Το τέλος της Μεταπολίτευσης ως συζήτηση είναι συνυφασμένη με μια ακόμη συζήτηση η οποία είναι ταμπού στον δημόσιο διάλογο. Η πιο ακανθώδης συζήτηση που αποφεύγει να κάνει η ελληνική κοινωνία είναι αυτή που συνδέει τη Μεταπολίτευση με τη Γενιά του Πολυτεχνείου. Αν δοκιμάσει κάποιος να κάνει αυτή τη συζήτηση, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μια καθολική δυσπεψία σε ό,τι αφορά τα συμπεράσματα.
Αρκετοί συμπολίτες μας, που έχουν συμμετάσχει άμεσα ή έμμεσα σε αυτό που λέγεται νεοελληνική παρακμή μετά το 1974, περισσότερο κάνουν κάποια δήλωση προσωπικής εξαίρεσης από αυτήν τη γενιά, παρά μια ειλικρινή και αντικειμενική συζήτηση που αποδεικνύει τόσο ποσοτικοποιημένα, όσο και μέσω ποιοτικών παραμέτρων, ότι η γενιά που προέκυψε μετά το τέλος της εγκληματικής δικτατορίας, έφερε την Ελλάδα σε πλήρες αδιέξοδο και σε μια παρακμή από την οποία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν μπορεί να διαφύγει παρά μόνο με αλλαγή σκυτάλης.
Ο όρος «γενιά» χρησιμοποιείται όπως ακριβώς χρησιμοποιείται και για τη γεμάτη φρεσκάδα και δημιουργικότητα, «Γενιά του 1930». Προφανώς δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι της γενιάς εκείνης φωτισμένοι, δημιουργικοί και ευπατρίδες. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας εκείνης της γενιάς ήταν θετικότατο για τον Ελληνισμό. Απεναντίας, η Γενιά του Πολυτεχνείου, έφερε για τον Ελληνισμό τα αντίθετα αποτελέσματα.
Ο διανοούμενος και συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς έχει αναφερθεί αρκετές φορές στις ψυχοκοινωνικές αιτίες που κατέστησαν αυτήν τη γενιά αδύναμη να προσφέρει στον Ελληνισμό. Για λόγους έκτασης του κειμένου, θα αναφερθεί η κύρια αιτία αυτής της παρακμής, που είναι η σύζευξη χαλαρότητας και ανέμελης ευμάρειας.
Ο 20ος αιώνας για την Ελλάδα ήταν κατά τα ¾ του, κυριολεκτικά αιματοβαμμένος. Η Ελλάδα μεγάλωσε στους δύο Βαλκανικούς Πολέμους και αμέσως μετά, διχάστηκε με τον Εθνικό Διχασμό και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπήκε κυριολεκτικά στο τέλος του. Ακολούθησε η Μικρασιατική Καταστροφή και μετά από 20 χρόνια ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο οποίος κατά την τριπλή του κατοχή και αφού είχε προηγουμένως λάβει χώρα το Έπος του 1940, (ίσως η τελευταία παράσταση του ατόφιου Ελληνισμού) η Ελλάδα βγήκε καθημαγμένη σε κάθε επίπεδο και την ώρα, που ο Ελληνισμός όφειλε να ανασυγκροτηθεί, βίωσε τη συνέχεια του Διχασμού της δεκαετίας του 1920 με έναν Εμφύλιο Πόλεμο στην αυγή του Ψυχρού Πολέμου. Κατά τη δεκαετία του 1970 η Ελλάδα περνάει σε νέα φάση πολιτικής αστάθειας, η οποία καταλήγει στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών, η οποία και έφερε τη δεύτερη μεγάλη εθνική καταστροφή του 20ου αιώνα, τον ακρωτηριασμό της Κύπρου.
Από εκεί και μετά, ο στόχος που έθεσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ιδιαίτερα «αμυντικός», θεωρώντας πως η καλύτερη επιλογή για την Ελλάδα, προκειμένου να μετριάσει την εξάρτηση από τις ΗΠΑ στο εξωτερικό, αλλά και να σταθεροποιήσει το εγχώριο πολιτικό σύστημα, ήταν η ένταξη στην ΕΟΚ. Για μια χώρα με τέτοιο βαρύ ιστορικό, η ένταξη στην ΕΟΚ φαινόταν ως πανάκεια.
Ωστόσο, η ιστορία των κρατών δεν δικαιώνει τον παθόντα μόνο και μόνο επειδή είναι παθών. Η Ελλάδα δεν ήταν στη θέση που ήταν άλλα ευρωπαϊκά κράτη (τα έξι που δημιούργησαν την ΕΟΚ: Ολλανδία, Λουξεμβούργο, Βέλγιο, Δυτική Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία) για πολλούς λόγους. Η επίπλαστη ευμάρεια και η μεγαλύτερη δυνατή απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων έγινε ο απώτατος στόχος κάθε κυβέρνησης που ακολούθησε, ενώ, παράλληλα, η μη ομαλή σχέση της Ελλάδας με ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και τις ΗΠΑ, δημιούργησε μια ετεροχρονισμένη αντιδυτική ιδεολογία, η οποία είχε και έχει (όπως είδαμε και στην «ανάγνωση» του ρωσοουκρανικού πολέμου από το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού συστήματος, ΜΜΕ, αποστράτων, αναλυτών κ.λπ.) τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά, τα οποία δημιουργούν μια ιδέα αλλαγής στρατηγικού προσανατολισμού κατά το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο Συνδικάτο».
Το πραγματικό πρόβλημα της Ελλάδας, ωστόσο, δεν είναι δυστυχώς οι ξένοι. Και αναφέρεται το «δυστυχώς» διότι ένα πρόβλημα που εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί αντιμετωπίζεται αποτελεσματικότερα. Το πρόβλημα της Ελλάδας παραμένει το ίδιο εδώ και 200 χρόνια, με κάποιες παρενθέσεις (Καποδίστριας, Βενιζέλος, Γενιά του 1930, Έπος του 1940). Το ελληνικό κοινωνικό συμβόλαιο είναι υπογεγραμμένο πάνω σε ένα σαθρό τραπέζι. Η εμπιστοσύνη μεταξύ λαού και κράτους δεν υφίσταται και γι’ αυτό η Ελλάδα, παρά τα σύγχρονα συντάγματά της, δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει θεσμική θωράκιση.
Η εικόνα της χώρας που αποκαλύφθηκε στην Τραγωδία των Τεμπών αποτελεί τομή για την ελληνική πολιτική ιστορία, καθώς το κράτος το οποίο αναλαμβάνει την προστασία των πολιτών με αντάλλαγμα την παραχώρηση ελευθεριών, δηλώνει ανίκανο να αναλάβει τις ευθύνες του. Αυτή η εικόνα του παραμελημένου και αποτυχημένου κράτους δεν επηρεάζει μόνο το εσωτερικό της χώρας, αλλά και το εξωτερικό.
Σύμμαχοι και εχθροί, βλέπουν μια χώρα η οποία είναι ευάλωτη σε υβριδικές επιχειρήσεις, με μηδενική ανθεκτικότητα και έναν βαθύ κρατικό μηχανισμό, ο οποίος είναι κυριολεκτικά και ιδεολογικά τριτοκοσμικός, καθώς η συμμετοχή στην οργάνωση του κράτους γίνεται με διαβατήριο την κομματική ταυτότητα και άλλες ανταποδόσεις διευκολύνσεων και προνομιακών παροχών, που δεν καλύπτονται από θεσμικές διαδικασίες.
Οι ξένες δυνάμεις, οι οποίες θα μπορούσαν να φέρουν επενδύσεις, κάνοντας μια εκτίμηση κινδύνων και ευκαιριών, βλέπουν μια χώρα που έχει χαμηλές επιδόσεις σε όλες τις εκφάνσεις του τρίτου χαρακτηριστικού που έχει ένα κράτος, τόσο από την πλευρά της νομικής, όσο και από την πλευρά της πολιτικής επιστήμης, που δεν είναι άλλο από την «αποτελεσματική διακυβέρνηση».
Μια χώρα που είναι παραδομένη στη γονική παροχή εξουσίας και η οποία δεν θα αλλάξει αν δεν δημιουργηθούν νέες πολιτικές δυνάμεις μέσα από τον λαό, προκειμένου να φτιαχτεί ένα πραγματικό κοινωνικό συμβόλαιο το οποίο θα μπορεί να εγγυηθεί την εμπιστοσύνη στις σχέσεις μεταξύ των πολιτών, αλλά και στις σχέσεις πολιτών-κράτους. Στην πολιτική, το εσωτερικό ενός κράτους είναι το τόξο και η εξωτερική του πολιτική συνιστά το βέλος.
Το τέλος της Μεταπολίτευσης, του εσωτερικού και εξωτερικού εθνομηδενισμού, η λήξη της παράτασης της Γενιάς του Πολυτεχνείου είναι γεγονότα αναπόφευκτα. Οι κοινωνίες με ανεπτυγμένη πολιτική νοημοσύνη προετοιμάζουν την επόμενη μέρα προ της κατάρρευσης της προηγούμενης. Η ανάγκη για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο είναι οφθαλμοφανής και η κοινωνία των πολιτών οφείλει να αντιληφθεί ψύχραιμα πως χρειάζεται ένα άλλο πολιτικό σύστημα, που να έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει την Ελλάδα στην 4η Βιομηχανική Επανάσταση και στον Πολυπολικό Κόσμο.