Με μια μακροσκελή ανακοίνωση, ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γιάννος Παπαντωνίου, υπερασπίζεται τον εαυτό του, με αφορμή τις δύο δικογραφίες που διαβιβάστηκαν στη Βουλή όπου οι βουλευτές θα αποφανθούν αν θα κατηγορηθεί για το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας σε βαθμό κακουργήματος, για δυο υποθέσεις που αφορούν σε εξοπλιστικά προγράμματα και στη μεταβίβαση της πολυτελούς κατοικίας του στη Σύρο.
Ο πρώην υπουργός, κάνει σαφές ότι υπάρχει τιμωρητική διάθεση απέναντί του επειδή κάποιοι δεν του έχουν συγχωρήσει ότι το όνομα του είναι συνυφασμένο «με αυτό που πολλοί θεωρούν ως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Μεταπολίτευσης, την ένταξη στην ΟΝΕ, στο ευρώ, που μας κράτησε όρθιους, παρά τα λάθη των εταίρων μας, στην τελευταία καταστροφική κρίση».
Ο κύριος Παπαντωνίου, ο οποίος υποστηρίζει ότι ήταν αναμενόμενο να πληρώσει ένα τίμημα, στη χώρα που η επιτυχία τιμωρείται, αναφέρει επίσης ότι μετά από 15 χρόνια δικαστικών ερευνών δεν έχει προκύψει σε βάρος του καμιά απολύτως ένδειξη παράνομης λειτουργίας.
Ολόκληρη η ανακοίνωση του Γιάννου Παπαντωνίου:
«Υπήρξα ο μακροβιότερος υπουργός Οικονομίας, και σύνδεσα το όνομά μου με αυτό που πολλοί θεωρούν ως μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της Μεταπολίτευσης, την ένταξη στην ΟΝΕ, στο ευρώ, που μας κράτησε όρθιους, παρά τα λάθη των εταίρων μας, στην τελευταία καταστροφική κρίση. Ήταν, λοιπόν, σε κάποιο βαθμό αναμενόμενο να πληρώσω ένα τίμημα. Η Ελλάδα είναι η χώρα που, ιδιαίτερα σήμερα, η επιτυχία τιμωρείται.
Οι διώκτες μου έχουν ρίξει τόνους λάσπης. Τώρα, όμως, άρχισαν τα αποκαλυπτήρια. Ξέχασαν τις δήθεν αμαρτωλές συμβάσεις – εκτός από την περίπτωση ενός Γάλλου, που είχε συκοφαντήσει τον Κ. Σημίτη και εμένα. Τον έχω ήδη καταδικάσει στα γαλλικά δικαστήρια και στη συνέχεια εξέτισε ποινή φυλάκισης στις γαλλικές φυλακές.
Η κεντρική κατηγορία που μου απευθύνεται είναι ότι δήθεν προώθησα, με πρόθεση, ένα πρόγραμμα, τη σύμβαση Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής έξη φρεγατών τύπου «S», που δεν ήταν συμφέρον για το ελληνικό Δημόσιο. Στηρίζουν αυτήν την κατηγορία στην εκτίμηση ότι υπήρξαν κάποιες καθυστερήσεις στην υλοποίηση του Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής των έξι φρεγατών που περιόριζαν την απόδοση του προγράμματος.
Όμως, τα ακριβώς αντίθετα ισχύουν: Οι καθυστερήσεις ήταν οριακές ενώ, αντίθετα, ακύρωση ή διακοπή του προγράμματος θα συνεπαγόταν μεγάλη ελάττωση της περιουσίας του Δημοσίου λόγω ραγδαίας απαξίωσης των έξη παλαιών φρεγατών. Επιπλέον, θα καθιστούσε αναγκαία η την άμεση δρομολόγηση προγράμματος κατασκευής νέων φρεγατών, των οποίων το κόστος θα προσέγγιζε τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ, δηλαδή θα ήταν περίπου δεκαπλάσιο σε σχέση με το κόστος ύψους 381 εκατομμύριων ευρώ του εκσυγχρονισμού, και ήταν απολύτως ανέφικτο να καλυφθεί από τον προϋπολογισμό. Τέλος, η πρώτη νέα φρεγάτα θα παραδιδόταν το 2015, αντί του 2006 – που ήταν ο χρόνος παράδοσης των εκσυγχρονισμένων φρεγατών. Στο ενδιάμεσο διάστημα – περίπου 10 ετών – η δομή του Στόλου του Πολεμικού Ναυτικού θα παρουσίαζε εξαιρετικά επικίνδυνα κενά, με αναπόφευκτη συνέπεια την απώλεια για μεγάλο χρονικό διάστημα του θαλάσσιου ελέγχου του Αιγαίου. Η υλοποίηση του προγράμματος εκσυγχρονισμού των έξι φρεγατών διασφάλισε απολύτως το συμφέρον του ελληνικού Δημοσίου και ενίσχυσε την εθνική ασφάλεια. Η επιλογή που εισηγούνται οι διώκτες μου θα ζημίωνε το ελληνικό Δημόσιο, θα παραβίαζε τις αντοχές της οικονομίας και θα υπονόμευε την εθνική ασφάλεια.
Χωρίς απόδειξη «απιστίας», δεν υπάρχει παράνομη δραστηριότητα ούτε «παράνομα έσοδα» που πρέπει δήθεν να «νομιμοποιηθούν». Όμως, ο σκόπελος αποφεύγεται με την επινόηση «παθητικής δωροδοκίας». Η διαδικασία «απόδειξης» περιπλέκεται από το γεγονός ότι μετά από 15 χρόνια δικαστικών ερευνών δεν έχει προκύψει σε βάρος μου καμιά απολύτως ένδειξη παράνομης λειτουργίας. Ούτε έμβασμα, ούτε τραπεζική ροή, ούτε μαρτυρία παράνομης συναλλαγής. Οι ελβετικοί λογαριασμοί, τους οποίους έθεσα αμέσως και οικειοθελώς στη διάθεση των δικαστικών αρχών, αποδείχτηκε μετά από ενδελεχή εξέταση ότι είναι πεντακάθαροι. Εξάλλου, είχα ανοίξει λογαριασμό στην τράπεζα CREDIT SUISSE της Γενεύης στις 04-11-1983, πριν από τριανταπέντε χρόνια, για να καταθέσω τα πολύ υψηλά εισοδήματα που εξασφάλιζα επί μια περίπου δεκαετία στο εξωτερικό ως στέλεχος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στο Παρίσι και, στη συνέχεια, ως Μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Στις αρχές του 1985, μετά το τέλος της θητείας μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι συνολικές καταθέσεις μου στο λογαριασμό της CREDIT SUISSE ήταν 585.000 δολάρια ΗΠΑ, δηλαδή περίπου 1.500.000 ελβετικά φράγκα (ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ – ελβετικού φράγκου στις 02-01-1985: 2,62).
Η απόλυτη ανυπαρξία στοιχείων παράνομης λειτουργίας έφερε τους διώκτες μου σε πλήρες αδιέξοδο. Εφεύραν, για το λόγο αυτό, ένα πρωτοφανές σενάριο: να συνδέσουν αναλήψεις μετρητών ενός αντιπροσώπου οπλικών συστημάτων – που έχει πεθάνει – από λογαριασμούς του σε ελληνικές τράπεζες με καταθέσεις μετρητών φιλικού μου προσώπου σε δικούς του ελληνικούς λογαριασμούς, χωρίς να υπάρχει καμιά σύνδεση ή σχέση μεταξύ τους !!! Ούτε ηλεκτρονική μεταβίβαση , ούτε επαφή, ούτε καν επικοινωνία ή γνωριμία !!! Και, βέβαια, καμιά απολύτως σχέση ή γνωριμία μεταξύ του αντιπροσώπου και εμένα. Κάποιο «μαγικό χέρι» φαίνεται να συνδέει τα μετρητά του ενός με τα μετρητά του άλλου. Εξάλλου, δεν υπάρχει καμιά αριθμητική συσχέτιση μεταξύ αναλήψεων και καταθέσεων.
Το συμπέρασμα, ότι δήθεν οι καταθέσεις μετρητών του φιλικού μου προσώπου αποτελούν χρήματα αναλήψεων σε μετρητά του αντιπροσώπου της εταιρίας είναι εξωφρενικό.
Τα όσα αφορούν τη «νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα» είναι απολύτως ανυπόστατα δεδομένου ότι δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη «παράνομης δραστηριότητας». Οι αναφορές σε «πολύπλοκες τραπεζικές κινήσεις» και «δαιδαλώδεις διαδρομές» στερούνται αντικειμένου. Χρηματοοικονομικά προϊόντα, αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστήρια συμβόλαια, επενδύσεις σε μέταλλα, επιπροσθέτως των απλών τραπεζικών καταθέσεων, χρησιμοποιούνται παγίως στη διαχείριση τραπεζικών λογαριασμών από τις υπηρεσίες των χρηματοοικονομικών οργανισμών.
Κατά τη διάρκεια της μακράς υπουργικής μου θητείας σε κρίσιμους τομείς κυβερνητικής δραστηριότητας, διαχειρίστηκα ευαίσθητα θέματα, όπως η υποτίμηση της δραχμής το Μάρτιο του 1998 – ενόψει της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση –, και μεγάλες συμβάσεις, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, με άψογο και υποδειγματικό τρόπο προστατεύοντας απολύτως το συμφέρον του ελληνικού Δημοσίου. Προσπάθειες «ενοχοποίησής» μου μέσω κατασκευασμένων εκτιμήσεων υπηρετούν δόλιες σκοπιμότητες και είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν.
Το ίδιο θα συμβεί με την επιχειρούμενη κοινοβουλευτική ανακύκλωση αυτής της άθλιας μεθόδευσης, με επικέντρωση στην ανύπαρκτη δωροδοκία. Το κράτος δικαίου τελικά θα κατισχύσει».