«Δεν είναι δύσκολο να το πάρεις πρέφα», μου λέει ο Δημήτρης Κοντούδης, μέλος της Α21, ενός μη κερδοσκοπικού οργανισμού για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, και φροντίδας των θυμάτων. «Αρκεί να καθίσεις σε ένα παγκάκι σε μία κεντρική πλατεία της Θεσσαλονίκης και να παρατηρήσεις. Τα νεύματα, τις κινήσεις, τα παιδιά που συνοδεύονται από περίεργες φυσιογνωμίες. Το trafficking είναι ενταγμένο μέσα στην κοινωνία μας».
Οι άνθρωποι που έχουν πολλά να πουν φαίνονται εύκολα. Από το βλέμμα που είναι αβόλευτο, από τα χέρια που προλαβαίνουν την έκφραση, από την προθυμία να σου ανοιχτούν. Ο Δημήτρης είναι ένας από αυτούς. Από τη στιγμή που καθίσαμε σε ένα καφέ δίπλα στην Καμάρα και το μαγνητόφωνο άρχισε να γράφει, ήταν ελάχιστες οι φορές που χρειάστηκε να ρωτήσω κάτι. Οι ιστορίες έβγαιναν μαζί με συναισθήματα από το στόμα του. Αβίαστα. Μπορείς να διακρίνεις την ελπίδα στα λόγια του. Την ελπίδα ότι κάποια στιγμή η κατάσταση θα βελτιωθεί.
Η σκιαγράφηση ενός δικτύου ανθρώπινης εμπορίας
Είναι το ίδιο συναίσθημα που κρύβεται πίσω από το trafficking. Η ελπίδα είναι αυτή που κάνει ένα θύμα να οδηγηθεί στις περισσότερες περιπτώσεις σε ένα δίκτυο ανθρώπινης εμπορίας. Η ελπίδα είναι που θα τραβήξει τους «στρατολόγους», τους ειδικούς ανιχνευτές ευάλωτων ανθρώπων, προκειμένου να ξεκινήσουν τα τέσσερα στάδια για το «σπάσιμο», και την εκπαίδευση του θύματος. Αυτό είναι και το συναίσθημα που θα προσπαθήσουν να σπάσουν τον πρώτο καιρό οι υπεύθυνοι του δικτύου. Είναι το όνειρο του να βρεθείς σε μία άλλη χώρα για να κάνεις αυτό που σου αρέσει. Να παίξεις ποδόσφαιρο, να γίνεις γιατρός ή ακόμη και να προσπαθήσεις να συντηρήσεις την οικογένεια σου πίσω στην πατρίδα. Ακόμη και ο έρωτας στο trafficking είναι δόλωμα για τους στρατολόγους.
«Τα ναρκωτικά και τα όπλα μπορώ να τα πουλήσω μία μόνο φορά. Τις γυναίκες πολλές», αυτά είναι τα λόγια ενός πρώην trafficker. Πρόκειται λοιπόν για μία επιχείρηση. Έτσι βλέπει τη διαδικασία ο εγκέφαλος ενός δικτύου ανθρώπινης εμπορίας.
«Υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι μέσα σε ένα δίκτυο», μου εξηγεί ο Δημήτρης. «Ο βασικός έμπορος δηλαδή ο επιχειρηματίας που πρόκειται συχνά για έναν οικογενειάρχη που τρέχει κι άλλες επιχειρήσεις, ο στρατολόγος που αναπτύσσει την δυνατότητα να μπορεί να ξεχωρίσει ευάλωτους ανθρώπους, αυτός που θα κάνει τις μετακινήσεις, αυτός που θα το παίξει φίλος, γυναίκες που φροντίζουν ή καθησυχάζουν το θύμα, ο προστάτης, αυτός που όταν σε φυλακίσουν θα έρθει να σου μιλήσει».
Στόχος αυτός των ανθρώπων, που ο καθένας έχει τον ρόλο του, είναι φυσικά να δημιουργηθεί ένα φοβικό πλάσμα ανίκανο να αντιδράσει.
«Για να σπάσεις πέφτει ξύλο, πείνα, εγκλεισμός, βιασμοί, άλλες φορές φέρνουν κάποιον ντυμένο αστυνομικό που βιάζει το θύμα, για να του δείξουν ότι η αστυνομία είναι δική τους ή έρχονται άλλοι και λένε - Συμβαίνει κάτι; Θέλεις να σε βοηθήσω;- και αν μιλήσει μπαίνουν μέσα και του δείχνουν ότι την πάτησε. Όσον αφορά μάλιστα τα ανήλικα στην Ελλάδα, για να γίνεις μέλος του δικτύου πρέπει να βιάσεις ένα ανήλικο μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα μέλη».
Οι διακινητές όμως έχουν διάφορους τρόπους για να εξασφαλίσουν την φοβικότητα του θύματος. Πέρα από τους βιασμούς και το ξύλο, συνήθης τακτική αποτελεί η δημιουργία ενός εικονικού χρέους που δίνει την αίσθηση στο θύμα ότι μονίμως έχει κάτι για να ξεχρεώσει πριν μπορέσει να είναι ελεύθερο. Το παράδειγμα αυτό δείχνει πως ακριβώς «πιστώνονται» τα χρέη στα θύματα.
«Σε ένα περιστατικό σε πόλη της κεντρικής Ελλάδας, όπου η αστυνομία καταφέρνει και μπαίνει σε ένα σπίτι, οι αστυνομικοί βλέπουνε ένα διαμέρισμα με δώδεκα κλειδωμένα δωμάτια, όπου μέσα στο καθένα είναι μία κοπέλα. Καθώς τις μαζεύουν, παρατηρούν στο ψυγείο ένα χαρτί που έχει τα ονόματα από τα κορίτσια και που γράφει επάνω μερικά ποσά. Έξι και εφτά χιλιάδες. Το ποσό αυτό είναι το ποσό που χρωστάει η κάθε κοπέλα. Για το δωμάτιο που είναι κλειδωμένες πληρώνουν ενοίκιο και ρεύμα, ή όταν πάνε στο νοσοκομείο για κάτι, πληρώνουν στον trafficker το ότι πήγανε σε γιατρό, πληρώνουν τον οδηγό που τους πάει στους πελάτες, και τα ρούχα που έχουνε. Το κλασσικό νούμερο είναι τα 2000 ευρώ. Με αυτό τον αριθμό που ορίζουν οι traffickers, τα θύματα νιώθουν ότι κάποια στιγμή μπορούν να ξεχρεώσουν και να είναι ελεύθερα».
Κάπως έτσι τα δίκτυα εμπορίας ανθρώπων δημιουργούν συνθήκες εγκλωβισμού για τα θύματα. Στην Ελλάδα τα άτομα που μπαίνουν στο εμπόριο και εκδίδονται προέρχονται από διάφορες περιοχές των Βαλκανίων, όπως η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Ουκρανία. Οι χώρες φυσικά που θα εγκλωβιστούν τα θύματα δεν μένουν σταθερές. Άπαξ και μπεις στο κύκλωμα, αποδημείς κατά περιόδους σε διάφορες γειτονικές χώρες προκειμένου να καλυφθούν τα ίχνη σου. Έτσι σου είναι δύσκολο να σχηματίσεις τα γράμματα μίας διεύθυνσης ή τον αριθμό ενός τηλεφώνου προκειμένου να βρεις βοήθεια. Πώς όμως καταλήγουν τα θύματα στα κλειδωμένα δωμάτια μιας ξένης χώρας; Ποιες είναι οι ιστορίες πίσω από τις οποίες καμουφλάρονται απατηλά όνειρα και κρυμμένοι μώλωπες;
Τον τελευταίο χρόνο ο Δημήτρης απαντάει στις γραμμές της 1109, της 24ωρης γραμμής πληροφόρησης και καταγγελίας περιστατικών εμπορίας ανθρώπων, ακούγοντας από μικρές υποψίες ανθρώπων μέχρι και αδιανόητα περιστατικά. Μέσα από τη δεκάχρονη εμπειρία του οργανισμού, κάποιες ιστορίες έμειναν χαραγμένες στην σκέψη του.
Όνειρα κλειδωμένα σε ένα δωμάτιο
«Οι ιστορίες από ένα σημείο και μετά έχουν ένα ίδιο μοτίβο», μου εξηγεί ενώ η φωνή του δεν είναι πια το ίδιο σταθερή. Η ιστορία αυτή αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκμετάλλευσης ονείρων.
«Πριν από κάποια χρόνια στη Ρουμανία, σε ένα πανεπιστήμιο ψυχολογίας, έξι φοιτήτριες βλέπουν μία αγγελία στον πίνακα του πανεπιστημίου. Έλα στην Ελλάδα να εργαστείς το καλοκαίρι σε ένα τουριστικό μέρος, να πληρωθείς και να βελτιώσεις τα αγγλικά σου. Αυτά αναγράφονται. Οι φοιτήτριες πάνε σε ένα γραφείο ευρέσεως εργασίας, δίνουν τα στοιχεία τους, πού μένουν, μέλη οικογένειας, ποιον να ειδοποιήσουν σε περίπτωση ανάγκης. Ξεκινάνε ένα ταξίδι και τελικά φτάνουν στην Καβάλα, όπου και τους πηγαίνουν σε ένα διαμέρισμα λέγοντας τους ότι αύριο θα έρθει το αφεντικό, και θα σας πει τι ακριβώς γίνεται. Το μόνο που χρειάζονταν ήταν να δώσουν τα διαβατήρια τους για κάποιες τυπικές διαδικασίες για τη δουλειά. Ένα χαρακτηριστικό όμως στο trafficking είναι ότι σου παίρνουν τα χαρτιά για να σε ελέγχουν. Έπειτα τις κλειδώνουν μέσα λέγοντας τους ότι έτσι θα είναι ασφαλείς στην περιοχή. Εκείνες μέσα στον ενθουσιασμό τους το προσπερνάνε. Την άλλη μέρα εμφανίζεται ένας Αλβανός μαφιόζος με δύο Έλληνες φουσκωτούς και τους λέει ότι από εκεί και πέρα θα εκδίδονται με τους πελάτες που θα τους κλείνει αυτός. Η μία από τις κοπέλες αντέδρασε και είπε εγώ δεν ήρθα για αυτό εδώ. Εκείνη τη στιγμή την πλακώνουν στο ξύλο, και την βιάζουν ομαδικά μπροστά σε όλες τις άλλες για παραδειγματισμό».
Τα λόγια της κοπέλας όταν τελικά ελευθερώθηκε από την αστυνομία δείχνουν πόσο εύκολα οι στόχοι σε κάνουν να αγνοήσεις τα όποια σημάδια. «Πόσο χαζή μπορεί να ήμουν για να μην καταλάβω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά;»
Άλλες φορές αυτό που κάνει το θύμα να εθελοτυφλήσει είναι μία φιλοδοξία. Άλλοτε όμως είναι απλά ένας έρωτας. Η ιστορία μιας δεκαεφτάχρονης από γειτονική χώρα που έφτασε να γίνεται αντικείμενο δεκάδων ανδρών καθημερινά, κλειδωμένη μέσα σε ένα δωμάτιο στην Γιαννιτσών της Θεσσαλονίκης, είναι μία χαρακτηριστική περίπτωση.
«Όταν τον γνώρισε σε ένα μπαρ, δεν πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να βάλουνε δυο βέρες και να δεσμευτούνε. Ο άντρας ήταν αυτός που της είπε να πάνε στην Ελλάδα και να δουλέψουν για να κάνουνε το σπίτι και την οικογένεια τους εδώ. Όταν έφτασαν βρήκανε ένα σπίτι κοντά στη Γιαννιτσών. Η κοπέλα όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να βρει δουλειά. Κάποια στιγμή έφτασαν στο σημείο να χρωστάνε πολλά νοίκια. Η γυναίκα που τους παρείχε το σπίτι της πρότεινε μία γνωριμία με τον γαμπρό της ο οποίος υποτίθεται ότι θα την βοηθούσε να βρει δουλειά και σπίτι. Η κοπέλα πάει να βρει τον γαμπρό και τον συναντάει σε ένα σπίτι με τρεις ορόφους από διαμερίσματα που μέσα έχει διάφορες κοπέλες οι οποίες εκδίδονται. Καταλαβαίνει τι γίνεται αλλά από τη στιγμή που δεν της ζητάνε να κάνει κάτι παρόμοιο δεν μιλάει. Κάποια μέρα ξυπνάει και ο σύντροφος της λείπει, εκείνη πηγαίνει να βρει τον ιδιοκτήτη του νέου τους πια σπιτιού, του «γαμπρού», και αυτός της λέει ότι ο φίλος σου χρωστούσε στην μαφία της χώρας του χρήματα, δανείστηκε από εμένα εξακόσια ευρώ και πήγε εκεί για να ξεπληρώσει. Ήταν πια εκείνη που έπρεπε να ξεπληρώσει όλα όσα χρωστούσε ο άντρας της, και όλα τα νοίκια μαζεμένα. Πώς; Πουλώντας το σώμα της. Όταν η κοπέλα αρνείται, την κακοποιούνε, την κλειδώνουν, της στερούν το φαγητό και εμφανίζεται η θεία, η οποία της περιποιείται τις πληγές και την συμπονάει λέγοντας της πως άμα κάνει κάτι θα την σκοτώσουνε. Η εβδομηντάχρονη θεία ήταν ο εγκέφαλος όλης της επιχείρησης. Ακολουθεί βιασμός από τα άτομα του κύκλου που την εκπαιδεύουν για να μπορέσει να ετοιμαστεί για τους πελάτες, και όταν θεωρούν ότι είναι σπασμένη, αρχίζουν να τη βγάζουν στον δρόμο γιατί εκεί παίζουν τα πολλά λεφτά.
Όταν η ίδια ελευθερώθηκε μετά από ένα ντου της αστυνομίας, δήλωσε στο δικαστήριο: «Κάποια στιγμή είχα αρκετά λεφτά. Ο σταθμός ήταν δίπλα. Άρχισα να τρέχω. Με το που μπήκα ξαφνικά μαύρισαν όλα. Συνέρχομαι σε μία στάση λεωφορείου παρά δίπλα. Επάνω μου γέρνει ένας άγνωστος, και μου λέει ότι την επόμενη φορά που θα το κάνω θα με σκοτώσουν. Τον άντρα αυτόν δεν τον είχα δει ποτέ. Εκ τότε θεωρούσα ότι πάντα κάποιος με παρακολουθεί»
Όποια λοιπόν κι αν είναι η υπόθεση, το μοτίβο διαρκώς επαναλαμβάνεται. Από ορφανούς ανήλικους που ταξιδεύουν για να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο στην Ευρώπη, μέχρι και θύματα του εργασιακού trafficking που στην Ελλάδα παρουσιάζει ιδιαίτερη έξαρση στον αγροτικό τομέα, οι ιστορίες ποικίλουν. Ακόμη και το βουντού, που στην Αφρική αποτελεί ρεαλιστικό στοιχείο, χρησιμοποιείται από εμπόρους προκειμένου να κάνουν το θύμα να μη μιλήσει όταν φτάσει στις χώρες όπου εκδίδεται. Όμως ποια είναι η έκταση του φαινομένου μέσα από αριθμούς;
Το trafficking μέσα από αριθμούς
«Στην Ελλάδα πριν την προσφυγική κρίση υπολογίζονταν γύρω στις 20.000 γυναίκες που είναι θύματα εμπορίου στην ελληνική σεξουαλική βιομηχανία. Τα νούμερα που υπάρχουν στην εμπορία ανθρώπων είναι βέβαια πολύ γενικά γιατί δεν μπορούν να είναι πάντα ακριβή. Σε παγκόσμιο επίπεδο μιλάμε για 27.000.000 σκλάβους. Υπάρχουν έρευνες που φτάνουν μέχρι και 40.000.000. Ο τζίρος από το trafficking φτάνει τα 135 δις. Από τους Ευρωπαίους διακινητές υπολογίζεται ότι πιάνεται μόλις ένας στους εκατό χιλιάδες. Το 80% είναι γυναίκες ή κορίτσια. Το 50% είναι κάτω από 18 ετών. Μέση ηλικία θύματος είναι τα 14 χρόνια. Στην Ευρώπη ένας διακινητής από μία γυναίκα μπορεί να βγάλει εκατό χιλιάδες ευρώ το χρόνο», μου εξηγεί ο Δημήτρης.
Τα νούμερα μοιάζουν βγαλμένα από σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Όμως στην Ελλάδα, η κατάσταση δεν ήταν πάντα η ίδια. Όταν το προσφυγικό άνοιξε, μία τεράστια λεωφόρος για το trafficking είχε μόλις δημιουργηθεί. Το δίκτυο των traffickers είχε βρει ένα pool ανθρώπων τόσο ευάλωτων, ώστε να οργανώσουν με μεθοδικότητα τον τρόπο που θα εντόπιζαν τα θύματα από την στιγμή που πατούσαν το πόδι τους στα προσφυγικά camp μέχρι και την στιγμή που θα αναζητούσαν το επόμενο τους βήμα σε κάποια μεγαλούπολη της Ελλάδας.
Προσφυγικό - Μία νέα λεωφόρος για το trafficking
«Έχουμε παρακολουθήσει μία συγκεκριμένη μέθοδο όσον αφορά το trafficking και το προσφυγικό. Επειδή πηγαίνουμε στα νησιά και ερχόμαστε σε επαφή με θύματα εμπορίας ανθρώπων ξέρουμε την πορεία τους. Φεύγουν από την Αφρική και κάποια στιγμή φτάνουν στην Τουρκία. Για κάποιο λόγο πάντοτε στην Τουρκία κάποιος θα τους «βοηθήσει». Εκεί γίνεται το πρώτο σπάσιμο, κακοποίηση και η πρώτη φορά που εκδίδονται. Και ενώ τα θύματα είναι σε ένα σπίτι κλειδωμένα, πάντοτε τυχαίνει μία πόρτα να είναι ανοιχτή. Το θύμα φεύγει και εκεί που βρίσκεται φρικαρισμένο σε μία κεντρική πλατεία, ένας καλός Σαμαρείτης το πλησιάζει μιλώντας στην γλώσσα του και του λέει. «Θα σε βοηθήσω εγώ. Θα σε βοηθήσω να πας στην Ελλάδα και εκεί θα σου βρω την άκρη». Χρησιμοποιώντας κάποιον λαθρέμπορα, και «χαρίζοντας» ουσιαστικά στο θύμα 800 ευρώ για smuggling, το ωθεί να περάσει στην Ελλάδα με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Η ελληνική ακτοφυλακή έχει εντολή αν συναντήσει βάρκα να την προωθήσει πίσω με μανούβρες. Οι συνωστισμένοι πρόσφυγες με το που αντιλαμβάνονται ότι περάσανε τα σύνορα, καταστρέφουν τη βάρκα. Έχουν μαζί τους ένα κινητό τηλέφωνο και παίρνουν την γραμμή 112, τον Ευρωπαϊκό αριθμό επειγόντων περιστατικών. Έτσι η ακτοφυλακή κάνει διάσωση και είναι υποχρεωμένη να φέρει τον κόσμο στην χώρα μας».
Έτσι από το σημείο αυτό και μετά, τα θύματα βρίσκονται συγκεντρωμένα σε έναν χώρο όπου επικρατεί κοσμοσυρροή, αφού camp που είναι φτιαγμένα για 500 άτομα φιλοξενούν μέχρι και 6000. Το σενάριο φαντάζει ιδανικό για τον εντοπισμό των νέων εκδιδομένων.
«Μόλις φτάσουν στην Ελλάδα τα θύματα νομίζουν ότι ξέφυγαν. Μέσα όμως στα camp υπάρχουν επαναστρατολόγοι, οι οποίοι επειδή συχνά μοιάζουν με πρόσφυγες και βρίσκονται στο ίδιο νησί, βρίσκουν τον τρόπο και μπαίνουν εντοπίζοντας τους ευάλωτους. Η πρώτη γραμμή ξεχωρίζει, ασυνόδευτα ανήλικα, γυναίκες μόνες με παιδιά, βρίσκονται σε safe zone. Οι επαναστρατολόγοι αποκτούν με κάποιο τρόπο πρόσβαση και προσεγγίζουν τα άτομα δίνοντας τους ένα νούμερο σε περίπτωση που χρειαστούν βοήθεια αργότερα, όταν βγουν. Άλλοι τους λένε ότι θα τους βοηθήσουν με τα χαρτιά για να μπορούν να πάρουν άσυλο, ή το πιο συνηθισμένο, με τη μετάφραση. Γιατί όταν τα θύματα θα περάσουν από ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και θα τους ρωτήσουν για εγκληματικότητα, αν είναι αυτός που μεταφράζει μπορεί να μεταφράσει όπως θέλει. Και συνήθως έχουνε μία πατέντα ιστορίας που την χρησιμοποιούν για να «βοηθάνε» κόσμο. Έπειτα τους προωθούνε και τους λένε, - όταν θα φτάσεις στην Αθήνα έχω ένα φίλο που θα σε βοηθήσει-. Και εκεί ξεκινάει το trafficking στην Ελλάδα».
Όμως τα προσφυγικά camp είναι ένα ακόμη σημείο όπου τα δίκτυα εκμετάλλευσης ανθρώπινης εμπορίας εστιάζουν την προσοχή τους. Μία ακόμη κηλίδα στον χάρτη της παράνομης αυτής βιομηχανίας. Οι άκρες τους σύμφωνα με τον Δημήτρη μπορούν να φτάσουν μέχρι και στους κόλπους της θρησκείας.
«Οι άνθρωποι που ωθούνε τα θύματα να πάνε στην Ελλάδα μερικές φορές έχουν κύρος. Μπορεί να είναι λειτουργοί κάποιας αφρικανικής θρησκείας ή χριστιανικής λατρείας στη χώρα από την οποία ξεκίνησαν. Ακόμη και στην Ελλάδα, στις διαφορετικές κυρίως αφρικανικής καταγωγής θρησκευτικές/λατρευτικές συνάξεις που υπάρχουν ακούμε ιστορίες που μέλη ή ακόμα και υπεύθυνοι των θρησκευτικών κοινοτήτων, λειτουργούν ως στρατολόγοι. Ναι, κάποιοι άνθρωποι κινούνται στους κόλπους της θρησκείας και μπορούνε να παίξουν τον ρόλο του στρατολόγου στο εξωτερικό, αλλά και εδώ. Ακούμε πολλές μαρτυρίες ανθρώπων στις οποίες κάποιος άνθρωπος του δικτύου, με το έναν ή τον άλλον τρόπο εργάζεται σε κάποια δομή της θρησκευτικής κοινότητας. Δεν σημαίνει ότι όλοι είναι έτσι, αλλά οι έμποροι εκμεταλλεύονται μέχρι και αυτό».
Τα συναισθήματα πίσω από το ακουστικό
Όλα αυτά είναι πράγματα που βιώθηκαν, μαθεύτηκαν, ή πέρασαν μέσα από το ακουστικό της γραμμής της γραμμής 1109, πίσω από το οποίο ο Δημήτρης προσπαθούσε να συγκεντρώσει όποια πληροφορία μπορούσε να φανεί χρήσιμη. Πόσο δύσκολο όμως είναι να παραμείνει κανείς ανεπηρέαστος όταν μπει στα παπούτσια εκείνου που ακούει, καταγράφει ή βοηθάει ένα θύμα trafficking;
«Όταν ακούς ιστορίες δεν πρέπει να είναι σαν τις ταινίες που μπαίνεις μέσα, πρέπει να είναι σαν ντοκιμαντέρ που απλά παρακολουθείς και παίρνεις την πληροφορία, για να πάρεις αυτό που χρειάζεται προκειμένου να βοηθήσεις τον άλλον. Εάν εμπλακείς συναισθηματικά το κάνεις δικό σου. Εγώ στην αρχή έκανα ένα λάθος. Είχα στο μυαλό μου πάντοτε την κόρη μου η οποία τώρα είναι δεκαεφτά, και επειδή τα θύματα συνήθως είναι πολύ μικρής ηλικίας, πάντα προσπαθούσα να ταυτίσω ένα θύμα με την κόρη μου. Έτσι όμως άφηνα το συναίσθημα να επηρεάσει την ψυχική μου διάθεση. Τελικά κατάφερα να αποστασιοποιηθώ».
Η κουλτούρα της πορνείας στην Ελλάδα
«Το πρόβλημα αρχίζει όταν θεωρούμε δεδομένο ότι τα άτομα που είναι εκεί και το κάνουν, θέλουν να το κάνουν. Πίσω από εκεί κρύβεται το trafficking στην Ελλάδα».
Η αλήθεια πίσω από τα λόγια αυτά θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκφράζει ένα μεγάλο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού, και ότι ταυτόχρονα αποτελεί τον λόγο για τον οποίο ένα μεγάλο μέρος της βιομηχανίας ανθρώπινης εμπορίας ακμάζει στη χώρα μας. Η πορνεία στην Ελλάδα μοιάζει να είναι ενταγμένη. Όχι μόνο σε στενά, κεντρικά σοκάκια και δομές της κοινωνίας , αλλά κυρίως ενταγμένη μέσα στην οπτική των ανθρώπων. Γιατί όταν μία επίσκεψη σε έναν οίκο ανοχής αποτελεί θέμα ταμπού της πατροπαράδοτης αστικής και μη κουλτούρας, η αγοραστική αξία των ανθρώπων που εκδίδουν το σώμα τους πολλαπλασιάζεται. Το λάδι που ρίχνουμε στη φωτιά της εμπορίας ανθρώπων μεταφράζεται με αριθμούς σύμφωνα με τα λόγια του Δημήτρη, σε 1.500.000 πελάτες το χρόνο, 20.000.000 επισκέψεις στους νόμιμους μόνο οίκους ανοχής, και σε πάνω από 1 δις τζίρο. Από τα περίπου 400 πορνεία στην Αθήνα μόλις μερικές δεκάδες έχουν το χαρτί της νομιμότητας.
Κάπως έτσι, το trafficking υπάρχει απαρατήρητο κάτω από τα μάτια μας. Μέσα στα κλειδωμένα δωμάτια, πίσω από τους φράχτες των προσφυγικών camp, και πέρα από τα καθορισμένα γεωγραφικά σύνορα. Κάπως έτσι, η ελπίδες και τα όνειρα κάποιων περνάνε από περπατημένα κορμιά για να γίνουν χαρτονομίσματα.