Είναι κατανοητό ακόμη και στους μη επαΐοντες ότι η διεθνής τάξη ταλανίζεται από τις αποσταθεροποιητικές επενέργειες των διαδικασιών της άνισης ανάπτυξης (Robert Gilpin), οι οποίες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες δρομολογήθηκαν σταδιακά σε πλανητικό και περιφερειακό επίπεδο.
Η έως τώρα σχετική δυσκολία κατανόησης της τροπής της διεθνούς πολιτικής την τελευταία δεκαετία οφείλεται επίσης και στις λανθασμένες εννοιολογήσεις, που κυριάρχησαν κατά την πρώιμη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Είτε ως βεβαιότητα μιας φιλελεύθερης εξελικτικής διαδικασίας του ιστορικού γίγνεσθαι, είτε ως πολιτική και επιστημονική ανάγκη –αυτάρεσκων- θεωρητικών «αναστοχασμών», δημιουργήθηκαν προσδοκίες ότι η φύση και τα δομικά χαρακτηριστικά του διεθνούς συστήματος έχουν αλλάξει, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο της διεθνούς πολιτικής θα προσδιορίζονταν και θα ιεραρχούνταν διαφορετικά.
Η νέα κατάσταση
Υπό αυτές τις νέες συνθήκες, η διεθνής κοινότητα θα εισέρχονταν σταδιακά σε μια μετακρατική φάση, απόρροια των οικονομικών, τεχνολογικών και πολιτικών διαδικασιών. Αναμφίβολα, η διεθνής πολιτική εμπλουτίστηκε στο μεσοδιάστημα με νέα ζητήματα, τα οποία όμως δεν λειτούργησαν μονοσήμαντα ή διαρκώς συνεργασιακά, επιφέροντας αμφίσημα αποτελέσματα και σίγουρα δεν επαλήθευσαν τις πρώιμες μεταψυχροπολεμικής προσδοκίες μίας ανέφελης διεθνούς τάξης. Οι μεν τεχνολογικές και οικονομικές εξελίξεις επέφεραν σημαντικές ανακατανομές ισχύος στο διεθνές σύστημα, οι δε κυρίαρχες εννοιολογήσεις υποβάθμισαν την σπουδαιότητά τους και η νέα κατάσταση επήλθε σχετικά «ανεπαισθήτως».
Η συγκεκριμένη περίοδος ήδη τίθεται στη ερμηνευτική βάσανο του γνωστικού πεδίου των Διεθνών Σχέσεων. Αντλώντας από τον συγκεκριμένο επιστημονικό κλάδο, η Θεωρία των Διεθνών Σχέσεων οφείλει, κατά τη γνωστή θέση του Kenneth Waltz, να ερμηνεύει επαρκώς τα πεπραγμένα και όχι να προβλέπει.
Υπό αυτή την επιστημονική πειθαρχία, η προηγούμενη τριακονταετία -και πολύ πιο έντονα η τελευταία δεκαετία- συνιστούν μία εξόχως προβληματική ερμηνευτικά περίοδο, για όλους όσοι θεώρησαν, πίστεψαν ή προσδοκούσαν ότι η ιστορική διαδικασία της μεταψυχροπολεμικής περιόδου θα άλλαζε τη φύση του διεθνούς συστήματός και θα επαναπροσδιόριζε τις βασικές επιδιώξεις και επιλογές των κρατικών δρώντων στη βάση νέων ιεραρχήσεων και επιλογών, για ζητήματα που άπτονται τόσο της εξωτερικής, όσο και της εσωτερικής τους πολιτικής.
Ουκρανία και ευρωπαϊκή τάξη - Η ηγεμονία των ΗΠΑ και ο ρόλος Ρωσίας και Κίνας
Επομένως, είτε κάποιος μελετά την εξέλιξη των σινοαμερικανικών σχέσεων, είτε την σοβούσα κρίση στην Ουκρανία, είτε την πορεία των ελληνοτουρκικών, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει ότι επαναπροσδιορίζονται οι άξονες της μεταψυχροπολεμικής διεθνούς τάξης.
Τα στρατηγικά ζητήματα επανακάμπτουν ταχέως στο μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα και ταυτόχρονα οι δυνατότητες επιβολής από τα ισχυρότερα κράτη του δυτικού κόσμου φθίνουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν το προνόμιο της ηγεμονικής διαχείρισης του συστήματος, χωρίς μέχρι στιγμής να φαίνονται έτοιμες να αποδεχθούν έναν ηγεμονικό διακανονισμό με την Κίνα πρωτίστως και με την Ρωσία δευτερευόντως.
Τρεις δεκαετίες πριν, ο John Mearsheimer (The Case for a Ukrainian Nuclear Deterrent, Foreign Affairs) επέκρινε τη Δύση για την ζέση που επέδειξε, ως προς τον πυρηνικό αφοπλισμό της Ουκρανίας, διερωτώμενος ποιός θα απέτρεπε στο μέλλον έναν πιθανό ρωσικό αναθεωρητισμό.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ως το ισχυρότερο κράτος του διεθνούς συστήματος και ο ηγεμόνας του δυτικού κόσμου έχει να επιλύσει μία δύσκολη στρατηγική εξίσωση στην ανατολική Ευρώπη. Αν αποδεχθεί μέρος των ρωσικών αιτιάσεων, εγκαταλείποντας την Ουκρανία ώστε να μην κινδυνεύσει η ευρωπαϊκή τάξη και προσπαθώντας να απομακρύνει τη Μόσχα από το Πεκίνο - χρήσιμο για την ανατολική Ευρασία-, θα υπονομεύσει την αξιοπιστία των συμμαχικών της δεσμεύσεων στον ευρωατλαντικό χώρο.
Αν δεσμευτεί για την Ουκρανία, ενδεχομένως να εμπλακεί σε μία σύγκρουση που δεν την επιθυμεί και θα ενισχύσει περαιτέρω τη σχέση Ρωσίας - Κίνας.
Επιγραμματικά για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα συνιστά πλανητικό ανταγωνιστή ενώ η Ρωσία περιφερειακό, με ότι αυτό συνεπάγεται. Εξακολουθητικά, ένα σημαντικό μέρος της αμερικανικής γραφειοκρατίας δυσκολεύεται να συγχρονιστεί με τους νέους ρόλους.
Ελληνοτουρκικά: Μια παλιά ιστορία με νέα δεδομένα
Στα καθ’ ημάς, εν μέσω σημαντικών περιφερειακών και ευρυτέρων ανακατανομών ισχύος και ρόλων στο διεθνές σύστημα, η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν να διαχειριστούν τον τουρκικό αναθεωρητισμό, ο οποίος έχει αναγνώσει ακριβώς με αυτόν τον τρόπο την ιστορική συγκυρία. Βιώνουμε κι εμείς το τέλος της αθωότητας των μεταψυχροπολεμικών προσδοκιών, έχοντας όμως να αντιμετωπίσουμε μία σαφώς πιο απαιτητική περίσταση, εν σχέσει με τα περισσότερα κράτη του δυτικού κόσμου.
Η μεταστροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είναι εμφανής την τελευταία διετία, αλλά εξακολουθεί να αφίσταται των απαιτήσεων. Το στρατήγημα σύμφωνα με το οποίο, ο σωφρονισμός της Τουρκίας θα πραγματοποιηθεί σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, δηλαδή να ενσωματωθούν έστω και εκπτωτικά ελληνικά συμφέροντα και δικαιώματα στα ευρύτερα «ευρωπαϊκά» ώστε δια μέσου των Βρυξελλών να εξομαλυνθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, φαίνεται ατελέσφορο.
Σύμφωνα με την ευρέως διατυπωμένη θέση οι εταίροι μας: θέλουν την Τουρκία -άλλοι περισσότερο ή λιγότερο- αλλά όχι τον Ερντογάν, για την Ελλάδα πιθανότατα να ισχύει το αντίστροφο.
Όσον αφορά τις διμερείς και πολυμερείς σχέσεις που αναπτύσσουμε, αναμφισβήτητα είναι προς την ορθή κατεύθυνση, εξυπηρετώντας τον στόχο της εξωτερικής εξισορρόπησης της Τουρκίας, η οποία όμως δεν μπορεί να αναιρέσει την ανάγκη της εσωτερικής εξισορρόπησης.
Εν γένει, παρατηρείται διαχρονικά (με ελάχιστες εξαιρέσεις: είσοδος Κύπρου στην ΕΕ, πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία) ως προς τις συμμαχικές μας δεσμεύσεις, να πληρώνουμε τοις μετρητοίς και να πληρωνόμαστε επί πιστώσει.
Η πρόσφατη αρνητική εξέλιξη, ως προς την υλοποίηση του αγωγού φυσικού αερίου EastMed, μάλλον επιβεβαιώνει την προηγούμενη θέση και καταδεικνύει ότι τα γεωοικονομικά προτάγματα δεν συνιστούν προσδιοριστικά των γεωπολιτικών, ισχύοντας και σ’ αυτήν την περίπτωση πιθανόν το αντίστροφο.
Εσχάτως, προέκυψαν τουρκικές αιτιάσεις, οι οποίες συσχετίζουν το καθεστώς στρατικοποίησης των νησιών του ανατολικού Αιγαίου με την αμφισβήτηση της κρατικής τους κυριαρχίας και δηλούν τον εκνευρισμό της Άγκυρας για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ελλάδας, καταμαρτυρώντας ταυτόχρονα τον διαρκώς διευρυνόμενο τουρκικό αναθεωρητισμό.
Στο στρατηγικό επίπεδο, εξακολουθητικά προσπαθούμε να διατηρήσουμε ως αξιόπιστο το αποτρεπτικό μας δόγμα μέσω τιμωρίας (αντιποίνων), ενώ γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι οι συγκυρίες απαιτούν και αποτροπή μέσω άρνησης.
Κλείνοντας, για όσους θεωρούν ότι κάποιοι άλλοι εν τέλει θα σωφρονίσουν ή θα αποτρέψουν την Τουρκία και εμείς δεν πρέπει να πρωτοστατήσουμε στην όλη διαδικασία, θα θυμίσω τον ρήτορα Δημοσθένη στους Φιλιππικούς του λόγους, όταν προσπαθούσε να εξηγήσει στους Αθηναίους τις λογικές επενέργειες της ανερχόμενης μακεδονικής ισχύος, ανέφερε:
«ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοῦτο καλῶς ἐκεῖνος, ὅτι ταῦτα μέν ἐστιν ἅπαντα τὰ χωρί᾽ ἆθλα τοῦ πολέμου κείμεν᾽ ἐν μέσῳ, φύσει δ᾽ ὑπάρχει τοῖς παροῦσι τὰ τῶν ἀπόντων, καὶ τοῖς ἐθέλουσι πονεῖν καὶ κινδυνεύειν τὰ τῶν ἀμελούντων»
(Εκείνος όμως, Αθηναίοι, διέκρινε καθαρά τούτο, ότι όλες αυτές οι θέσεις είναι έπαθλα του πολέμου κοινά για όλους και ότι εκ φύσεως η περιουσία των απόντων ανήκει στους παρόντες και η περιουσία των αμελών σ᾽ όσους είναι διατεθειμένοι να κοπιάζουν και να διακινδυνεύουν. ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, Κατὰ Φιλίππου α΄)
Για όσους δε επαφίενται μόνο στις διατάξεις του διεθνούς δικαίου και αρέσκονται στο βρετανικό φλέγμα, παραθέτω μία γνωστή αγγλική παροιμία: He who is absent, is always in the wrong. (Αυτός που λείπει, έχει πάντα άδικο).