Στο αμέσως προσεχές διάστημα θα κριθεί η τύχη των επενδυτικών πόρων που θα διατεθούν από την πλευρά του κράτους και της Ε.Ε. για την τρέχουσα δεκαετία, κατά την οποία θα πρέπει να καλύψουμε μέρος από την απόστασή μας με την ΕΕ, που η 12ετής (2009-2021) κρίση επέτεινε.
Αναφερόμαστε ιδίως στα ποσά του Tαμείου Aνάκαμψης και του νέου Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΠΔΠ - πρώην ΕΣΠΑ) 2021-27, και βεβαίως και του εθνικού σκέλους του ΠΔΕ.
Δεν παραγνωρίζουμε ότι τα ποσά είναι σημαντικά, αν και τα θεωρούμε ανεπαρκή, ιδίως αν τα συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα στις ΗΠΑ του Μπάιντεν1.
Τασσόμαστε λοιπόν παράλληλα υπέρ της συγκρότησης συμμαχιών για την αύξησή τους, συμμαχιών με κέντρο την ευρωπαϊκή αριστερά και κεντροαριστερά, καθώς και τις χώρες της νότιας και της ανατολικής ιδίως Ευρώπης.
Στο παρόν κείμενο, επικεντρωνόμαστε στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αναπτυξιακού σχεδιασμού που θα καθοδηγήσουν τη διάθεση των πόρων αυτών, γιατί αυτά σε μεγάλο βαθμό θα προσδιορίσουν την πορεία της χώρας στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα.2
Όσον αφορά τους πόρους του Tαμείου Aνάκαμψης, η Ε.Ε. έχει θέσει μια σειρά στόχους:
i) περιβαλλοντική βιωσιμότητα
ii) βελτίωση παραγωγικότητας /ανταγωνιστικότητας με έμφαση στην ψηφιοποίηση (5G, 6G κτλ.)
iii) δίκαιη κατανομή των πόρων με έμφαση στην κοινωνική και περιφερειακή συνοχή,
iv) επικέντρωση σε ζητήματα δημόσιας υγείας
v) έμφαση στις πολιτικές για τους νέους και την εκπαίδευσή τους
vi) επίτευξη μακροοικονομικής σταθερότητας vii) εκπλήρωση των δεσμεύσεων που κάθε χώρα αναλαμβάνει κατά το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο και ειδικότερα των μεταρρυθμίσεων που υποβάλλει στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι παραπάνω στόχοι φαίνονται ικανοποιητικοί, αν και θα προσθέταμε ορισμένους ελλείποντες σημαντικούς κρίκους, όπως π.χ. την επιδίωξη της οικονομικής δημοκρατίας (αποφασιστική ενίσχυση ΜΜΕ, συνεταιρισμών, συμπράξεων, την κάμψη της δύναμης των ολιγοπωλίων και ιδίως των περί το διαδίκτυο κτλ.), την επιδίωξη πραγματικής σύγκλισης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών και περιφερειών, την αντιμετώπιση της δημογραφικής παρακμής και της «διαρροή εγκεφάλων».
Κατά τα λοιπά, οι στόχοι είναι αρκετά περιεκτικοί, ενώ παράλληλα κινούνται σε γενικά σωστή κατεύθυνση.
Καθώς, επομένως, η ΕΕ έχει θέσει σαφώς τα όρια εντός των οποίων θα κινηθεί το Ταμείο Ανάκαμψης, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι αν οι στόχοι του έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης αναπτυξιακής στρατηγικής για τη χώρα μας.
Δυστυχώς, η έως τώρα εικόνα δεν είναι καθόλου σαφής. Η κυβέρνηση αναφέρεται σε 118 έργα (και 250 επιμέρους) και 64 μεταρρυθμίσεις που εμπεριέχονται στο Ταμείο Ανάκαμψης.
Είναι φυσικά αδύνατο να επιχειρηθεί μια αποτίμησή τους ένα προς ένα χωρίς λεπτομερή γνώση και εξειδίκευσή τους, και κυρίως χωρίς να υπάρχει κάποια ανάλυση για το πώς εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
Πώς θα μπορέσουμε να κρίνουμε τη συνολική επάρκεια του τρόπου που η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει τους πόρους του Ταμείου;
Από τους γενικούς στόχους που θα κληθεί να υπηρετήσει; (και λέγοντας αυτό, δεν εννοούμε μόνο τους προαναφερθέντες στόχους που έθεσε η ΕΕ, αλλά ιδίως αυτούς που η ελληνική κυβέρνηση έχει θέσει στο πλαίσιο της βιομηχανικής και ευρύτερα αναπτυξιακής πολιτικής που ακολουθεί.)
Με άλλα λόγια, αναφερόμαστε στo πλέγμα στόχων που προκύπτουν από το συνδυασμό της «έκθεσης Πισσαρίδη» (όπου τίθενται οι γενικές κατευθύνσεις) με τα επιμέρους αναπτυξιακά ταμεία (ιδίως Ταμείο Ανάκαμψης, Νέο ΠΔΠ, ΠΔΕ κτλ.).
Μια πρώτη παρατήρηση είναι πως αυτά δεν φαίνεται να συνδυάζονται σε ένα όλον, αλλά να λειτουργεί το καθένα με τους δικούς του περιορισμούς και επιμέρους στοχεύσεις και όχι ως μέρος ενός συνολικότερου Στρατηγικού Σχεδίου για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Καθώς δεν υπάρχει αυτό το συνολικό Στρατηγικό Σχέδιο, ας επικεντρωθούμε στην «έκθεση Πισσαρίδη» που αποτελεί, τουλάχιστον θεωρητικά, την πυξίδα.3
Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι, όπως ακριβώς και με τα προταθέντα έργα και μεταρρυθμίσεις για το Ταμείο Ανάκαμψης, έτσι και στην περίπτωση της «έκθεσης» δεν υπήρξε καμία ουσιαστική διαβούλευση με τους επιστημονικούς επαγγελματικούς και κοινωνικούς φορείς αλλά και με τα πολιτικά κόμματα.
Αυτή η έλλειψη δεν είναι μια τυπική απουσία δημοκρατικών ανακλαστικών, άνευ περαιτέρω συνεπειών.
Εξηγούμαστε: η οικονομική επιστήμη στις μέρες μας βρίσκεται μπροστά σε μια αλλαγή παραδείγματος, τόσο ως προς τα ζητήματα της διανομής, όσο και στα ζητήματα της βιομηχανικής και αναπτυξιακής γενικότερα πολιτικής (η περίφημη ήδη φράση στο πρόσφατο διάγγελμα του Μπάιντεν «trickle down economics had never worked» κινείται στον αντίποδα της πριν 40 χρόνια διάσημης φράσης του Ρήγκαν «η κυβέρνηση δεν είναι η λύση, είναι το πρόβλημα»).
Τέτοιες μεταβολές παρατηρούνται περιοδικά, συχνά σε έναν κύκλο 30-50 χρόνων, και έρχονται να αντιμετωπίσουν ελλείψεις ή και ανεπάρκειες, αποτυχίες και σφάλματα των τάσεων που επικρατούσα έως τότε.
Πιο συγκεκριμένα, σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στην υπέρβαση των πολιτικών που συνδέθηκαν με τη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον».
Πέραν του γνωστού νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού τους, με την έμφαση σε μειώσεις φορολογίας, σε ιδιωτικοποιήσεις, απορρυθμίσεις, χρηματιστική απελευθέρωση κτλ., στα ζητήματα των βιομηχανικής/αναπτυξιακής πολιτικής αποθάρρυναν την ενεργή κρατική παρέμβαση για την επιλογή και προνομιακή ενίσχυση εταιριών, κλάδων και τομέων (σε τεχνικούς όρους, την «κάθετη πολιτική»).
Αρχικά, η επιλογή ήταν υπέρ της απουσίας κρατικών παρεμβάσεων στους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά σταδιακά και όλο και περισσότερο ακόμη και οι πιο νεοφιλελεύερες κυβερνήσεις τάσσονταν υπέρ οριζόντιων παρεμβάσεων που όμως αδιαφοροποίητα υποστηρίζουν όσους εμπλέκονται (π.χ. ενίσχυση δαπανών Ε&Α, εξαγωγικού προσανατολισμού κτλ.).
Η «Συναίνεση της Ουάσιγκτον» ως πολιτικό-ιδεολογικό ρεύμα στήριξε σε μεγάλο βαθμό την κριτική της προς τις προηγούμενες, περισσότερο παρεμβατικές πολιτικές, στην υποτιθέμενη ή πραγματική κρατική αδυναμία πρόβλεψης των αυριανών «νικητών», η οποία ταυτόχρονα θεωρούνταν ότι προκαλεί διαπλοκή και προσοδοθηρία, με αρνητικά αναπτυξιακά αποτελέσματα.
Υπό το βάρος της επιτυχίας χωρών και περιοχών (π.χ. Ανατολική Ασία), της αποτυχίας να αναζωογονηθούν οι δυτικές οικονομίες, αλλά και ενός αναδυόμενου νέου παρεμβατικού αναπτυξιακού υποδείγματος, οι πολιτικές αυτές σταδιακά εγκαταλείπονται και στη Δύση.
Όχι όμως και στην Ελλάδα! Προσκολλημένοι στην άγονη παράδοσή μας να τρέχουμε πίσω από τον κάθε φορά κυρίαρχο δυτικό λόγο αλλά με καθυστέρηση 20-30 ή και παραπάνω χρόνων, με την «έκθεση Πισσαρίδη» (και ιδίως την εν γένει κυβερνητική πολιτική) βαδίζουμε ασφαλώς στο ίδιο χιλιοπερπατημένο και εν τέλει αδιέξοδο μονοπάτι.
Πιο συγκεκριμένα, το αναδυόμενο παγκοσμίως νέο παράδειγμα βιομηχανικών και αναπτυξιακών πολιτικών υποστηρίζει τη στροφή από τους στενά εννοούμενους οικονομικούς στόχους (π.χ. αύξηση ΑΕΠ, επενδύσεων κτλ.) στην πρόταξη ευρύτερων στόχων κοινωνικής ευημερίας και ανθεκτικότητας (όπως π.χ. αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, μείωση ανισοτήτων, αύξηση συστημικής ευστάθειας κτλ.)
Ταυτόχρονα, ενθαρρύνει ειδικότερες στοχεύσεις, όπως κυρίως την ανάγκη επαναβιομηχάνισης, την επικέντρωση σε τομείς πολλά υποσχόμενους (τεχνητή νοημοσύνη, μπαταρίες κτλ.), την ενδογενή ανάπτυξη και την ανάπτυξη εγχώριων αλυσίδων αξίας με ενεργό και αναβαθμισμένο το ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων – επομένως την υπέρβαση της παλαιότερης εμμονής για μόνο οριζόντια μέτρα.
Για την αποφυγή των κινδύνων που συνοδεύουν την επιλογή των προς ενίσχυση «νικητών» (αφού αυτό κρίνεται πλέον αναπόφευκτο), μεγάλη σημασία δίνεται στη διαφάνεια, αλλά και στην ανοικτή και εκτεταμένη διαβούλευση για την επιλογή τους, έτσι που το όποιο αποτέλεσμα να προκύπτει όχι μόνο από την από «τα πάνω» επιβαλλόμενη κρατική πολιτική, που επικρατούσε έως τη δεκαετία του ‘80, αλλά από έναν συνδυασμό «από τα πάνω’» και «από τα κάτω» διαβουλεύσεων που καταλήγουν σε διαφανή προγράμματα, με ανάληψη αμοιβαίων δεσμεύσεων εκ μέρους του κράτους και του ιδιωτικού τομέα (αλλά και του συνεταιριστικού και ευρύτερα της κοινωνίας των πολιτών).
Το νέο αυτό παράδειγμα θεωρεί ότι ένα σημαντικό μέρος από τα υποστηριζόμενα έργα αναμένεται να αποτύχουν, αλλά προβλέπει επίσης και σαφείς διαδικασίες αποδέσμευσης για να μην καταλήξουν έργα-φαντάσματα που θα απομυζούν τα δημόσια ταμεία.
Εκτιμά όμως ότι οι επιτυχίες, λόγω του καινοτομικού τους ιδίως στοιχείου, θα αντισταθμίζουν τις απώλειες.
Οι νέες αυτές πολιτικές θυμίζουν επενδύσεις χαρτοφυλακίου κεφαλαίων διακινδύνευσης (venture capitals) και βεβαίως απαιτούν μια νέα κρατική δυνατότητα προγραμματισμού, εν τέλει έναν νέο τύπο κρατικής διοίκησης.
Όλα όμως αυτά τα καινοτομικά στοιχεία δεν βρίσκουν θέση στην «έκθεση Πισσαρίδη» και στην κυβερνητική πολιτική.
Δυστυχώς, δεν βρίσκουν θέση ούτε στην ευρύτερη κρατική πολιτική ούτε στις αντιλήψεις των κοινωνικών εταίρων.
Είμαστε στα γνωστά δοκιμασμένα μονοπάτια: θα «τρώμε τη σκόνη» των υπολοίπων, μια πολιτική σίγουρης αποτυχίας, καθώς η επιτυχία έρχεται είτε μέσω της πρωτοπορίας (το πλεονέκτημα του πρωτοπορούντος), είτε ακριβώς αντίστροφα όταν ο βραδυπορών εκμεταλλεύεται την αργοπορία του για να «πηδήξει» στάδια, επενδύσεις, τεχνικές κτλ., ώστε να καλύψει την υστέρησή του – αλλά ποτέ από την με μεγάλη καθυστέρηση (και στρεβλή) υιοθέτηση των κυρίαρχων τάσεων.
Δυστυχώς, η πολιτική της κυβέρνησης και του οικονομικού της επιτελείου κινείται στην πεπατημένη. Αυτό φαίνεται πιο συγκεκριμένα από τα εξής χαρακτηριστικά στοιχεία:
Απουσιάζει η στόχευση ενεργητικής αντιμετώπισης της ανεργίας, της υποαπασχόλησης και της επισφαλούς απασχόλησης, που απειλούν ευθέως το μέλλον του έθνους μας (χαρακτηριστική προσκόλληση στις ξεπερασμένες ιδέες ότι η αγορά θα φέρει τη λύση μέσω της ανάπτυξης, χωρίς σημαντικές κρατικές πρωτοβουλίες). Αντίθετα, η εργασία ελαστικοποιείται έτι περαιτέρω, αδιαφορώντας για την αύξηση της ανισότητας και της κοινωνικής αναταραχής που μοιραία θα επακολουθήσει.
Αγνοείται η ανισότητα ως παράγοντας οικονομικών και κοινωνικών υστερήσεων, καθώς δεν προκύπτει κάποια συγκεκριμένη μεθόδευση για τη μείωσή της (ας θυμηθούμε εδώ ότι η Ελλάδα είναι από τις πιο άνισες ευρωπαϊκές χώρες), και μάλιστα κόντρα στην οικονομική θεωρία και πράξη των τελευταίων 10 τουλάχιστον χρόνων διεθνώς, που αναδεικνύουν τα καταστροφικά αποτελέσματά της. Ο πρωθυπουργός άλλωστε, πολύ καθησυχαστικά, τη βρίσκει ως γνωστόν εντελώς φυσική, αν θυμηθούμε την περίφημη δήλωσή του: «Δεν τρέφω αυταπάτες για μια κοινωνία χωρίς ανισότητες, κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στην ανθρώπινη φύση».
Ο εμφανής προσανατολισμός προς τις μεγάλες επενδύσεις, που διαπνέει την τρέχουσα κυβερνητική πολιτική, με την ταυτόχρονη παραμέληση των ΜμΕ, των συνεταιρισμών, των συμπράξεων και της κοινωνικής οικονομίας, θα επιδεινώσει περαιτέρω την ανισότητα στη χώρα, με αρνητικές συνέπειες στην οικονομική και πολιτική μας δημοκρατία και στην κοινωνική συνοχή.
Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην εντατική συγκεντροποίηση οικονομικής ισχύος («συγκεντροποίηση ως παραγωγικό υπόδειγμα»), κατεξοχήν χαρακτηριστικό που διαπνέει όλο το σχεδιασμό του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ο περιορισμένος κύκλος διαβούλευσης συνδυάζεται με τη νεοφιλελεύθερη λογική των «trickle-down economics» (το αφήγημα, δηλαδή, των μεγάλων επενδύσεων με θετικές επιδράσεις που θα διαχυθούν υποτίθεται αυτόματα σε όλη την κοινωνία μακροπρόθεσμα) αλλά και με τη ίδια τη μορφή των εργαλείων υλοποίησης (π.χ. διασφάλιση υψηλού ποσοστού τραπεζικού δανεισμού, και ίδιων κεφαλαίων, ως a priori προϋπόθεση για την πρόσβαση στο σκέλος των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης).
Πόσες επιχειρήσεις άραγε στην Ελλάδα, μετά και από τις επιπτώσεις της πανδημίας, μπορούν να διασφαλίσουν προϋποθέσεις τέτοιας κλίμακας ως προς τη ρευστότητα και την πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση προκειμένου να επωφεληθούν από το πολλά υποσχόμενο Ταμείο Ανάκαμψης;
Δεν δίνεται η δέουσα βαρύτητα στη βιομηχανία, καθώς απουσιάζουν συγκεκριμένες στοχεύσεις και αγνοείται ο κεντρικός αναπτυξιακός της ρόλος – πιθανόν δείγμα μιας καθήλωσης στα άγονα «μεταβιομηχανικά όνειρα» των τελευταίων 40-50 ετών και την άστοχη στήριξη της χώρας σε ορισμένες υπηρεσίες (κατά το γνωστό «ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας») και στις κατασκευές.
Δεν δίνεται έμφαση στην αύξηση της εγχωρίως παραγόμενης αξίας, κάτι που όμως δεν μπορεί να συμβεί μόνο με τις οριζόντιες πολιτικές των τελευταίων 40 χρόνων, αλλά χρειάζεται επένδυση στην ανάπτυξη νέων δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων και πρωτοβουλιών για δομικές αλλαγές στους κανόνες της ΕΕ που συστηματικά υποστηρίζουν τον ευρωπαϊκό βορρά.
Βεβαίως, τα νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα θα προκύψουν από την επένδυση στην Ε&Α, στις νέες τεχνολογίες, στις καινοτομικές κοινωνικές και οργανωτικές πρωτοβουλίες, αλλά όχι με τον εύκολο οριζόντιο τρόπο που υποστήριζε το εν αποδρομή αναπτυξιακό παράδειγμα, αλλά πρωτευόντως με εστιασμένες, καινοτομικές ιδίως πολιτικές, σε επιμέρους κλάδους και τομείς.
Έτσι, για παράδειγμα, καθώς αργά ή γρήγορα θα υπάρξει αντίδραση στη σημερινή υπερσυγκέντρωση4 της παγκόσμιας ναυπηγίας σε δύο τρεις χώρες της ανατολικής Ασίας,5 η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει ένα αξιόλογο μέρος από την ευρωπαϊκή παραγωγική «επανεσωτερίκευσή» της, αν επιχειρήσει προκαταβολικά να αναπτύξει Ε&Α και καινοτομίες (τεχνολογικές, οργανωσιακές, κοινωνικές κτλ.) στον συγκεκριμένο τομέα, ώστε να μπορέσει να διεκδικήσει στην συνέχεια αυξημένο ρόλο στο πλαίσιο της «ευρωπαϊκής ναυπήγησης».
Αλλά ακόμα και στο πλαίσιο των γενικών και οριζόντιων δαπανών για Ε&Α που διακηρύσσει η «έκθεση Πισσαριδη», η κυβερνητική πρακτική κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση: στα ελληνικά ΑΕΙ, η υποχρηματοδότηση και απαξίωσή τους συνοδεύεται με περιττή και κοστοβόρο υπεραστυνόμευση!
Δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η νέα βιομηχανική και αναπτυξιακή πολιτική είναι απλώς αδύνατο να υλοποιηθεί με την υπάρχουσα ποιότητα του κρατικού μηχανισμού. Αλλά επιπλέον, δεν έχει γίνει κατανοητό ότι οι μεταρρυθμίσεις που εν γένει επιχειρήθηκαν κατά τη μνημονιακή περίοδο ή/και περιέχονται στην «έκθεση Πισσαρίδη» και αφορούν τη Δημόσια Διοίκηση, δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν το αναγκαίο αναπτυξιακό άλμα, καθώς δεν επαρκούν για τον νέο και αναβαθμισμένο κρατικό αναπτυξιακό ρόλο που απαιτείται.
Τέλος, ο «στεγνός» οικονομισμός της έκθεσης (π.χ. αύξηση επενδύσεων, παραγωγικότητας και ΑΕΠ), δύσκολα μπορεί να προσαρμοστεί στις νέες αξιώσεις για έμφαση στην κοινωνική/ψυχική κτλ. ευημερία και όχι στο στενό οικονομικό ενδιαφέρον, καθώς δεν ενσωματώνει π.χ. την πρόσφατη έντονη αμφισβήτηση που έχει δεχθεί το ΑΕΠ ως μη αξιόπιστος δείκτης κοινωνικής ευημερίας.
Η χώρα δεν μπορεί να βγει από το τέλμα ακολουθώντας το χθεσινό, ξεπερασμένο μονοπάτι, αυτό που οδήγησε στα σημερινά αδιέξοδα.
Απαιτείται αλλαγή πορείας στην κατεύθυνση που διαγραμματικά περιγράψαμε παραπάνω, και μάλιστα επειγόντως, καθώς ο ορίζοντας διαρκώς στενεύει εμπρός μας και απαιτούνται ευρύτερες συναινέσεις και συμμαχίες για να υπάρξουν οι κατάλληλες τομές που θα προσδώσουν στη χώρα αυτή τη δυναμική
1 Στις ΗΠΑ με πληθυσμό 331 εκ. ο Μπάιντεν αποφάσισε έκτακτο πρόγραμμα στήριξης ύψους 5 τρις $ ενώ στην ΕΕ27 με πληθυσμό 447 εκ., μόλις 0,75 τρις ευρώ!
2 Φυσικά δεν παραγνωρίζουμε την εξ ίσου σοβαρή ή και σοβαρότερη αναπτυξιακή σημασία που έχει η ορθή διευθέτηση των χρεών (δημόσιων και ιδιωτικών) και που μένει να γίνει, ιδίως μάλιστα υπό το πρίσμα της περαιτέρω επιδείνωσής τους κατά την πανδημική κρίση, διότι χωρίς αυτήν το όποιο αναπτυξιακό μας μέλλον είναι σκοτεινό.
3 Φυσικά δεν αγνοούμε ότι ακόμα και η «έκθεση Πισσαρίδη» μπορεί να λειτουργήσει εντελώς προσχηματικά και τελικά η κυβέρνηση να κινηθεί κατά τα ειωθότα, χωρίς κανέναν ευρύτερο και μακροχρόνιο προγραμματισμό, απλώς συνεχίζοντας στην πεπατημένη και επιδαψιλεύοντας δώρα σε ημέτερους.
4 Το 2019 παραδόθηκαν από τα ναυπηγεία όλου του κόσμου πλοία χωρητικότητας 66 εκατομμυρίων τόνων. Από αυτά το 43% παραδόθηκαν από ναυπηγεία της Κίνας, το 50% απο την υπόλοιπη Ασία, το 3% από την ΕΕ28, το 0,43 από ΗΠΑ και Καναδά (Μαργαρίτης Γ. SLpress,gr 15.05.21).
5 Αποτέλεσμα βιομηχανικών πολιτικών (Kalouptsidi, M. 2018. Detection and Impact of Industrial Subsidies: The Case of Chinese Shipbuilding. The Review of Economic Studies 85), ενώ είναι σχεδόν βέβαιο πως και η ευρωπαϊκή ναυπηγική βιομηχανία, που πρωταγωνιστεί στη ναυπήγηση κρουαζιερόπλοιων αλλά κυρίως ιδιωτικών σκαφών, έχει (φανερά ή όχι) υποστηριχθεί σθεναρά.
***
Λόης ΛαμπριανίδηςΟικονομικός γεωγράφος καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας, π. ΓΓ Ιδιωτικών Επενδύσεων υπ. Οικονομίας και Ανάπτυξης