Είναι πλέον προφανές ότι οι συχνές και επιφανειακές ερμηνείες της συμπεριφοράς τής Τουρκίας και του Ερντογάν έχουν φέρει σε αδιέξοδο την πολιτική της χώρας μας προς την γείτονα. Αυτόκλητοι αναλυτές αλλά και πολιτικοί συγχέουν την εξωτερική πολιτική με την πολιτική επικοινωνία και ενεοί παρακολουθούν την καθημερινότητα των προκλητικών ενεργειών και δηλώσεων της Τουρκικής ηγεσίας, με συνέπεια να καθίσταται δύσκολη η εκπόνηση πολιτικής για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ασφαλώς οι ακραίες ρητορικές εκφάνσεις έχουν σχέση με το εκλογικό ημερολόγιο της γείτονος. Ωστόσο η πολιτική της είναι εγγενώς αναθεωρητική και απορρέει από την αύξηση της ισχύος της, την διάθεση άσκησης ηγεμονικού ρόλου στην περιοχή, ανεξαρτήτως αν στην εξουσία βρίσκονται Κεμαλιστές ή Ισλαμιστές, αλλά και τη νεο-οθωμανική της πλέον ιδεολογία, όπως αυτή έχει εξ αρχής σφυρηλατηθεί στο εσωτερικό τού κυβερνώντος κόμματος.
Κρίσιμο στοιχείο στο να γίνει κατανοητή η πολιτική της Τουρκίας είναι το ιδεολογικό μανιφέστο της εξωτερικής πολιτικής του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), όπως αυτό διατυπώθηκε από τον Υπουργό Εξωτερικών και μετέπειτα Πρωθυπουργό Νταβούτογλου, στο βιβλίο του Το στρατηγικό βάθος (Ποιότητα, 2010, σ. 235):
«Καταβάλλονται προσπάθειες, προκειμένου η Τουρκία να συνηθίσει να ζει κατά τακτά χρονικά διαστήματα εντάσεις με την Ελλάδα και τη Συρία, κάτι το οποίο είναι σαν να προπονείται ο παλαιστής βαρέων βαρών για να αντιμετωπίσει κατηγορίες μεσαίων βαρών. Αυτό έχει ως συνέπεια η χώρα να μην μπορεί να εκμεταλλευθεί το μέγιστο των δυνατοτήτων της. Η Τουρκία πλέον, είναι υποχρεωμένη να αναβαθμισθεί, ώστε, ανερχόμενη σε υψηλότερη κλίμακα, να θεωρήσει τις σχέσεις της με αυτές τις χώρες ως υποδεέστερα στοιχεία με την άσκηση έναντι αυτών μόνον πολιτικών αφ′ υψηλού».
Η Τουρκία, λοιπόν, παρά τα τεράστια προβλήματά της, ζώντας το φαντασιακό ενός «παλαιστή βαρέων βαρών», θέλει να «προπονείται» με την Ελλάδα και, θεωρώντας την «υποδεέστερο στοιχείο», προσπαθεί να την διαχειριστεί μέσω «πολιτικών αφ’ υψηλού». Αυτές επιχειρεί να τις υλοποιήσει μέσω της διπλωματίας του εξαναγκασμού (“coercion diplomacy”), δηλαδή των διαρκών πιέσεων (π.χ., ομηρία των δύο στρατιωτικών), λεκτικών επιθέσεων, κατατριβής (π.χ., δαπάνες και κόπωση υλικού για αναχαιτίσεις) και διαρκούς αμφισβήτησης του status quo -στοιχεία που εμμέσως διαχέονται στους Έλληνες πολίτες κυρίως διά των ΜΜΕ, και από αυτούς προς την εν γένει πολιτική ηγεσία της χώρας- με το στόχο την με ελάχιστη προσπάθεια ικανοποίηση των συμφερόντων της.
Από την στιγμή που κατανοήσουμε τι ακριβώς κάνει η Τουρκία, είναι εύκολο να αντιμετωπισθεί η συμπεριφορά της. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να εξαλειφθούν τα όποια στοιχεία συμπεριφοράς κατευνασμού απέναντί της και να επιδειχθεί μία νηφάλια αποφασιστικότητα. Σε κάθε περίπτωση όμως, θα πρέπει η εξωτερική πολιτική της χώρας μας, στηριγμένη σε μία έξυπνη, αποτελεσματική και όχι τόσο δαπανηρή αποτρεπτική ισχύ, να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να μην τρέχει πίσω από τις εξελίξεις ή τις δηλώσεις του οιουδήποτε Τούρκου αξιωματούχου. Με τον κατάλληλο σχεδιασμό και τις απαιτούμενες πρωτοβουλίες θα καταλάβει η Τουρκία ότι και η Ελλάδα προπονούμενη μπορεί να της επιβάλει κόστος, αλλά και αν τυχόν προκύψει ο απευκταίος αγώνας, τα αποτελέσματά του θα είναι πολύ πιο οδυνηρά εκείνου που πρόσφατα έδωσε στην Συρία.