Εν μέσω ραγδαίων εξελίξεων στη Μέση Ανατολή, η Τουρκία επιτυγχάνει για ακόμη μια φορά να στρέψει τα βλέμματα της διεθνούς προσοχής σε εκείνη, ύστερα και από την κοινή απόφαση με την Ρωσία να προτείνουν κατάπαυση του πυρός στη Λιβύη, αλλά και μέσω της επιχείρησης για εξόντωση της αρχηγού του PKK, Εσμέ Εράτ, η οποία και δολοφονήθηκε σε ιρακινό έδαφος.
Τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν το τελευταίο διάστημα γύρω από το ζήτημα της Λιβύης, αλλά και η περίπτωση δολοφονίας της Εσμέ Εράτ φέρουν ως κοινό παρονομαστή την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα, εγείρουν ερωτηματικά σχετικά με τους προσανατολισμούς των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίοι δύνανται να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό και τις αποφάσεις της Τουρκίας.
Για ακόμη μια φορά η Άγκυρα, εκμεταλλευόμενη το ταραχώδες σκηνικό της Μέσης Ανατολής, επιδιώκει να αναμειχθεί εντός των γεγονότων, αποσκοπώντας σε ικανοποίηση εθνικών, στρατηγικών συμφερόντων.
Η συνάντηση του Τούρκου Προέδρου με τον Ρώσο ομόλογό του για την εγκαινίαση του αγωγού Turk Stream πιστοποίησε σε μεγάλο βαθμό το κλίμα συνεργασίας και αμοιβαίων συμφερόντων μεταξύ των δύο κρατών, μέσα από τα οποία παροτρύνεται και η τάση για σύμπλευση σε τομείς ποικίλου ενδιαφέροντος.
Η κοινή απόφαση για πρόταση κατάπαυσης του πυρός στην περιοχή της Λιβύης αποτελεί μια επιτυχημένη στρατηγική κίνηση από μέρους της Τουρκίας, η οποία εντέχνως επιδιώκει την ανάδυσή της σε μεγάλη διαμεσολαβητική δύναμη στο διεθνές στερέωμα.
Το ενδεχόμενο αποφυγής άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής στην Λιβύη προσδίδει στην Άγκυρα το στρατηγικό πλεονέκτημα για έμμεση επέμβαση επί της υποθέσεως, χωρίς εν τέλει να κριθεί αναγκαία η υλοποίηση των υποσχέσεων για αποστολή τουρκικού στρατεύματος στην περιοχή, διακινδυνεύοντας με αυτό τον τρόπο την υποστήριξη ενός μετώπου, το οποίο μέρα με τη μέρα υφίσταται σημαντική απώλεια ισχύος.
Ύστερα και από τα τελευταία γεγονότα, η Τουρκία φαίνεται πως επιδιώκει τη διατήρηση κοινών συμφερόντων με τη Μόσχα σε πάσης φύσεως ζητήματα, υπενθυμίζοντάς της με κάθε ευκαιρία την αμοιβαία δέσμευση που ενώνει τα δύο κράτη σε ό,τι αφορά το συριακό ζήτημα.
Μάλιστα, η υπεροχή που έχει αποκτήσει η Ρωσία στη Συρία, η οποία και πιστοποιείται έτι περισσότερο, ύστερα και από το ταξίδι του Προέδρου Πούτιν στην περιοχή, ωθεί την Τουρκία στο να επιζητά περαιτέρω συνεργασία με τη Μόσχα.
Το γεγονός αυτό επαληθεύεται και από την συνομιλία που πραγματοποίησαν πριν λίγες ημέρες ο Ρώσος Υπουργός Άμυνας με τον Τούρκο Επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, στην οποία και έγινε γνωστή η πιθανότητα για συντονισμένη δράση των δύο μερών προς αποκλιμάκωση των εντάσεων στην Μέση Ανατολή.
Η διαρκής προθυμοποίηση της Τουρκίας για μεσολάβηση προς επίλυση τεταμένων καταστάσεων σε περιπτώσεις όπως είναι η Λιβύη, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν, αλλά και η Συρία, διαμορφώνει ένα μοτίβο πανομοιότυπων συμπεριφορών και αντιδράσεων σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, στο οποίο η Άγκυρα φανερώνει τις διαθέσεις της χώρας για διαχείριση κρίσιμων γεωπολιτικών διαφορών.
Είναι κατανοητό πως στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού, η ύπαρξη Δυνάμεων με διαφορετικά συμφέροντα στο γεωπολιτικό πλάνο, όχι μόνο αυξάνει το βαθμό της επιθετικότητας από μέρους των κρατών, αλλά παροτρύνει και δρώντες με μηδαμινή ισχύ να αξιώνουν ηγεμονικές τάσεις.
Τρανό παράδειγμα του σκεπτικού αυτού αποτελεί η Τουρκία, η οποία βρίσκεται στην κορύφωση του μαξιμαλιστικού της αφηγήματος. Οι αναμνήσεις του “στρατηγικού βάθους” που ανασύρονται μέσα από το Δόγμα Νταβούτογλου και ο διακαής πόθος του Ερντογάν να αναδειχθεί η χώρα του σε ηγεμονική Δύναμη βρίσκονται σε τροχιά ταχείας υλοποίησης, τόσο μέσα από τα γεγονότα της Συρίας, όσο και μέσα από την κατάσταση της Λιβύης.
Αναμφισβήτητα, το “παγκόσμιο όνειρο” που οραματίζεται ο Τούρκος Πρόεδρος εδώ και χρόνια πραγματοποιείται μεταξύ σφύρας και άκμονος μιας και η πολιτική που ακολουθεί η Άγκυρα την θέτει διαρκώς στο επίκεντρο της προσοχής. Ο ατέρμονος αγώνας κατά του τρομοκρατικού στοιχείου, ο οποίος μνημονεύθηκε έτι μια φορά μετά από την βομβιστική επίθεση στη Σομαλία, η συνεχής αμφισβήτηση κανόνων διεθνούς δικαίου, η εργαλειακή αξιοποίηση του προσφυγικού, αλλά και οι απειλές προς στρατηγικούς εταίρους του ΝΑΤΟ σχετικά με το κλείσιμο κομβικών στρατιωτικών βάσεων είναι μόνο μερικά από τα χαρτιά που αξιοποιεί η Τουρκία για να ελιχθεί στο χώρο των εξελίξεων.
Είναι προφανές πως η μαξιμαλιστική κουλτούρα της Άγκυρας δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με τη θέση που κατέχει στο διεθνές στερέωμα. Αν λάβουμε υπ’ όψιν το ρητό πως το δίκαιο ερμηνεύεται από τους ισχυρούς, τότε επαγωγικά γεννάται και η υπόθεση πως ένα κράτος με το βεληνεκές της Τουρκίας δεν νομιμοποιείται να κάνει παρερμηνείες στο διεθνές δίκαιο, εκτός βέβαια κι αν λαμβάνει την υποστήριξη και την συγκατάθεση μίας ή περισσοτέρων των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο εξής, σε περίπτωση που η αντιπαράθεση μεταξύ ΗΠΑ-Ιράν εξακολουθήσει να βρίσκεται σε έξαρση, η Άγκυρα ενδεχομένως κλιθεί να αναλάβει σαφή θέση στις στρατηγικές της προτιμήσεις, μιας και μέχρι στιγμής ακροβατεί σε τεντωμένο σκοινί μεταξύ Δύσης και Ανατολής, αλλά και ανάμεσα στη διεθνή ασφάλεια και τη διεθνή ανομία.
Συμπερασματικά, τα γεγονότα που θα ακολουθήσουν το επόμενο διάστημα θα είναι ικανά να προσδιορίσουν τις τάσεις και τις διαθέσεις κάθε στρατηγικού παίκτη του Διεθνούς Συστήματος, μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και ταραχώδες τοπίο.