Θα έχετε σίγουρα ακούσει για τη νέα μόδα στις διακοπές, τον «τουρισμό εμπειριών». Ο ήλιος και η θάλασσα θεωρούνται ξεπερασμένο τουριστικό προϊόν και οι άνθρωποι του τουρισμού οφείλουν πλέον να προσφέρουν στους ταξιδιώτες «εμπειρίες». Η ταξιδιωτική «εμπειρία» προϋποθέτει συναναστροφή με ντόπιους, επαφή με τη φύση, γνωριμία με τον τοπικό πολιτισμό, και συμμετοχή σε δραστηριότητες που απαιτούν εκ μέρους του ταξιδιώτη δεξιότητα, δύναμη, αντοχή, τόλμη. Έτσι τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα αρκετοί ταξιδιώτες αντί να λιάζονται στην καυτή άμμο και τις ομπρέλες, δηλώνουν συμμετοχή σε μαθήματα παραδοσιακής μαγειρικής, μαζεύουν φρούτα κι ελιές, πηγαίνουν για νυχτερινό ψάρεμα, κάνουν ιππασία στα βουνά ή ράφτινγκ στα ξεχειλισμένα ποτάμια. Δεν θέλουν να νιώσουν επισκέπτες αλλά κοινωνοί σε ό,τι έχει να προσφέρει ο τόπος που επισκέπτονται.
Η πλατφόρμα Airbnb βοήθησε ουσιαστικά και ίσως μάλιστα να προκάλεσε σε κάποιο βαθμό αυτή την αλλαγή στην νοοτροπία των ταξιδιωτών. Από τη στιγμή που αποφασίζει κάποιος να μείνει σε ένα συνηθισμένο σπίτι μιας μη τουριστικής γειτονιάς γιατί να μην επιχειρήσει να ζήσει στις διακοπές του και σαν ντόπιος; Οι ταξιδιώτες που επιλέγουν να μείνουν σε κατάλυμα Airbnb θα ψωνίσουν στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς, θα φάνε γύρο στο συνοικιακό σουβλατζίδικο, θα κάνουν βόλτα με νοικισμένα ποδήλατα, θα γνωρίσουν τους γείτονες. Αν πάλι μένουν σε χωριό θα ταΐσουν τις κότες του ιδιοκτήτη, θα μαζέψουν βότανα και μανιτάρια, θα επισκεφτούν μικρά οινοποιεία και θα δοκιμάσουν ντόπια κρασιά. Κι αν αυτά που έχουν σχεδιάσει να κάνουν αποδειχθεί ότι δεν τους είναι αρκετά, τότε θα πάνε στην ιστοσελίδα της Airbnb και θα κάνουν κλικ στη μπάρα «Εμπειρίες» δηλώντας την ημερομηνία και τον τόπο στον οποίο βρίσκονται. Μια ποικιλία «εμπειριών» θα εμφανιστεί γρήγορα στην οθόνη τους για να διαλέξουν.
Τι γίνεται όμως με το μαζικό τουρισμό, τους επιβάτες των κρουαζιερόπλοιων, και τα ταξιδιωτικά γκρουπ των 30-40 ατόμων που κάθε βράδυ διαμένουν και σε διαφορετικό τόπο; Ταξιδιωτικά γραφεία που οργανώνουν πολυήμερες εκδρομές-κρουαζιέρες για ταξιδιώτες υψηλού εισοδήματος από την Αμερική, επιζητούν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο τις ταξιδιωτικές «εμπειρίες» για τους πελάτες τους. Για το λόγο αυτό απαιτούν από τους Έλληνες συνοδούς «να σταματούν το λεωφορείο» κάθε φορά που διαφαίνεται μια προοπτική για επαφή με τους ντόπιους. Έτσι, τα γκρουπ κατεβαίνουν από τα λεωφορεία για να συνομιλήσουν (σε τι γλώσσα άραγε;) με το βοσκό που βόσκει τα κατσικάκια του στην άκρη του δρόμου ή να γίνουν «wedding crashers» σε παραδοσιακό γάμο στην πλατεία ενός χωριού. Ποιος δε θα κεράσει ένα κρασάκι την ημέρα του γάμου του σε ένα γκρουπ χαμογελαστών Αμερικανών γερόντων; Φυσικά, τίποτα δεν είναι αυθόρμητο και τυχαίο. Και ο βοσκός και ο γάμος στην πλατεία του χωριού είναι εκ των προτέρων γνωστά στα πρακτορεία.
Άλλες φορές, η περιζήτητη «εμπειρία» εκτός από προσχεδιασμένη έχει και μεγάλο κόστος για τους οργανωτές. Το γκρουπ «φιλοξενείται» για μεσημεριανό σε ένα σπίτι στην ελληνική ύπαιθρο όπου θα φάει μαζί με τους ιδοκτήτες και ένα ζευγάρι φίλων τους. Οι οικοδεσπότες που συνήθως είναι ιδοκτήτες εστιατορίου στο ίδιο χωριό μαθημένοι και από τουρίστες και από σερβίρισμα φαγητού, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα όσο το δυνατόν πιο αληθοφανή και «ελληνική».
Κατά τη διάρκεια του γεύματος οι «επισκέπτες φιλοξενούμενοι» θα συζητήσουν για την πολιτική, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το κύμα των προσφύγων στην Ελλάδα. Γυρνώντας στην Αμερική, θα κομπάσουν στους φίλους τους ότι έφαγαν σε ένα σπίτι Ελλήνων και συζήτησαν για την κατάσταση στη χώρα, έτσι δηλαδή όπως συνήθιζε να κάνει στα ταξίδια του κι ο Anthony Bourdain στη σειρά του CNN Parts Unknown. Για να διατηρηθεί η «αυθεντικότητα» της συγκεκριμένης «εμπειρίας», τα γραφεία αλλάζουν σπίτι μετά από 20-30 τραπεζώματα, όταν οι οικοδεσπότες παρά το τεράστιο οικονομικό όφελος έχουν πια κουραστεί δίνοντας τόσες φορές την ίδια παράσταση.
Τα γραφεία που προωθούν αυτού του είδους τον τουρισμό εμπειριών είναι προς το παρόν αδιάφορα στην ιδέα ενός ταξιδιού που οι «εμπειρίες» θα σχετίζονται με τον (αρχαιο)ελληνικό πολιτισμό. Στις εκδρομές τους οι αρχαιότητες και τα μουσεία είναι μάλλον δευτερεύοντα και συμπληρωματικά στοιχεία. Οι ταξιδιώτες επισκέπτονται την Ακρόπολη, τους Δελφούς, το Ακρωτήρι μόνο και μόνο γιατί πρέπει (δεν μπορεί να είσαι στην Αθήνα και να μην πας στην Ακρόπολη) σαν ένα διάλειμμα στην αναζήτηση και απόλαυση των άλλων «εμπειριών».
Θα πρέπει όμως όλοι να αναρωτηθούμε. Είναι αυτό το είδος τουρισμού βιώσιμο; Για πόσο καιρό ακόμη η Ελλάδα θα είναι ο βουκολικός παράδεισος; Και ακόμη, είναι πράγματι αυτό το τουριστικό προϊόν της Ελλάδας που θέλουμε να προωθήσουμε;
Σύμφωνα με το TripAdvisor, τη μεγαλύτερη ταξιδιωτική πλατφόρμα στον κόσμο, για το 2017-2018 κατηγορίες όπως πολιτιστικός τουρισμός και εμπειρίες που αφορούν την πολιτιστική κληρονομιά και την ιστορία του προορισμού εκτοξεύθηκαν στις προτιμήσεις των σύγχρονων ταξιδιωτών και είχαν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη κρατήσεων. Μήπως λοιπόν να αφήσουμε τους βοσκούς και τα στημένα μεσημεριανά τραπεζώματα σε στυλ Bourdain και να στραφούμε σε αυτό που έχουμε και που είναι αυθεντικό; Που δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ και που είναι μόνο δικό μας και για αυτό ασυναγώνιστο; Μιλάω γα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί χαρισματικοί ξεναγοί που με τη βοήθεια του storytelling εύκολα μπορούν να μετατρέψουν την ξενάγηση στα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους σε αξέχαστη εμπειρία. Είναι αυτοί που δεν δείχνουν στις πλαγιές της Ακρόπολης το Θέατρο του Διονύσου αλλά το πρώτο θέατρο στον κόσμο, το σημείο εκείνο που η πρώτη θεατρική παράσταση έλαβε χώρα. Ή δεν δείχνουν το Ναό του Ασκληπιού αλλά το νοσοκομείο της αρχαίας Αθήνας που διέθετε και ξενοδοχείο (καταγώγειον) για τους συνοδούς των ασθενών.
Δυνατή εμπειρία είναι και η ουσιαστική γνωριμία με έναν τόπο μέσω πολιτιστικών περιπάτων που προσφέρονται από επαγγελματίες που ζουν στον τόπο και τις γειτονιές όπου ξεναγούν. Τα τελευταία χρόνια εμπνευσμένοι ξεναγοί σχεδιάζουν και προσφέρουν στον τόπο τους διαδραστικές ξεναγήσεις με ποικίλη θεματολογία, από λογοτεχνικούς, μυθολογικούς και γαστρονομικούς περιπάτους μέχρι city crime tours (περίπατος με θέμα την ιστορία των εγκλημάτων στην πόλη) όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και τη Θεσσαλονίκη, το Βόλο, και αρκετά νησιά.
Αναμφισβήτητα, ο «τουρισμός εμπειριών» ήρθε για να μείνει. Πηγαίνει όμως χέρι χέρι με τον «αργό τουρισμό» (slow tourism). Είναι δύσκολο να καταλάβεις έναν τόπο όταν του διαθέτεις λιγότερο από 12 ώρες γιατί θέλεις να δεις όσο το δυνατόν περισσότερα. Οι ταξιδιώτες του «τουρισμού εμπειριών» θέλουν άλλωστε επιστρέφοντας στην πατρίδα τους να πουν όχι τι είδαν αλλά τι έκαναν, τι έμαθαν και ποιον γνώρισαν. Όταν ο ντόπιος ξεναγός είναι ένας από αυτούς, τότε είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα τον θυμούνται και θα τον αναφέρουν για καιρό.