Τραμπ και Π.Ο.Υ: Ακόμα μια χαμένη ευκαιρία

Τραμπ και Π.Ο.Υ: Ακόμα μια χαμένη ευκαιρία
Open Image Modal
ASSOCIATED PRESS

Τον προηγούμενο μήνα ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε ότι η Αμερική θα αναστείλει την χρηματοδότησή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ.) επικαλούμενος την υποτιθέμενη μεροληψία του Οργανισμού υπέρ της Κίνας αλλά και την ανικανότητά του να εκτιμήσει σωστά την σοβαρότητα της πανδημίας του COVID-19. Ωστόσο, ο πρόεδρος Τραμπ δεν είχε ανέκαθεν αυτή την στάση καθώς στα τέλη του Ιανουαρίου επιδοκίμαζε δημόσια τόσο τον Π.Ο.Υ όσο και την Κίνα για την προσέγγισή τους αναφορικά με την αντιμετώπιση του κορονοϊού. Η ριζική αλλαγή της ρητορικής του τόσο απέναντι στον Οργανισμό όσο και απέναντι στην κινεζική κυβέρνηση πραγματοποιήθηκε μόλις έγιναν αισθητές οι επιπτώσεις της πανδημίας στην χώρα (με βάση τις τελευταίες μετρήσεις έχουν σημειωθεί περίπου 92.000 θάνατοι και πάνω από 1.500.000 επίσημα κρούσματα). Σε αυτήν την αλλαγή λειτούργησε επικουρικά και η κριτική που άσκησαν τα Μ.Μ.Ε. προς την κυβέρνηση για την κωλυσιεργία της σχετικά με την αντιμετώπιση του κορονοϊού. 

Προκειμένου να ελαττώσει, όσο αυτό είναι εφικτό, την πολιτική φθορά που υφίσταται αυτό το διάστημα ο Λευκός Οίκος, εξαιτίας της έντονης κριτικής που δέχεται, ο πρόεδρος Τραμπ κατέφυγε σε μια τακτική αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης δημιουργώντας έναν αποδιοπομπαίο τράγο ο οποίος θα επωμιζόταν το βάρος της ευθύνης για την καθυστερημένη αντιμετώπιση της πανδημίας από την Αμερική και τον, συγκριτικά με άλλες χώρες, μεγάλο αριθμό νεκρών. Αυτός, στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την Κίνα και τον Π.Ο.Υ. Με βάση πάντα τα λεγόμενα του Αμερικανού προέδρου, η Κίνα αποτελεί την πηγή της πανδημίας και ο Οργανισμός δεν επιτέλεσε σωστά το έργο του, αγνοώντας την σοβαρότητα της κρίσης και καλύπτοντας τις αδυναμίες της Κίνας. Είναι γεγονός ότι κατά καιρούς και άλλες χώρες έχουν εκφράσει τους προβληματισμούς τους για τον τρόπο λειτουργίας αλλά και την αποτελεσματικότητα του Οργανισμού όσον αφορά τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση υγειονομικών κρίσεων. Εντούτοις, σε αντίθεση με την Αμερική, δεν προχώρησαν σε αναστολή της χρηματοδότησής τους προς τον Π.Ο.Υ. αλλά εξακολουθούν να τον στηρίζουν. 

Με το να μην συμμετέχει ενεργά σε έναν ακόμα διεθνή οργανισμό, όπως είναι ο Π.Ο.Υ. η Αμερική προσθέτει μια ακόμα λανθασμένη απόφαση στις ήδη υπάρχουσες όσο αφορά την διπλωματία της στην διεθνή σκηνή. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από την στιγμή της ανάληψης της εξουσίας από τον Ντόναλντ Τραμπ οι ΗΠΑ έχουν επανειλημμένα αποσυρθεί ή επαναδιαπραγματευτεί πολυμερείς συμφωνίες με απώτερο σκοπό κυρίως το οικονομικό όφελος για τις ίδιες. Προφανώς, σε κάθε αποχώρηση υπήρχε μια αιτιολογία-πρόφαση αλλά η πολιτική ήταν ξεκάθαρη: απομονωτισμός-προστατευτισμός. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η αναστολή της χρηματοδότησης προς τον Οργανισμό από την Αμερική προκαλεί, ίσως, το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκει η Ουάσιγκτον. Καταρχάς, δεν θα μπορέσει με αυτόν τον τρόπο να βελτιώσει τα κακώς κείμενα του Π.Ο.Υ. ούτε και να περιορίσει την ενδεχόμενη επιρροή σε αυτόν αντίπαλων δυνάμεων όπως η Κίνα και η Ρωσία. Ουσιαστικά, με την κίνηση αυτή των ΗΠΑ δεν επιτυγχάνεται η πρόκληση προβληματισμού στην διεθνή κοινή γνώμη για την σαθρότητα και την αναποτελεσματικότητα του Οργανισμού αλλά επιβεβαιώνεται η περαιτέρω αποποίηση ευθυνών εκ μέρους της χώρας σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Οι ΗΠΑ, ακολουθώντας αυτό το μοτίβο, παρουσιάζονται ως μια χώρα που οδεύει νομοτελειακά προς τον απομονωτισμό χάνοντας, ταυτόχρονα, πολύτιμο διπλωματικό και πολιτικό κεφάλαιο που δυνητικά θα μπορούσε να αποκτήσει μέσα από την ενεργή συμμετοχή της σε πολυμερείς συμφωνίες. Συγκεκριμένα, υπολογίζοντας κάθε συμφωνία ή συμμαχία με πρωτεύον κριτήριο το οικονομικό της συμφέρον η Αμερική αδυνατεί να παρέχει λύσεις σε επίμαχες καταστάσεις, αφήνει ζωτικό χώρο άσκησης πολιτικής σε αντιμαχόμενες χώρες και φέρνει σε δύσκολη θέση συμμάχους της αναθεωρώντας καθοριστικές μορφές συνεργασίας για τα συμφέροντά της (βλέπε ΝΑΤΟ).

Ασφαλώς, δεν πρόκειται για μια κατάσταση μη αναστρέψιμη δεδομένου ότι και η Ρωσία και η Κίνα, προς το παρόν, αδυνατούν, με βάση τους πόρους τους, να καλύψουν το κενό που θα μπορούσε να αφήσει ο προοδευτικός απομονωτισμός της Αμερικής. Ωστόσο, οι ιθύνοντες στην Ουάσιγκτον δεν μπορούν να επαναπαύονται αναλογιζόμενοι τις σχετικές αδυναμίες των προαναφερθέντων χωρών. Μελλοντικά, τα κράτη αυτά είναι εξαιρετικά πιθανό επιχειρήσουν να τις καλύψουν ενώ οι ΗΠΑ, εφόσον μείνουν αδρανείς, θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση. 

Συνεπώς, η στάση της Αμερικής σχετικά με τον Π.Ο.Υ. αποτελεί απόδειξη αυτής της πολιτικής των τελευταίων ετών η οποία έρχεται ριζικά σε αντίθεση με την στρατηγική που ακολουθούσε η χώρα εδώ και πολλές δεκαετίες. Η ίδια η Ουάσιγκτον θα τεθεί σύντομα, αν δεν έχει ήδη γίνει, αντιμέτωπη με ορισμένα ερωτήματα-διλλήματα που θα αποδειχθούν καθοριστικά για την στάση της στα διεθνή ζητήματα τα επόμενα χρόνια. Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί: είναι προς το συμφέρον των Αμερικανών να εκδηλώνουν αναθεωρητικές τάσεις σε συμφωνίες τις οποίες οι ίδιοι ανάλωσαν σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο για να σφυρηλατήσουν ειδικά όταν και οι επίδοξοι ανταγωνιστές τους αποτελούν μέρος αυτών; 

Είναι ωφέλιμο, μακροπρόθεσμα, για τους ίδιους να εμφανίζονται υπερβολικά απαιτητικοί απέναντι στους συμμάχους τους χωρίς να τους δείχνουν κάποια προοπτική (σημαντικό σημάδι ηγέτιδας δύναμης) ενώ παράλληλα, στην σημερινή εποχή, τα εναλλακτικά αφηγήματα από άλλες χώρες δείχνουν να ενδυναμώνονται; Ίσως η πίεση που ασκείται, τόσο από την κοινή γνώμη στο εσωτερικό όσο και από τις εξελίξεις στην διεθνή σκηνή, αναγκάσει την Αμερική να αλλάξει την προσέγγισή της στα διεθνή ζητήματα, με αφορμή τον Π.Ο.Υ. Διότι σε περίπτωση που δεν γίνει τότε μιλάμε για ένα αδιέξοδο εξωτερικής πολιτικής από το οποίο δεν φαίνεται να μπορεί ξεφύγει η παρούσα κυβέρνηση.