Ήταν πολύ διαφορετικό από ό,τι είχαμε συνηθίσει το κλίμα στην Βουλή, το Σάββατο, την πρώτη μέρα της συζήτησης για τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός δεν μονοπώλησε την πρώτη ημέρα, όπως συνηθιζόταν. Μετά από αυτόν, πήραν τον λόγο έξι εκπρόσωποι κομμάτων κι έπειτα μίλησαν όλοι οι αρχηγοί. Και ο πρωθυπουργός έμεινε στην θέση του να τους ακούσει όλους, μέχρι να κατέβει, μεσάνυχτα πια, από το βήμα και ο τελευταίος. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα πρωθυπουργό να μένει στην αίθουσα για να ακούσει όλους τους αντιπάλους του. Μικρές λεπτομέρειες, αλλά χαρακτηριστικές.
Χαρακτηριστικές ενός κλίματος. Το οποίο εγκαινίασε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφεύγοντας να τηρήσει το έθιμο κάθε νέα κυβέρνηση να ξεκινά κάνοντας αντιπολίτευση στην αντιπολίτευση, με μια επιθετική αναφορά στην προηγούμενη κυβέρνηση. Οι αναφορές στον αντίπαλο ήταν ελάχιστες κι αυτές εντελώς υπαινικτικές. Αλλά και των αντιπολιτευόμενων οι αγορεύσεις, μπορεί να ήταν- φυσικά- σε ύφος οξύτερο, μα φρόντιζαν να μην υπερβαίνουν το μέτρο που είχε δώσει, την Πέμπτη, ο νέος Πρόεδρος της Βουλής με εκείνη την αναφορά στην Δημήτρη Τσάτσο. Που μας θύμιζε πως η Δημοκρατία υπάρχει χάρις στην αντιπαράθεση των αντιπάλων. Μα όταν αυτή εκτρέπεται σε αγώνα εξόντωσης εχθρών, είναι η αρχή του τέλους της Δημοκρατίας.
Η πρώτη μέρα της νέας Βουλής έδινε έτσι την ελπίδα, ότι μπορεί και να ήταν η πρώτη μέρα μιας νέας εποχής. Σαν η εποχή του παροξυσμού να τελείωσε. Σαν ο θυμός που ήταν ο οδηγός μας για μια ολόκληρη δεκαετία να εξατμίστηκε στις κάλπες. Σαν ο λόγος και το φέρσιμο των πολιτικών να προσγειώθηκαν στα μέτρα μιας χώρας κουρασμένης πια από μια δεκαετία δηλητηριασμένου φανατισμού. Σαν από την νέα Βουλή να μην λείπουν μόνον οι φυσικοί φορείς της ακραίας χυδαιότητας- οι νεοναζί κυνηγοί κεφαλών «προδοτών» ή ο «στα τέσσερα» Καμένος- αλλά και όλη η ατμόσφαιρα, το δημόσιο ήθος που τους γέννησε και τους ανέχθηκε.
Θα είναι όλα αυτά της μιας μέρας χαρά ή θα αντέξουν στον χρόνο; Αυτό, νομίζω, είναι το πρώτο, το σημαντικότερο πολιτικό στοίχημα αυτής της νέας εποχής. Το βέβαιο είναι, ότι τον τόνο τον δίνει πάντα η κυβέρνηση, η πλειοψηφία. Από αυτήν πρωτίστως εξαρτάται. Από την ικανότητά της να αφομοιώσει την απλή αλήθεια πως δεν αρχίζουν όλα μαζί της, ούτε θα τελειώσουν όλα με το τέλος του βίου της- και να επιδείξει την σεμνότητα και την μετριοπάθεια που αυτή η αλήθεια επιβάλει.
Κι έπειτα είναι κι άλλα στοιχήματα που μένουν ανοιχτά. Το στοίχημα της αντοχής του τεχνοκρατικού ορθολογισμού, που επέλεξε ως σημαία του ο Μητσοτάκης, στην δοκιμασία της αντιμετώπισης δύσκολων, κοινωνικά φορτισμένων προβλημάτων, αλλά και στην δοκιμασία της τριβής με το βαθύ κόμμα και τα συμφυή συμφέροντα. Ή το στοίχημα- που έβαλε και έχασε πανηγυρικά κάθε κυβέρνηση εδώ και δεκαετίες- της «αποκομματικοποίησης του κράτους».
Περιμένω με ενδιαφέρον να δω, αν στ′ αλήθεια το δικαίωμα υπογραφής σε κρίσιμους τομείς, που το έχει υφαρπάξει εδώ και δεκαετίες ο «πολιτικός προϊστάμενος», θα επιστραφεί στην δημόσια διοίκηση, στους γενικούς διευθυντές, αν κρίσιμοι ελεγκτικοί φορείς, όπως το ΣΔΟΕ για παράδειγμα, θα λειτουργούν με αυτοτέλεια, δίχως τον ίσκιο της πολιτικής καθοδήγησης, αν τα πανεπιστήμια θα αποκτήσουν πράγματι το δικαίωμα να ορίζουν εκείνα πόσους φοιτητές μπορούν να εκπαιδεύσουν, αν ο μάνατζερ της δημόσιας τηλεόρασης θα επιλέγεται από έναν μη πολιτικό φορέα, το ΕΣΡ για παράδειγμα, κι όχι με εντολή υπουργού ή πρωθυπουργού, αν η διαφάνεια που καθιερώθηκε με την Διαύγεια το 2010 (και έκτοτε συρρικνώνεται) θα γενικευθεί και θα κατοχυρωθεί, αν το παλιό ιδρυτικό όραμα των ΚΕΠ, να γίνουν το μοναδικό σημείο επαφής του πολίτη με το κράτος, για όλες του τις υποθέσεις, θα υλοποιηθεί επιτέλους, μετά από 20 χρόνια αντίστασης, και μάλιστα σε ψηφιακή εκδοχή…
Κι είναι, φυσικά, και το κεντρικό στοίχημα της οικονομίας. Είναι φανερό ότι η νέα κυβέρνηση ποντάρει σ ένα καλό σενάριο. Ότι μια μικρή αλλά άμεση φορολογική ελάφρυνση, σε συνδυασμό με μια φιλοεπενδυτική ρητορική θα φέρουν γρηγορότερα την ποθούμενη αναπτυξιακή επιτάχυνση. Κι ότι το ειδύλλιο με τις αγορές κεφαλαίου θα συνεχιστεί, ώστε πριν το τέλος του χρόνου το ελληνικό επιτόκιο να βρίσκεται κάτω από την μονάδα. Κι έτσι να βρεθεί δημοσιονομικός χώρος για μεγαλύτερες φοροελαφρύνσεις το 2020, αλλά και έδαφος για την διαπραγμάτευση με τους δανειστές ενός χαμηλότερου πρωτογενούς πλεονάσματος από εκεί και πέρα. Το σενάριο είναι πράγματι καλό. Αλλά τα καλά σενάρια στην ζωή σπανίως επιβεβαιώνονται. Και αναρωτιέμαι ποιο είναι το plan B…