Τρεις ιστορίες με φωτιές

Σώζοντας το βιός μας.
Open Image Modal
Alan Tunnicliffe Photography via Getty Images

Λευκοχώρι Αρκαδίας το 1970

Καθώς τις τελευταίες ημέρες όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από τις πυρκαγιές και την συμμετοχή ή όχι των πολιτών, θυμήθηκα μια φωτιά του 1970 και το εντυπωσιακό να βλέπεις όλους τους κατοίκους του χωριού να τρέχουν σε μια μεγάλη απόσταση, έξω από το χωριό, για να την σβήσουν.

Οι κάτοικοι έτρεξαν γιατί εκεί ήταν το βιός τους. Είχαν σπαρτά και ελιές.

Οι γυναίκες κουβαλούσαν νερό με ντενεκέδες, που χωράγανε 17 λίτρα νερό. Τους κρατούσαν στο ένα χέρι και πήγαιναν τρέχοντας. Το νερό έπεφτε έξω και εμείς, 8χρονα, γελούσαμε με το τρόπο που περπατούσαν οι γυναίκες, βιαστικά, με το άλλο χέρι προτεταμένο για να κρατάνε ισορροπία και υπολογίζαμε πόσο νερό θα φτάσει μέχρι την Χοτούζα, στην εστία της πυρκαγιάς. Οι άντρες είχανε πάρει τσεκούρια και φτυάρια.

Μέσα σε μια ώρα είχε σβήσει ολοσχερώς, παρά το ότι ήταν μια εκτεταμένη πυρκαγιά.

Υπολόγισα σήμερα την απόσταση. Από το τελευταίο σπίτι του χωριού είναι 1.700 μέτρα 

Πρέσπα 1987

Στην Πρέσπα, όπου ακόμα φοιτητής έκανα την διπλωματική μου εργασία το 1987, με φώναξε ο Διευθυντής Δασών Φλώρινας και με έβαλε επικεφαλής 10 φαντάρων για να ανακόψουμε την φωτιά πάνω από το χωριό Καρυές.

Μείναμε εκεί 10 ώρες χτυπώντας με κλαριά την φωτιά.

Οι μισοί φαντάροι ήταν πρόθυμοι. Οι άλλοι μισοί, θεώρησαν ότι μπορούσαν να εφαρμόσουν και εδώ την μαγκιά της λούφας και κάθισαν στην άκρη καπνίζοντας. Κατάφερα να ενεργοποιήσω το φιλότιμο σε μερικούς από αυτούς και σβήσαμε κάθε μικροεστία.

Τα αθλητικά μου παπούτσια, μετά, ήταν για πέταμα. 

Ανταρτικό Φλώρινας 1994

Τρώγαμε, στην ταβέρνα που άνηκε στον παπά του χωριού, όλη η ομάδα των βιολόγων και δασολόγων που ξεκίνησε την έρευνα για την αρκούδα.

Ξαφνικά μπήκε κάποιος μέσα και είπε ότι καίγεται το χωράφι του παπά. Αφήσαμε τα πάντα και τρέξαμε να παλέψουμε με την φωτιά.

Είχαμε καταφέρει να την σβήσουμε στο χωράφι αλλά είχαν απομείνει δύο μικρές εστίες, εκτός χωραφιού, στο δάσος από πάνω. Εμείς συνεχίζαμε. Δεν ήθελε πολύ ακόμα για να την σβήσουμε. Αν την αφήναμε θα επεκτείνονταν σε όλο τα δάσος.

Καθώς παλεύαμε καταϊδρωμένοι ακούμε την παπαδιά να λέει: «Φτάνει, πάμε να φύγουμε, το σώσαμε το χωράφι!»

Φυσικά μείναμε ένα τέταρτο ακόμη και την σβήσαμε ολοσχερώς.

***

Πώς μας φαίνονται αυτά σήμερα που βλέπουμε σε κάθε πυρκαγιά 50 πυροσβέστες, 2 ελικόπτερα και 100 δημοσιογράφους, γύρω από τους οποίος συνωστίζονται πολιτικοί και πολίτες;

Μου φαίνεται ότι όλοι έχουμε γίνει σαν την παπαδιά.