Οι Συμβάσεις Ενεργειακής Απόδοσης (Energy Performance Contracts - ΣΕΑ) αποτελούν μία από τις επιλογές του τελικού καταναλωτή για να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή ενεργειακή εξοικονόμηση και απόδοση, κυρίως σε επαγγελματικές ή βιομηχανικές εγκαταστάσεις στις οποίες καταναλώνονται σημαντικές ποσότητες ενέργειας.
Μία ΣΕΑ υπογράφεται μεταξύ ενός Παρόχου Ενεργειακής Υπηρεσίας (ΠΕΥ), ως ορίζονται οι επαγγελματίες του κλάδου στη σχετική Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/27/ΕΕ, και του τελικού καταναλωτή. Στόχος της σύμβασης είναι η εξοικονόμηση ενέργειας η οποία καταναλώνεται για να λειτουργήσει μία εγκατάσταση.
Η αύξηση της ενεργειακής απόδοσης έχει αναγνωριστεί ως ένα πολύτιμο μέσο για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση όπως η αυξημένη εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας, η κλιματική αλλαγή και η οικονομική κρίση, ενώ είναι ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της στρατηγικής “Ευρώπη 2020”, για την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Ο ΠΕΥ διενεργεί πρώτα έναν ενεργειακό έλεγχο στις εγκαταστάσεις του τελικού καταναλωτή, ώστε να διαπιστωθεί το μέγεθος της εξοικονόμησης ενέργειας που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της υλοποίησης μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τοποθέτηση νέων, ενεργειακά αποδοτικότερων, μηχανημάτων στις εγκαταστάσεις (για παράδειγμα αλλαγή του συστήματος ψύξης/ κλιματισμού) ούτως ώστε να καταναλώνεται λιγότερη ενέργεια για τις ίδιες λειτουργίες, καθώς επίσης και προτάσεις για εγκατάσταση στο χώρο του τελικού καταναλωτή μέσων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας. Σε περίπτωση που θα εφαρμοστούν και μέτρα παραγωγής ενέργειας, τότε εκτός της ΣΕΑ, θα πρέπει να υπογραφεί και μία Σύμβαση Προμήθειας Ενέργειας (Energy Supply Contract - ΣΠΕ).
Εφόσον τα εμπλεκόμενα μέρη συμφωνήσουν στους όρους της μεταξύ τους συνεργασίας, τότε προχωρούν στην υλοποίηση των προτεινόμενων μέτρων ενεργειακής απόδοσης στη βάση της ΣΕΑ, ή και προμήθειας ενέργειας στη βάση σχετικής ΣΠΕ.
Ας υποθέσουμε, χάριν παραδείγματος, ότι μία βιομηχανία καταναλώνει ενέργεια αξίας 100.000€ ανά έτος. Από τη διενέργεια του ενεργειακού ελέγχου ο ΠΕΥ συμπεραίνει ότι μετά την υλοποίηση και εφαρμογή τεχνολογιών ενεργειακής απόδοσης, θα καταναλώνει 70.000€. Εάν τα μέρη προχωρήσουν στην κατάρτιση της ΣΕΑ, η εξοικονόμηση των 30.000€ ετησίως θα καταμερίζεται μεταξύ του ΠΕΥ και του τελικού καταναλωτή, σε βαθμό που να επιτρέπει στον ΠΕΥ να αποσβέσει την επένδυσή του, αλλά και στον τελικό καταναλωτή να μειώσει τα έξοδα του σε σχέση με τις ενεργειακές ανάγκες της επιχείρησής του.
Η χρηματοδότηση του έργου συνήθως γίνεται από τον ΠΕΥ, νοουμένου ότι αυτός έχει πρόσβαση στα απαιτούμενα κεφάλαια, ενώ η συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση (third party financing) επίσης ενθαρρύνεται.
Ο τελικός καταναλωτής έχει, τηρουμένων των διατάξεων κάθε σύμβασης, τη δυνατότητα, μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος το οποίο θα ορίζεται στη ΣΕΑ, να αποκτήσει και την κυριότητα των μηχανημάτων στη βάση καταβολής προκαθορισμένου ποσού.
Το βασικότερο πλεονέκτημα από τη σύναψη και εφαρμογή μίας τέτοιας ΣΕΑ είναι το γεγονός ότι η εξοικονόμηση ενέργειας επιτυγχάνεται χωρίς την επιβάρυνση του τελικού καταναλωτή για την εφαρμογή των βελτιωτικών μέτρων, αφού το κόστος του νέου εξοπλισμού θα καλυφθεί από χρήματα τα οποία ούτως ή άλλως θα κατέβαλε για την κατανάλωση ενέργειας.
Είναι εμφανές ότι από μία τέτοια συνεργασία τα οφέλη στα εμπλεκόμενα μέρη είναι πολλαπλά και πολύπλευρα. Για τον ΠΕΥ το όφελος θα είναι οικονομικό καθότι, μετά την επιτυχή περάτωση του έργου, θα έχει αποσβέσει την αρχική του επένδυση και φυσικά θα έχει εξασφαλίσει και το σχετικό κέρδος. Ο τελικός καταναλωτής, από την άλλη, πέραν της εξοικονόμησης ενέργειας, η οποία θα έχει άμεσο θετικό αντίκτυπο στην οικονομική του κατάσταση, θα έχει αποκτήσει νέα μηχανήματα για την επιχείρησή του, χωρίς να χρειαστεί να δεσμεύσει ίδια κεφάλαια.
Το σημαντικότερο όμως όφελος, το οποίο αφορά το σύνολο της κοινωνίας, είναι το γεγονός ότι η μείωση της ενέργειας που καταναλώνεται συνεπάγεται αυτόματα και λιγότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, λιγότερη εξάρτηση από τις πρωτογενείς πηγές ενέργειας και, γενικότερα, συντείνει στη δημιουργία ενός πιο «καθαρού» περιβάλλοντος. Τέλος, η ανάπτυξη του κλάδου των ΠΕΥ και η δημιουργία θέσεων εργασίας είναι ένα ακόμα από τα οικονομικά οφέλη της εφαρμογής και διάδοσης των συμβάσεων και των υπηρεσιών αυτών.
Υπάρχουν, φυσικά, και πιθανοί κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένος ο τελικός καταναλωτής. Η ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει ο ΠΕΥ συνδέεται άμεσα με την επιτυχία ή όχι του έργου, καθώς πέραν της πιθανότητας να μην επιτευχθεί το επιθυμητό όφελος, υπάρχει και ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης σε μία εγκατάσταση, η οποία θα επηρεάσει άμεσα τις εργασίες της επιχείρησης. Ως εκ τούτου, η τεχνική κατάρτιση και εμπειρία του ΠΕΥ είναι από τα πράγματα που πρέπει να ελέγξει ενδελεχώς ο τελικός καταναλωτής πριν την κατάρτιση οποιασδήποτε συμφωνίας.
Εξίσου σημαντική είναι και η διατύπωση των όρων της σύμβασης. Ενόψει των πολλαπλών ζητημάτων που ρυθμίζει η σύμβαση, είναι πολύ σημαντικό ο τελικός καταναλωτής να λάβει την κατάλληλη νομική συμβουλή προτού καταρτίσει μία ΣΕΑ, ώστε να έχει πλήρη αντίληψη των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει τόσο ο ίδιος, όσο και ο ΠΕΥ.
Μία σωστά δομημένη ΣΕΑ μπορεί να προσφέρει άμεσα και ουσιαστικά οφέλη, στον τελικό καταναλωτή, στον ΠΕΥ, στην κοινωνία και την οικονομία εν γένει, γεγονός που αποδεικνύεται και από το βάρος που έχει δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ενεργειακή απόδοση, ως έναν από τους πυλώνες της ενεργειακής της πολιτικής. Η συνεργασία των τελικών καταναλωτών με ικανούς επαγγελματίες για την παροχή ενεργειακών υπηρεσιών μπορεί να συνδράμει στην απεξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας, αλλά και στη μείωση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, παρέχοντας, ταυτόχρονα, και οικονομικά πλεονεκτήματα.