Τουρκία: Πολιτική και Οικονομία - Η διαχρονική επιτηδειότητα της τουρκική πολιτικής

Τουρκία: Πολιτική και Οικονομία - Η διαχρονική επιτηδειότητα της τουρκική πολιτικής
Open Image Modal
NurPhoto via Getty Images

Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ερντογάν, που αμφισβητούν τη Συνθήκη της Λωζάννης και άρα βάζουν θέμα αλλαγής συνόρων της Τουρκίας με τους γείτονές της, δεν αντικατοπτρίζουν τόσο μια στροφή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, όσο μια θέση που, συχνά πυκνά, αναλόγως της δυναμικής της Τουρκίας και σε συσχετισμό με τη δυναμική των γειτόνων της, επαναλαμβάνεται.  Για να επικυρώσει τη Συνθήκη της Λωζάννης η τουρκική εθνοσυνέλευση, το 1923, ο Κεμάλ αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει εκλογές για να απομακρύνει όσους αμφισβητούσαν τη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε ο Ινονού[1]. Η κριτική τους επικεντρωνόταν στο ότι τα Στενά δεν έπρεπε να βρίσκονται υπό διεθνή έλεγχο και ζητούσαν περισσότερα εδάφη εις βάρος της Συρίας και του Ιράκ. Πραγματιστής ο Κεμάλ, πήρε το καλύτερο που μπορούσε και άφησε το θέμα αναθεώρησης της Λωζάννης για το μέλλον.   

Μόλις το 1936 ο ΥΠΕΞ Τεφίκ Αράς, με κεντρικό ρόλο στην αρμενική Γενοκτονία[2], εκμεταλλευόμενος επιδέξια την κατευναστική πολιτική της Βρετανίας απέναντι στη Γερμανία και τα ανοίγματα της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και της Ιταλίας, προς την Τουρκία, έθεσε τα Στενά υπό τον έλεγχο της Τουρκίας[3]. Επόμενος στόχος της αναθεωρητικής Τουρκίας ήταν τα πετρέλαια της Μοσούλης και η περιοχή της Αλεξανδρέττας, με το σημαντικό λιμάνι, με τη σημαντική πλειοψηφία του αραβικού πληθυσμού, ήταν σχεδόν τα 2/3. Η Τουρκία χρησιμοποιούσε το επιχείρημα ότι αν δεν έπαιρνε την Αλεξανδρέττα θα αποχωρούσε από την ΚτΕ και θα συμμαχούσε με Γερμανία και Ιταλία, οπότε το 1938, οι Γάλλοι που κατείχαν την Συρία επέτρεψαν στον τουρκικό στρατό να εισβάλει στην Αλεξανδρέττα και, ένα χρόνο μετά, προσαρτήσει την περιοχή[4].

Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Τουρκία, κρατώντας στάση επιτήδειας ουδετερότητας μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων, κατόρθωνε να λαμβάνει ενισχύσεις και από τους δύο. Στα τέσσερα χρόνια του πολέμου διεξήγε ένα ατελείωτο παζάρι με αμφότερες τις πλευρές όπου διεκδικούσε ως αμοιβή για να βγει στον πόλεμο με το μέρος της μιας ή της άλλης, τα εξής: τα Δωδεκάνησα, την Κύπρο, εντολή στην Αλβανία, μέρος της Βουλγαρίας, τον έλεγχο του λιμανιού της Θεσσαλονίκης[5] (και άρα τον έλεγχο όλου του Αιγαίου), εδάφη της Συρίας, του Ιράκ, της Αιγύπτου, αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης. Βλέπουμε ότι, εβδομήντα χρόνια μετά, μέσω του νεοθωμανισμού των Ερντογάν-Νταβούτογλου, οι διεκδικήσεις της Τουρκίας απλώνονται στον ίδιο χώρο.

Το μεγαλύτερο κέρδος της Τουρκίας από τον Β΄ ΠΠ ήταν ότι κατόρθωσε να μην εμπλακεί κερδίζοντας και από τις δύο πλευρές, ενώ μετά τη νίκη των Συμμάχων ποτέ δεν τιμωρήθηκε για την επί της ουσίας φιλοαξονική στάση της. (Η Τουρκία, μέχρι και τους τελευταίους μήνες του πολέμου, τροφοδοτούσε με δεκάδες χιλιάδες τόνους χρωμίτη τη Γερμανία, που ήταν απαραίτητος στη στρατιωτική βιομηχανία της, με αντάλλαγμα οπλισμό και χρυσό[6]). Ίσα ίσα, η Τουρκία, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, προσκολλήθηκε στην πλευρά των νικητών και από την δεκαετία του ’50, με το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ αναβαθμίστηκε γεωπολιτικά από τις ΗΠΑ.

Με την παρότρυνση των Βρετανών κατά τη δεκαετία του ’50, η Τουρκία παρουσίασε τις γνωστές βλέψεις για την Κύπρο που κατέληξαν με την έγκριση των ΗΠΑ και την ανοχή των Σοβιετικών, στην εισβολή στο νησί. Εισβολή που πραγματοποιήθηκε από κυβέρνηση συνεργασίας του κεμαλιστή Ετσεβίτ με τον ισλαμιστή Ερμπακάν. Και πιο πρόσφατα έχουμε την εισβολή και κατοχή τμήματος της Β. Συρίας, στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Β. Ιράκ, για να μην αναφερθούμε στην τουρκική επεκτατικότητα στο Αιγαίο και την Κύπρο, που είναι καθημερινά φαινόμενα.

Τα παραπάνω τα αναφέραμε για να δείξουμε ότι η σύγχρονη Τουρκία, από τη γέννησή της, εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, άσχετα με το εάν στην εξουσία βρίσκονται κεμαλιστές ή ισλαμιστές, επιδιώκει και κατορθώνει λίγο λίγο να αναθεωρεί προς όφελός της Συνθήκης της Λωζάννης. Την τελευταία δεκαπενταετία, υπό την ηγεσία του Ερντογάν, λόγω της ενίσχυσής της σε οικονομικό, στρατιωτικό, δημογραφικό, διπλωματικό επίπεδο, αυτή η στρατηγική φαίνεται να επιταχύνεται. Ο Ερντογάν, που τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα αποκαλείται από τους οπαδούς του Ράις (Reis)[7], δηλαδή αρχηγός/ηγέτης παραπέμποντας σε φασίστες ηγέτες του Μεσοπολέμου, θέτει ως όραμα το 2023, χρονιά που συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκίας, η δική του Τουρκία να είναι κατιτίς (και γεωγραφικά) μεγαλύτερη από τη χώρα που ίδρυσε ο Κεμάλ.

Ο Ερντογάν τα χρόνια της εξουσίας του ακολουθεί απαρέγκλιτα την ίδια αρχή: επικεντρώνει την προσοχή κάθε φορά στον πιο επικίνδυνο εχθρό και, με τις ευρύτερες δυνατές συμμαχίες, τον χτυπά μέχρι να τον εξουθενώσει. Διδασκόμενος από το πάθημα του «ιδεολογικού του πατέρα», του Ερμπακάν, που, όταν πήρε την εξουσία προέβη σε μετωπική επίθεση κατά των αντιπάλων του, με αποτέλεσμα να εξαναγκαστεί σε παραίτηση από τον στρατό, δεν επανέλαβε το ίδιο λάθος. Έτσι πολλές φορές αναγκάστηκε να καμουφλάρει τις θέσεις του, αλλά κατά βάθος ποτέ δεν τις άλλαξε, όσο μάλιστα περνούν τα χρόνια αποκαλύπτεται ως ο πιο πιστός εκφραστής του πολιτικού Ισλάμ του Ερμπακάν.

Το διάστημα μέχρι το 2009-10, όταν ταπείνωσε στρατό και δικαιοσύνη, τους καθαρότερους εκφραστές του κεμαλισμού, συμμάχησε με κομμάτια της μεγαλοαστικής κοσμικής τάξης, που ήταν ικανοποιημένα με την οικονομική ομαλότητα που είχε φέρει, της φιλελεύθερης διανόησης που είχαν κουραστεί από τη συνεχή ανάμειξη του στρατού στην πολιτική ζωή και πίστευαν στα ανοίγματα του προς την Δύση και, φυσικά, την ΕΕ, αλλά και τις ΗΠΑ. Στην ύστατη απόπειρα του κεμαλικού κατεστημένου να τον εμποδίσει, με την προσπάθεια του Συνταγματικού Δικαστηρίου να απαγορεύσει το AKP το 2008, δεν προέκυψε η απαιτούμενη ενισχυμένη πλειοψηφία, επειδή ένας στρατηγός δεν ψήφισε υπέρ. Τότε καίρια υπήρξε η παρέμβαση των ΗΠΑ προκειμένου να μην προκύψει μια απόφαση που θα διέλυε το AKP[8]. Τα επόμενα δύο χρόνια, με τις αποκαλύψεις για τα σκάνδαλα «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα», χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τη διείσδυση του κινήματος Γκιουλέν σε δικαιοσύνη και αστυνομία, ο Ερντογάν ξεδόντιασε τους στρατηγούς και τους εισαγγελείς.   

Σταδιακά ο Ερντογάν συγκρούεται και υπερισχύει έναντι των πρώην συμμάχων του. Αρχικά ήλεγξε την κοσμική μεγαλοαστική τάξη – παράδειγμα ο πόλεμος που εξαπέλυσε στον όμιλο Ντογάν[9], όπου μετά από επιβολή προστίμου άνω των 4 δισ. δολαρίων τον εξανάγκασε να πουλήσει δύο από τις εφημερίδες του σε κατασκευαστικό όμιλο που συνδέεται άμεσα με το περιβάλλον Ερντογάν.  Ίδια ήταν η κατάληξη της σχέσης και με τον όμιλο Κοτς. Στη συνέχεια σειρά πήρε η φιλελεύθερη διανόηση, η οποία, μετά τη βίαιη καταστολή των διαμαρτυριών στο πάρκο Γκεζί, αντιλήφθηκε το λάθος της να τον στηρίξει. Όταν στα τέλη του 2013 το κίνημα Γκιουλέν (αλλά και οι ατλαντικοί σύμμαχοι), μέσω της αστυνομίας, επιχείρησε να βάλει γκέμια στον Ερντογάν και στην διεφθαρμένη αυλή του, ξεκίνησε ο αμείλικτος πόλεμος ενάντια του Γκιουλέν που κρατά μέχρι σήμερα. Μετά το πραξικόπημα του 2016, αλλά και τον πρόσφατο πόλεμο στο Αφρίν, ο Ερντογάν έχει βάλει την Τουρκία στον «γύψο», σε σημείο που Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι το κλίμα καταστολής και αυταρχισμού συγκρίνεται με αυτό των στρατιωτικών δικτατοριών του 1960 και του 1980. Υπολογίζεται ότι μετά το πραξικόπημα έχουν διωχθεί παντοιοτρόπως (φυλακίσεις, απολύσεις κ.ά.) 115.000 άτομα[10] και ψιθυρίζεται για το «αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» που οικοδομεί το καθεστώς Ερντογάν.  

Ο Ερντογάν, στις εκλογές του 2011, ανέφερε σε μια προεκλογική ομιλία του: «Με τη βοήθεια του Θεού, θα επανιδρύσουμε την Τουρκία το 2023. Η περίοδος μαθητείας ξεκίνησε το 2002. Το 2007 ήταν η αρχή της εξάσκησης. Στις 12 Ιουνίου 2011 θα ξεκινήσει η περίοδος της κυριαρχίας»[11]. Πολύ φοβόμαστε ότι τώρα έπειτα και από τις εκλογές του Ιουνίου του 2018, ο Ερντογάν θα βάλει μπροστά την περίοδο της επέκτασης.

Στο δεύτερο μέρος: Η τουρκική οικονομική πολιτική από  τον Ατατούρκ στο σήμερα