Το βάθος του ουρανού δεν θα είναι πια κόκκινο

Τείνει να αποκτήσει φαιό χρώμα ή εν πάσει περιπώσει κάποια απόχρωση του φαιού. Μουντό. Όπως και οι υποτιθέμενες προσδοκίες της κοινωνίας.
|
Open Image Modal
J_art via Getty Images

Απόπειρα αυτού του κειμένου είναι να αφηγηθεί το χθες και το σήμερα, και να «κοιτάξει» προς τα μελλούμενα, προς το βάθος τ’ ουρανού: 

Το 1977 «βγήκε» στις οθόνες ένα κινηματογραφικό έργο, ένα 4ωρο – αρχικά - ντοκιμαντέρ με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το βάθος τ’ ουρανού είναι κόκκινο».

Στην γαλλική αριστερή «παράλληλη» αργκό,  «Το βάθος τ’ ουρανού είναι κόκκινο» («Le fond de l’air est rouge»), σημαίνει, υπονοεί πως στο βάθος, στο τέλος υπάρχει μια ελπίδα.

Στο τέλος της ιστορίας που αφηγηθήκαμε, στο τέλος της εποχής που ζήσαμε και ζούμε.

Μοιάζει σαν μια προσδοκία για κάτι καλύτερο, που κάποτε θα έρθει. Κάποτε.

Δημιουργός του 4ωρου αυτού ντοκιμαντέρ ο Chris Marker, σκηνοθέτης, συγγραφέας, εικονογράφος, μεταφραστής, φωτογράφος, μοντέρ, φιλόσοφος, δοκιμιογράφος, κριτικός, ποιητής και παραγωγός ταινιών.

To δημιούργημα του Chris Marker ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη, με δύο εύγλωττους τίτλους: Το πρώτο μέρος είχε σαν τίτλο «Τα εύθραυστα χέρια», το δε δεύτερο «Τα κομμένα χέρια».

 

 

Το πρώτο μέρος παρουσιάζει τη σημασία του πολέμου του Βιετνάμ. Απεικονίζει τον πρωταρχικό ρόλο αυτής της σύγκρουσης στο πλαίσιο της ανάπτυξης και επιβεβαίωσης των κομμουνιστικών κινημάτων στις χώρες του οικονομικού Νότου στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Αντιμετωπίζει επίσης την εμφάνιση ορισμένων επαναστατικών κινημάτων της «Νέας Αριστεράς» στον κόσμο, κυρίως μέσω του συνθήματος: «πρέπει να επαναστατήσουμε τους επαναστάτες».

Ο τίτλος αυτού του πρώτου μέρους («Τα εύθραυστα χέρια»), αναφέρεται στη φοιτητική πλειονότητα αυτών των κινημάτων - τους νεαρούς αφισοκολλητές, τους λιθοβολούντες - που κατέβαιναν κατά χιλιάδες στις φοιτητικές πρωτεύουσες του κόσμου, γεγονός που προκαλούσε βίαιες συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις .

Μεταξύ αυτών των κινημάτων, βρίσκουμε για παράδειγμα τους Μαύρους Πάνθηρες και τους Μαοϊκούς, που ισχυρίζονται ότι είναι αναδυόμενες προσωπικότητες όπως ο Τσε και ο Μάο Τσε Τουνγκ.

Το δεύτερο μέρος με τον επίσης εύγλωττο τίτλο κομμένα «Τα κομμένα χέρια» παρουσιάζει ό,τι μεσολάβησε μετά τον Μάη του ’68.

Μετά λοιπόν από τα γεγονότα του Μάη του ’68, αυτό το δεύτερο μέρος ξεκινά με εκείνα της Άνοιξης της Πράγας και τις πολιτικές συνέπειές της, ιδιαίτερα στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα.

Έπειτα έρχεται η εποχή της κρίσης μέσα στην παραδοσιακή αριστερά, την εποχή της αποσταλινοποίησης, η οποία έχει ως επακόλουθο η «επίσημη» Αριστερά να συμπλεύσει ως ένα βαθμό με τις επικρίσεις που είχαν διατυπωθεί από τα φοιτητικά κινήματα.

Η κριτική κινηματογραφική αφήγηση περιλαμβάνει και την παραδοσιακή Δεξιά, με την αποχώρηση του στρατηγού Ντε Γκωλ μετά το Δημοψήφισμα που τον οδήγησε στην ιδιώτευση καθώς και την ανάπτυξη του Κοινού Προγράμματος της Αριστεράς που σιγά – σιγά οδήγησε τον Μιτεράν στην εξουσία.

Σε διεθνές επίπεδο, το τελευταίο μέρος επικεντρώνεται στη Λατινική Αμερική, με τη φιγούρα του Φιντέλ Κάστρο, του Σαλβαδόρ Αλιέντε και της Χιλιανής σοσιαλιστικής εμπειρίας και μετά το Πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ στις 11 Σεπτεμβρίου 1973.

Η ταινία έτυχε επεξεργασίας το 1988 και μειώθηκε από 4 ώρες σε 3 ώρες. Το δε 2008, ο Chris Marker παρήγαγε την τελική επεξεργασία, διάρκειας 3 ωρών.

Το συμπέρασμα, τροποποιημένο εκ των υστέρων, προσφέρει μια άποψη αποστασιοποιημένη από το πρώτο μοντάζ του 1977, παρατηρώντας πώς άλλαξε ο κόσμος τη δεκαετία του 1990 με την κατάρρευση του κομμουνισμού και τη νίκη του καπιταλισμού, καθώς και την εξέλιξη των μορφών της Νέας Αριστεράς που «παρασύρθηκε στον ίδιο ανεμοστρόβιλο».

« Η δημοκρατία νίκησε», έγραφε ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι το 1990, συμπληρώνοντας «Η ελεύθερη αγορά νίκησε. Σήμερα όμως, την επαύριον αυτής της μεγάλης ιδεολογικής νίκης, ποια είναι η ουσία των πεποιθήσεών μας;»

Στα χρόνια που μεσολάβησαν η Ευρώπη και η χώρα μας αναζήτησαν την ουσία των πεποιθήσεών τους, βάζοντας στην άκρη το όραμα ενός ελπιδοφόρου χρώματος στο βάθος του ουρανού.

Δεν είναι περίεργο που η Ευρώπη και η χώρα μας από δίπλα – συχνά συρόμενη – υποφέρουν εδώ και καιρό από ιδεολογική εξάντληση, ούτε που η πολιτική έχει γίνει μια δραστηριότητα χωρίς όραμα. Αποδίδεται μάλιστα στον πρώην καγκελάριο της Αυστρίας Φραντς Βρανίτσκυ το παρακάτω σχόλιο «Όποιος έχει οράματα, πρέπει να πάει στον γιατρό».

Η δημοκρατία που ζούμε, με την πολιτική να έχει διαχειριστικό χαρακτήρα, μοιάζει να «βολεύει» τους Ευρωπαίους και τους Έλληνες από δίπλα, εν μέρει γιατί συνδέεται με τον θρίαμβο του καπιταλισμού με το κυρίαρχο πια επίτευγμά του, το ναρκισσιστικό ινσταγκραμικό μοντέλο του διαπολιτισμικού κοινωνικού «φαίνεσθαι», και εν μέρει επειδή συνεπάγεται λιγότερη δέσμευση ή παρείσφρηση στις ζωές τους απ’ ό,τι όλες οι άλλες εναλλακτικές λύσεις.

Οι Ευρωπαίοι δέχονται αυτού του είδους τη δημοκρατία, επειδή δεν πιστεύουν πια στην πολιτική.

Για αυτό άλλωστε είτε στις πανευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις είτε στις εθνικές διαπιστώνουμε υψηλά ποσοστά υποστήριξης της δημοκρατίας και ταυτόχρονα υψηλά ποσοστά απάθειας και αποχής από τις εκλογικές αναμετρήσεις.

Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς, η εκφυλιστική διαδρομή της αξιωματικής αντιπολίτευσης εδώ και ένα χρόνο με το πρωτοφανές γλωσσάρι ανθρώπων που κυβέρνησαν στο πρόσφατο παρελθόν τον τόπο περί του «Τραμπ των Βαλκανίων», αναφερόμενοι σε αυτόν που τους ηγήθηκε μέσω τσιτάτων στα κοινωνικά δίκτυα και αλλάζοντας τους στα κομματικά πόστα κάθε τρεις και μία, προϊδεάζουν για την αποστροφή των ψηφοφόρων ως προς το κόκκινο χρώμα του βάθους του ουρανού.

Σε μια Ελλάδα όπου η πολιτική διαχείριση της καθημερινότητας μεταξύ των άλλων έχει νομοθετήσει τον περιορισμό του δικαιώματος των πολιτών ώστε να μην υπερβαίνουν τους πενήντα ανά προσφυγή ανεξαρτήτως θέματος και περίπτωσης, έτσι ώστε να καθίσταται οικονομικά εξουθενωτική η αναζήτηση δικαιοσύνης, η ανυπαρξία ενδιαφέροντος για τα κοινά, έρχεται εντελώς φυσιολογικά να επιβεβαιώσει την αλλαγή στο χρώμα του βάθους του ουρανού.

Σε μια σύγχρονη κοινωνία, το γεγονός να διδάσκεται η Ιστορία και μέσα από την κινηματογραφική τέχνη, αν δεν εκλαμβάνεται αυτή η κινηματογραφική αφήγηση ως περιττή διαδικασία για τα μυαλά των νέων ανθρώπων που θα ενδυναμώσουν τις δεξιότητές τους – άρα και τις προσδοκίες τους – χρήσιμο θα ήταν η προβολή αυτού του ντοκιμαντέρ μέσω του ψηφιακού εκπαιδευτικού συστήματος, να βρει την θέση του, έστω και σαν παράγραφος.

Αλλά ποιος θα ασχοληθεί με αυτό σε μια κοινωνία που πάσχει από έλλειψη προσδοκιών;

Και γιατί άλλωστε;

Ήδη το βάθος του ουρανού τείνει να αποκτήσει φαιό χρώμα ή εν πάσει περιπώσει κάποια απόχρωση του φαιού. Μουντό.

Όπως και οι υποτιθέμενες προσδοκίες της κοινωνίας.

 

 ΥΓ: Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Le fond de l’air est rouge», ο Chris Marker γράφει

«Τείνουμε να πιστεύουμε ότι ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος θα ξεκινήσει με την εκτόξευση ενός πυρηνικού πυραύλου. Νομίζω μάλλον ότι θα τελειώσει έτσι. Από εδώ θα συνεχίσουμε να αναπτύσσουμε τις φιγούρες ενός περίπλοκου παιχνιδιού του οποίου η αποκρυπτογράφηση κινδυνεύει να δώσει δουλειά στους ιστορικούς του μέλλοντος, αν έχουν επιζήσει.

Είναι ένα παράξενο παιχνίδι, του οποίου οι κανόνες αλλάζουν καθώς εξελίσσεται το παιχνίδι, όπου ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων μεταμορφώνεται τόσο σε μια Ιερή Συμμαχία των πλουσίων εναντίον των φτωχών όσο και σε έναν πόλεμο επιλεκτικής εξάλειψης των επαναστατικών πρωτοποριών, όπου η χρήση βομβών θα έθετε σε κίνδυνο τις πηγές πρώτων υλών, καθώς και τη χειραγώγηση των ίδιων αυτών των πρωτοποριών για στόχους που δεν είναι πια δικοί τους.

Τα τελευταία δέκα χρόνια, αρκετοί άνθρωποι και δυνάμεις (μερικές φορές περισσότερο ενστικτωδώς παρά οργανωμένα) προσπάθησαν να παίξουν μόνοι τους - ακόμα κι αν ήταν να ανατρέψουν τα κομμάτια. Όλοι απέτυχαν με το σκεπτικό που είχαν επιλέξει. Είναι, ωστόσο, το πέρασμά τους που έχει μεταμορφώσει βαθύτερα τα πολιτικά δεδομένα της εποχής μας.

Αυτή η ταινία – της οποίας έχουμε εδώ το πλήρες κείμενο του soundtrack, καθώς και την περιγραφή της εικόνας – ισχυρίζεται ότι αφηγείται μόνο μερικά στάδια αυτής της μεταμόρφωσης»

Το βιβλίο αυτό – εκδόσεις Maspero, 1978- διασώθηκε καψαλισμένο από τις φλόγες και προφανώς το κράτησα από τότε που κάηκαν τα πιο αγαπημένα μου αντικείμενα.

 

 

Μιχάλης Κονόρδος, εκπαιδευτικός https://www.core-econ.org/