Το ότι η Τουρκία διεκδικεί την εδαφική της επέκταση σε βάρος της Ελλάδας δεν αποτελεί είδηση. Είδηση θα λέγαμε ότι αποτελεί η έστω και καθυστερημένη συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα όσων ασκούν κάποια μεγαλύτερη ή μικρότερη επιρροή στη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς να εξαιρώ τον ελληνικό λαό με τις προτεραιότητες και τις επιλογές του.
Το ότι το τουρκικό κράτος συνιστά μία μόνιμη και διαρκή απειλή για τον ελληνισμό το λέμε και το ξαναλέμε από τότε που ασχολούμαστε με την πολιτική, αλλά για δεκαετίες αυτή η απλή, ρεαλιστική και επαληθεύσιμη από την ίδια την πραγματικότητα διαπίστωση, χαρακτηριζόταν ως «εθνικιστική» και «πολεμοκάπηλη».
Ούτε η κατοχή της μισής Κύπρου, ούτε οι διεκδικήσεις στο Αιγαίο και η τουρκική δραστηριότητα στη Θράκη ήταν ικανά να αφυπνίσουν τον Έλληνα από την «εκσυγχρονιστική» του ραστώνη και τις γεωπολιτικές του αυταπάτες και να τον προσγειώσουν στην αναγκαιότητα να διαθέτει αποτρεπτική ισχύ και ισχυρό εθνικό φρόνημα προκειμένου να υπερασπιστεί την ελευθερία του. Αντίθετα, όλ’ αυτά ηχούσαν ενοχλητικά και δυσάρεστα στο «παράλληλο σύμπαν» στο οποίο είχε αποφασίσει να ζει είτε επέλεγε τα «εξεγερμένα» Εξάρχεια, είτε την Αράχωβα και τη Μύκονο, είτε τις Βρυξέλλες και τα Λονδίνα, κυριολεκτικά ή φαντασιακά.
Τώρα όμως, το αφήγημα της «γαλάζιας πατρίδας», οι καθημερινές φραστικές απειλές και προκλήσεις, η αμφισβήτηση του καθεστώτος του Αιγαίου και της κυριαρχίας των νησιών, το αρραγές μέτωπο συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης στην Τουρκία σε ό,τι αφορά τα «δικαιώματα» της Τουρκίας σε ελληνικά νησιά, η κρίση του 2020, οι πανηγυρισμοί και οι συμβολισμοί γύρω από την Αγιά Σοφιά, ο ορατός και άμεσος πλέον κίνδυνος ενός «θερμού επεισοδίου» αυτό το καλοκαίρι, όλα αυτά δεν αφήνουν πλέον περιθώριο για αυταπάτες ότι τελικά η φύση του τουρκικού κράτους είναι κατεξοχήν η κατακτητική. Η Τουρκία «εορτάζει» και καυχιέται για τις κατακτήσεις της, όχι τις πνευματικές, αλλά τις στρατιωτικές και ετοιμάζεται διαρκώς ηθικά και στρατιωτικά για τις επόμενες. Παρόλα αυτά, είναι απαραίτητο σ’ αυτή την χώρα να λες και να ξαναλές τα ίδια, αυτονόητα εν τέλει πράγματα.
Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας και της σοβαρότητας που συνιστά για την εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία ο τουρκικός επεκτατισμός και αναθεωρητισμός είναι το πρώτο βήμα. Η αποτελεσματικότητα της άμυνας της χώρας κρίνεται ωστόσο από τρεις παράγοντες:
α) την ισχυρή αποτρεπτική ισχύ
β) τις ισχυρές συμμαχίες και
γ) το υψηλό εθνικό φρόνημα, κοινώς: τη διάθεση του λαού να υπερασπιστεί τα σύνορα και κατ’ επέκταση την ελευθερία και την ιστορία του.
Το ότι έγιναν, έστω και καθυστερημένα, αξιόλογες αγορές σύγχρονων οπλικών συστημάτων, εκεί που η άμυνα είχε εγκαταλειφθεί για δεκαετίες, δεν αμφισβητείται. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Είναι, ωστόσο, επιτακτική ανάγκη να καλυφθεί άμεσα το χρονικό κενό μεταξύ της ανάπτυξης των νέων όπλων και της ετοιμότητάς τους για χρήση με εκείνες τις επιλογές που αυτή την κρίσιμη στιγμή μπορούν να αντιμετωπίσουν μία τουρκική επιθετική ενέργεια.
Στο πλαίσιο αυτό είναι επιτακτική ανάγκη οι κάτοικοι των νησιών, άντρες και γυναίκες, να αποκτήσουν συγκεκριμένο ρόλο έτσι ώστε με την κατάλληλη εκπαίδευση και σε συνδυασμό με τις ένοπλες δυνάμεις και το λιμενικό, να φυλάσσεται νυχθημερόν κάθε γωνιά της ελληνικής επικράτειας. Το έργο αυτό θα μπορούσαν επίσης να ενισχύουν έφεδροι από την ενδοχώρα κατά τις τακτικές ασκήσεις επανεκπαίδευσής τους.
Μεσο- και μακροπρόθεσμα είναι ανάγκη να ενισχυθεί και να αναπτυχθεί ο κλάδος της εγχώριας παραγωγής οπλικών συστημάτων και υλικού τόσο για οικονομικούς όσο και για πολιτικούς λόγους που αφορούν την ανεξαρτησία της χώρας.
Άμυνα όμως είναι και τα έργα υποδομών και πολιτισμού. Άμυνα είναι και το να έχουν οι ακρίτες των νησιών στελεχωμένα και εξοπλισμένα ιατρεία και κίνητρα για να παραμείνουν και στα πιο μικρά νησιά. Άμυνα είναι να μην επιτραπεί η μόνιμη εγκατάσταση πολυπληθών μουσουλμανικών πληθυσμών από ασιατικές και αφρικανικές χώρες που ωθούνται στα νησιά από το τουρκικό κράτος. Άμυνα και αγώνας για ειρήνη παράλληλα, είναι να ιδρυθεί στη Σάμο διεθνές κέντρο μαθηματικών και αρχιτεκτονικών σπουδών με σημεία αναφοράς στον Πυθαγόρα και τον Ευπαλίνο. Κάτι αντίστοιχο στην Κω του Ιπποκράτη στον τομέα της Ιατρικής. Κέντρα παγκόσμιας ακτινοβολίας που εκτός από το επιστημονικό και ευρύτερα πνευματικό τους έργο θα λειτουργούν επίσης αποτρεπτικά έναντι οποιασδήποτε επιβουλής.
Σε ό,τι αφορά τις συμμαχίες, η Ελλάδα έχει αυτή τη στιγμή τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με χώρες του δυτικού κόσμου που επιτέλους – και μάλλον περισσότερο χάρη στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παρά εξαιτίας των ελληνικών επιχειρημάτων που εξάλλου λέγονται εδώ και δεκαετίες – συνειδητοποιούν ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός αποτελεί κίνδυνο για την ειρήνη και την ασφάλεια στην ανατολική Μεσόγειο, την Ευρώπη και τον κόσμο γενικότερα.
Παράλληλα, ενισχύονται οι σχέσεις με τον αραβικό κόσμο και κάποιες από τις βαλκανικές χώρες ενώ εξαιτίας της ελληνικής στάσης στο ζήτημα της Ουκρανίας, έχει αυξηθεί η ελληνική αξιοπιστία στα μάτια χωρών της ανατολικής και βόρειας Ευρώπης. Οι σχέσεις μας, τέλος, με δυνάμεις της περιοχής, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ βρίσκονται σε εξαιρετικά καλό επίπεδο.
Όλα αυτά είναι σημαντικά αλλά καμία ξένη δύναμη δε φαίνεται σήμερα διατεθειμένη να υποστεί θυσίες για να μας υπερασπιστεί έναντι του τουρκικού επεκτατισμού. Το βάρος αυτό θα πρέπει να το επωμιστούμε εμείς υπολογίζοντας κυρίως στην πολιτική και υλική στήριξη των ξένων, όπως γίνεται σήμερα και με την Ουκρανία.
Το σημαντικότερο τελικά όλων είναι η καλλιέργεια εθνικής συνείδησης, φιλοπατρίας, δημοκρατικού πατριωτικού φρονήματος, όλες αυτές οι για χρόνια συκοφαντημένες αξίες γιατί ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι έχουμε ήδη περάσει σ’ έναν νέο κόσμο, χωρίς εθνικά προβλήματα και συγκρούσεις και άρα μπορούμε επιτέλους να απαλλαγούμε από το βάρος «μιας ύπαρξης ζωντανής», από την ταυτότητά μας, να εγκαταλείψουμε «το μαρμάρινο τούτο κεφάλι που μας εξαντλεί τους αγκώνες», να ξεχάσουμε και να ξεχαστούμε από τον ίδιο μας τον εαυτό.
Σ’ αυτές όμως τις αξίες χρωστάμε και στους άντρες και τις γυναίκες που έδωσαν τη ζωή τους, και την ελευθερία, το «δικαίωμα», να τις χλευάζουμε και να τις περιφρονούμε. Γιατί, εν τέλει, η αντιπαράθεσή μας με την Τουρκία δεν αφορά μόνο μερικά νησιά ή θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου, αφορά και ένα σύστημα αξιών, την ίδια την ελευθερία. Στη γειτονική Τουρκία κυβερνάει μία συμμαχία ισλαμιστών και «Γκρίζων Λύκων» ενώ η «κεμαλική» αντιπολίτευση υπερθεματίζει στον επιθετικό εθνικιστικό ανθελληνικό λόγο.
Στην Τουρκία όσοι αντιπολιτεύονται το τουρκικό συγκρότημα εξουσίας διώκονται, φιμώνονται, εκτελούνται, οι μειονότητες τελούν υπό διωγμό και υφίστανται κάθε είδους περιορισμούς και απαγορεύσεις. Δεν συζητάμε καν για τα δικαιώματα των γυναικών και των ατόμων με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Μπροστά στον ωμό αυταρχισμό, τον «γνήσιο» φασισμό του τουρκικού κράτους, οι όποιες αδυναμίες, ελλείψεις, αυθαιρεσίες κτλ στο δικό μας δημοκρατικό σύστημα, αποτελούν πταίσματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χάριν του εξωτερικού κινδύνου παύουμε να διεκδικούμε περισσότερη δημοκρατία, διαφάνεια, χρηστή διοίκηση και περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη.
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιηθεί δεν είναι ότι ο αγώνας της Ελλάδας να αντισταθεί στον τουρκικό επεκτατισμό δεν γίνεται για τους Κύπριους, για τους Χιώτες ή τους Καλύμνιους και άρα οι υπόλοιποι μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. Πρώτα πρώτα η Τουρκία δεν επαναπαύεται και δεν «ηρεμεί» αν δεν υποτάξει την Ελλάδα ως χώρα. Δεν της αρκεί η μισή Κύπρος και η συνεκμετάλλευση του Αιγαίου. Έχει μάθει να διεκδικεί διαρκώς και το έχει αποδείξει. Είναι ο χαρακτήρας του κράτους αυτού κατακτητικός και πρέπει επιτέλους να το αποδεχτούμε και να τον αντιμετωπίζουμε αναλόγως εάν θέλουμε να μείνουμε ελεύθεροι.
Ο αγώνας μας λοιπόν, περί πάτρης, γίνεται για τους ίδιους λόγους που γίνεται εδώ και εκατοντάδες χρόνια, για την ελευθερία την ίδια. Από τον Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα στην αρχαιότητα, τους Ακρίτες στα χρόνια του Βυζαντίου, τους Κλέφτες στην Τουρκοκρατία και τους αγωνιστές του ’21 και πιο πρόσφατα στο μέτωπο της Αλβανίας, στα οχυρά και στην Κρήτη το ’40 και το ’41, ο αγώνας είναι ίδιος και είναι «υπέρ πάντων». Και για άλλη μια φορά δεν είναι ένας αγώνας αποκλειστικά εθνικός, αλλά είναι και παγκόσμιος: «για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι».
Το θέμα είναι να αποφασίσουμε να τον αναλάβουμε, μαζί και τις συνέπειες και τις υποχρεώσεις που αυτός συνεπάγεται.
*Δρ Ιστορίας, Εκπαιδευτικός