love
Give me life...