Το τίμημα της "αυθεντικότητας"
Open Image Modal
phant via Getty Images

Αναπόφευκτα είναι, εδώ που ζω, τα ερωτήματα σύγκρισης ανάμεσα στις χώρες κατοικίας και καταγωγής. Σχετικά λίγοι έχουν εμπειρία και από τις δύο, κάτι που με κάνει να έχω -ταυτόχρονα- την αίσθηση του déjà vu και το προνόμιο να εκπλήσσω. Déjà vu για τα πολλά κοινά: εκατοντάδες νησιά, μεσογειακά τοπία πλάι σε βουνά, βαλκανικό άρωμα και χριστιανικές παραδόσεις. Και έκπληξη για όσους με ακούν στη μία χώρα να μιλάω για, απρόσμενες, μοναδικότητες της άλλης.

Με όρους τουριστικού προϊόντος ο Κροάτης δεν βρίσκει εύκολα λόγο να επισκεφτεί την Ελλάδα, ούτε ο Έλληνας την Κροατία. Ο καθένας τους έχει τη δυνατότητα να βρει θάλασσα, ηλιοφάνεια, πλεούμενα, ελαιόλαδο και τραπεζάκια έξω, χωρίς να διασχίσει εθνικά σύνορα. Η ιστορία και η γεωγραφία έχουν επίσης «φροντίσει» ώστε να μην μπλεκόμαστε συχνά οι μεν στα χωράφια των δε, με σχετικά μικρή παρουσία ομογενών και μεταναστών εκατέρωθεν.

Οι τρίτοι που επισκέπτονται και τις δύο χώρες για αναψυχή είναι σε θέση να συγκρίνουν πληρέστερα την εμπειρία των διακοπών σε Ελλάδα και Κροατία. Κάποια δεδομένα είναι αντικειμενικά αλλά πολλές κρίσεις εξαρτώνται από τις προτιμήσεις. Στις παραλίες, για παράδειγμα, λέγεται ότι υπερτερεί η δική μας χώρα, με μεγαλύτερο μήκος ακτογραμμής και συχνότερες αμμουδιέςˑ στην Αδριατική κυριαρχούν τα βράχια και τα βότσαλα στην ακροθαλασσιά, ακόμη κι όταν πατάς άμμο κάτω από το σμαραγδένιο νερό. Διαπιστώνω επίσης ότι συχνότερα ακούγονται καλά λόγια για το φαγητό μας: ένας Κροάτης μού είπε ότι οι γεύσεις στην Ελλάδα είναι όπως παλιά στην Κροατία – αντιστρέφοντας το σλόγκαν που υιοθέτησε πριν χρόνια η χώρα του για να προβάλει την αυθεντικότητα: «η Μεσόγειος όπως ήταν παλιά».

Open Image Modal
xbrchx via Getty Images

Ο ίδιος συνομιλητής, που γύρισε σχεδόν «τη μισή Ελλάδα», δεν παρέλειψε να μου επισημάνει την ασχήμια των σκουπιδιών. Ως παράπονο από επισκέπτη το είχα πρωτακούσει πριν τριάντα και πλέον χρόνια, σε ιδιότυπα γαλλοελληνικά: beaucoup de skoupidia dans les rues. Είναι αλήθεια: η Κροατία – χώρα με μέσα εισοδήματα χαμηλότερα των ελληνικών και ακόμη εμπόλεμη στην δική μας ειρηνική δεκαετία του ’90 – καταφέρνει να είναι καθαρότερος και πιο τακτοποιημένος τόπος από την Ελλάδα.

Από επαγγελματική διαστροφή, εντοπίζω μια ακόμη υπεροχή: την διαχείριση της στάθμευσης. Από την κροατική πρωτεύουσα έως τις κωμοπόλεις, στη στεριά και στα νησιά, οι κεντρικές περιοχές έχουν σύστημα ελεγχόμενης στάθμευσης (ΣΕΣ), συνήθως της μορφής pay-and-display (εισιτήριο μέσα από το παρμπρίζ). Το εμφανές αποτέλεσμα είναι να σπανίζουν οι εικόνες χαοτικής ασυδοσίας και να παραμένει επαρκής διαθέσιμος χώρος για την άνετη κυκλοφορία πεζών -συμπεριλαμβανομένων ΑμεΑ- αλλά και ποδηλατών. (Να σημειωθεί ότι σε όλες τις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες ο πεζός έχει προτεραιότητα έναντι όλων των τροχοφόρων, με εξαίρεση τα τραμ). 

Open Image Modal
Believe_In_Me via Getty Images

Στην Ελλάδα τα σκουπίδια είναι διαχρονικό φαινόμενο και μάλλον δεν μας εκπλήσσουν πια. Ωστόσο, η στάθμευση είναι ένα πεδίο στο οποίο θα μπορούσαμε να είχαμε βρεθεί πολύ πιο μπροστά. Τον καιρό που το Ντούμπροβνικ μετρούσε πληγές από βομβαρδισμούς, στη σκιά της Ακρόπολης εφαρμοζόταν ήδη ΣΕΣ. Το ίδιο και στην επαρχιακή πόλη, στης οποίας την κυκλοφοριακή μελέτη απασχολήθηκα: δεν χρειάστηκε να κάνουμε ρηξικέλευθες προτάσεις για το παρκάρισμα, καθώς το ΣΕΣ του δήμου είχε λογικό τιμολόγιο, μέριμνα για τους μόνιμους κατοίκους και ως εκ τούτου μεγάλη αποδοχή.

Οι δημοτικές εκλογές του 1998 όμως έκαναν τα «παρκόμετρα» αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης. Διάφορες προσφυγές οδήγησαν σε δικαστικές αποφάσεις, στις οποίες καθοριστική ήταν η συζήτηση περί της (μη) δυνατότητας ιδιώτη να ασκήσει δημόσια εξουσία. Στην Αθήνα μπορεί ο τότε δήμαρχος να μην επηρεάστηκε, επανεκλεγόμενος θριαμβευτικά με 58%, ωστόσο το ΣΕΣ δεν αποδείχτηκε το ίδιο ατσαλάκωτο. Οι αντιδράσεις που ξέσπασαν μετά την ουσιαστική κατάργηση του συστήματος της Αθήνας ήταν τόσο μεγάλες, πανελληνίως, που τα ΣΕΣ καταργήθηκαν ακόμη και εκεί όπου υπήρχε δημοτική και όχι ιδιωτική διαχείριση. Μεταξύ άλλων και στην επαρχιακή πόλη που λέγαμε: η περιποιημένη εικόνα πήγε περίπατο και ο κόσμος χαιρόταν που δεν θα πλήρωνε εκατό δραχμές την ώρα (κι ας συνωστιζόταν πάλι σε διπλοπαρκαρίσματα). Πιστεύω ότι πολλοί χαίρονταν και για την αταξία, σαν τα ποντίκια που χορεύουν όταν λείπει η γάτα ή μάλλον όταν σκοτώνεται.

Είναι δύσκολο να πούμε τι σκότωσε την ελεγχόμενη στάθμευση – αλλά τα «όπλα» που έκαναν τον μεγαλύτερο θόρυβο ανήκαν στα μέλη μιας ετερόκλητης συμμαχίας, που συμπεριλάμβανε μέλη με αριστερό προσανατολισμό και άλλα με δεξιό. (ΣΕΣ δεν εφάρμοζαν άλλωστε μόνο νεοδημοκράτες όπως ο κ. Αβραμόπουλος αλλά και πασοκτζήδες όπως ο κ. Πιτσιώρης στον Βόλο.) Στους φορείς της συμμαχίας ανήκαν ένας φορέας «κοινωνίας των πολιτών» με έτος ιδρύσεως 1970, μια «κίνηση» με ηγέτη απότακτο αστυνομικό, και κόμματα όπως το ΚΚΕ.

Οι ίδιοι φορείς, αν και ωχριούσαν πια μπροστά σε άλλους ηχηρότερους ακτιβιστές, ήταν παρόντες πιο πρόσφατα και στον πυρετό των κινημάτων τύπου «δεν πληρώνω». Η εύκολη εξήγηση, ότι το φαινόμενο των αρνητών πληρωμής είναι απότοκο της κρίσης, υποτιμά τη μακρόχρονη και συστηματική παρουσία του συγκεκριμένου είδους αντιδρώντων – με χαρακτηριστικά των λεγόμενων nimby που διαφωνούν με διεθνώς παραδεκτά και φιλικά στο περιβάλλον μέτρα (όπως το ΣΕΣ, το τραμ, οι ανεμογεννήτριες) όπως και με τις νέου τύπου ταυτότητες.

Στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας εγκαταστάθηκαν, πρόσφατα, εξελιγμένα συστήματα στάθμευσης (μέσω «έξυπνων» εφαρμογών) σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το υπαρκτό πρόβλημα χωρίς να πέσουν στους σκοπέλους του παρελθόντος. Ακόμη κι αν ευτυχήσουμε να τα δούμε να επιβιώνουν και να πληθύνονται προσεχώς (ελπίζοντας ότι έχουν ξεθυμάνει οι πολιτικές ανησυχίες που τροφοδότησαν την αντίθεση), έχω την αίσθηση ότι θα περάσουν πολλά ακόμη χρόνια μέχρι να δούμε στα «αυθεντικά» νησιά μας την πολιτισμένη εικόνα και λειτουργία που έχουν οι αστικοί δρόμοι στα – μικρότερα και χωρίς ούζο, μουσακά και αμμουδιές – κροατικά.