«Τζιτζίκια» στη Γέφυρα Μουσικής: Μια οπτικοακουστική εμπειρία με τους Τέττιξ

Τις συνεντεύξεις πήραν οι φοιτήτριες του Παντείου Πανεπιστημίου Αγγελική Νικολοπούλου και Κατερίνα Καββαδά.
Open Image Modal
Νίκος Γαλενιανός
Yiannis Soulis GR

Στην έκτη συνεχόμενη χρονιά όπου η Στέγη Ιδρύματος Ωνάση ενώνεται με το Πάντειο Πανεπιστήμιο μέσω της Γέφυρας Μουσικής πάνω από τη Συγγρού, μεταξύ των καλλιτεχνών του προγράμματος, θα βρίσκονται και μερικά «τζιτζίκια».

Οι ΤΕΤΤΤΙΞ θα είναι εκεί να μας προσφέρουν μια διαφορετική οπτικοακουστική εμπειρία. Είναι μια πρόκληση για τους φοιτητές του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού να συμμετέχουν στη διαδικασία προώθησης των συναυλιών, αλλά και μια ευκαιρία για όλους να έρθουν πιο κοντά στον κόσμο της σύγχρονης μουσικής και να σπάσουν τα ταμπού γύρω από αυτή, που πολλοί θεωρούν ότι είναι «για τους λίγους».

Οι ΤΕΤΤΤΙΞ είναι ένα σύνολο μουσικής δωματίου που ιδρύθηκε το 2017 και αποτελείται από 13 νέους μουσικούς. Μαζί μας είναι ο Νίκος Γαλενιανός, συνθέτης της ομάδας, ο οποίος θα παρουσιάσει το νέο του έργο που είναι μια ανάθεση της Στέγης, ο Μιχάλης Παρασκάκης, επίσης συνθέτης και ερμηνευτής (βαρύτονος), και η Κατερίνα Κωνσταντούρου, πιανίστρια του συνόλου.

Οι ΤΕΤΤΤΙΞ μας μιλούν για την ομάδα τους και το νέο έργο του Νίκου Γαλενιανού που θα μεταδοθεί διαδικτυακά στο YouTube Channel του Ιδρύματος Ωνάση στο πλαίσιο του προγράμματος Γέφυρα Μουσικής πάνω από τη Συγγρού.

-Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη σύγχρονη μουσική;

Νίκος Γαλενιανός: Από μικρός ασχολούμαι με τη μουσική. Συνθέτω και με ενδιαφέρει η πρόσληψή μου να είναι όσο πιο ανοιχτή γίνεται, επομένως και νομοτελειακά αυτό οδηγεί σε αυτό που ονομάζουμε σύγχρονη μουσική. Από εκεί και πέρα σίγουρα υπάρχουν υποκατηγορίες στη σύγχρονη μουσική, αλλά προτιμώ να το βλέπω σαν μία ανοιχτότητα προς τη μουσική και τον ήχο.

Μιχάλης Παρασκάκης: Όταν άρχισαν να έρχονται περισσότερα ακούσματα στα αυτιά μου άρχισα να συνειδητοποιώ πως υπάρχει ένας κόσμος στον οποίο μπορώ και εγώ να συνδράμω. Δηλαδή, δεν ένιωσα ότι μπορώ να προσθέσω ένα λιθαράκι στον κόσμο του Τσαϊκόφσκι, αλλά αυτή η ανοιχτότητα που λέει ο Νίκος με έκανε να νιώθω πως μπορώ να μπω και εγώ μέσα σε αυτόν τον κόσμο.

-Ποιον ή τι έχετε ως μούσα;

Μ.Π.: Ως συνήθως δεν είναι ένας ή δύο αυτοί οι άνθρωποι, πάντα είναι λίγο από τις επιρροές του ενός, λίγο από τη μουσική του άλλου… Είναι πάντα ένα πάντρεμα πραγμάτων, μια όσμωση. Μπορεί, επίσης, ένα προσωπικό συμβάν να σε ωθήσει να δουλέψεις παραπάνω και αυτό να μην έχει απαραίτητα κάποιο μουσικό αντίκτυπο, να μην μπορείς να το αναγνωρίσεις μουσικά μέσα στο έργο σου, αλλά που μπορεί π.χ. να σου έλυσε προβλήματα μουσικά με τελείως απρόσμενο, εξωμουσικό τρόπο.

Ν.Γ.: Εγώ μπορώ να σας πω ένα τέτοιο περιστατικό, το οποίο ονομάζεις “life changing”. Μέχρι τα 27 μου το επάγγελμά μου ήταν κάτι τελείως άσχετο, ήμουν δικηγόρος. Η ενασχόλησή μου με τη μουσική υπήρχε ανέκαθεν, αλλά κάποια στιγμή ήμουν σε μια φάση ζωής που, ή θα πάθαινα έκρηξη, ή θα έπρεπε να πω ότι με τη μουσική, αν προλαβαίνω πια, θα ασχολούμαι. Τότε τα παράτησα όλα, ετοιμάστηκα για έναν χρόνο και έφυγα στην Ολλανδία.  Το ότι είδα ότι έχεις τη δυνατότητα αν θέλεις να βάλεις μια βόμβα (με την καλή έννοια) στη ζωή σου και να αλλάξεις κάποια πράγματα, είναι δύσκολο, αλλά, τελικά, πολύ ωραίο. Αυτή η αίσθηση με ακολουθεί και πάντα με βοηθάει στο να λύνω πολλά προβλήματα.

-Από που αντλήσατε έμπνευση για την ανάθεση που σας έγινε από τη Στέγη και πώς καταλήξατε στο τελικό αποτέλεσμα;

Ν.Γ.: Η προσέγγιση μου συνήθως όταν γράφω κάτι πηγαίνει από το ειδικό προς το γενικό και από το γενικό προς το ειδικό. Ξεκινάω με τεχνικούς παράγοντες (διευρυμένες τεχνικές, multiphonics) που με ενδιαφέρουν και από αυτούς ορμώμενος ξεκινάω να φτιάχνω κάτι. Σε σχέση με τη γενική ιδέα, πολύ καιρό είχα στο μυαλό μου ένα συγκεκριμένο σκίτσο που έχει κάνει ο Ιερώνυμος Μπος, το οποίο έχει πολύ ενδιαφέρουσα δομή σε σχέση με κάποια patterns. Το σκίτσο λέγεται “The forest has ears, the field has eyes”, «το δάσος που ακούει, το λιβάδι που βλέπει». Δεν είναι γνωστό σκίτσο, όμως, αν αρχίσεις να μπαίνεις μέσα σε αυτό, έχει πολύ ενδιαφέρον σε σχέση με εμπλεκόμενες ιστορίες που παραπέμπουν σε άλλες ζωγραφιές. Με ενδιαφέρει το πώς μπορεί αυτό να εξελιχθεί σε μια μουσική δομή.

-Πείτε μας λίγα λόγια για τη συνεργασία σας με τη Στέγη.

Μ.Π.: Νομίζω ότι κάθε φορά η συνεργασία με τη Στέγη είναι άψογη, τουλάχιστον από την πλευρά τους, δεν ξέρω από την πλευρά μας…[γέλια].

Ν.Γ.: Νομίζω ότι όταν σε σχέση με μια τέτοια ερώτηση δεν μπορείς να απαντήσεις είναι καλό δείγμα. Όταν έχεις να πεις κάτι είναι μάλλον πρόβλημα. Αυτό σημαίνει ότι όλα λειτουργούν όπως θα έπρεπε να λειτουργούν σε μια τέτοια συνεργασία.

Κ.Κ.: Είναι πολύ σημαντικό το ότι αισθάνεσαι μεγάλη ελευθερία στο να προτείνεις αυτό που εσύ πιστεύεις ότι αξίζει και θέλεις να κάνεις. Και, επίσης, αισθάνεσαι ότι αυτά που έχεις οραματιστεί μπορείς να τα κάνεις γιατί υπάρχει όλος ο τεχνικός εξοπλισμός.

-Ποια πληροφορία θα θέλατε να γνωρίζει ένας ακροατής πριν έρθει να ακούσει μια συναυλία σας;

Μ.Π.: Νομίζω δεν χρειάζεται να ακούσει κάποιες πληροφορίες πέρα από το ότι είμαστε εμείς αυτοί που κάνουμε αυτή τη συναυλία και τα έργα που θα παιχτούν. Δεν μας αρέσουν οι πληροφορίες που γράφουν τα προγράμματα. Είμαστε σχετικά φειδωλοί ή προτιμάμε να δίνουμε κάποιο μικρό κουτσομπολιό γύρω από τη σύνθεση του έργου, παρά τεχνικές αναφορές, και πράγματα που δεν θα καταλάβει το απλό κοινό. Οπότε, νομίζω πως όσα λιγότερα γνωρίζει, τουλάχιστον για τις δικές μας παραστάσεις, τόσο το καλύτερο.

-Ποια είναι η σχέση σας με άλλες μορφές τέχνης και πώς διαμορφώνουν αυτές την οπτική και σκηνική διάσταση των συναυλιών σας, η οποία σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα;

Ν.Γ.: Και εγώ και ο Μιχάλης έχουμε ασχολούμαστε και με το θέατρο, οπότε έχουμε ένα ενδιαφέρον για άλλου είδους καλλιτεχνικές κατευθύνσεις, που σαφέστατα μας ενδιαφέρει να τις εφαρμόζουμε σε σχέση με τη μουσική. Ως ΤΕΤΤΤΙΞ δεν βλέπουμε τις συναυλίες ως αμιγώς μουσικά γεγονότα. Η μουσική δραματουργία, επίσης, έχει και μια θεατρικότητα από μόνη της. Μπορεί κάποιος να φτιάξει μια παράλληλη ιστορία που να μην μπορεί να ειπωθεί με συγκεκριμένα λόγια και εικόνες, αλλά με συγκεκριμένες αισθήσεις, το οποίο είναι μια επιρροή από μια θεατρική αίσθηση.

Μ.Π.: Ο λόγος που θέλουμε να κάνουμε παραστάσεις και όχι απλές συναυλίες είναι γιατί αναγνωρίζουμε ότι μεγάλο μέρος της μουσικής αυτής είναι δύσκολη για τον ακροατή. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων έχουν έρθει σε επαφή με αυτού του είδους τη μουσική χωρίς να το γνωρίζουν, κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο και κυρίως μέσα από ταινίες θρίλερ και επιστημονικής φαντασίας. Σκεφτήκαμε ότι αν μπει στο παιχνίδι της συναυλίας η οπτική παράμετρος, ίσως καταφέρουμε να έχουμε μεγαλύτερο κοινό που θα αποδεχτεί αυτή τη μουσική και, τελικά, ίσως το κάνει να ενδιαφερθεί και πιο πέρα από το απλά να τη βλέπει σε μια ταινία. Για να γίνει αυτό, φυσικά, συνεργαζόμαστε με άλλων τεχνών επαγγελματίες, όπως σκηνοθέτες, φωτιστές, κ.α.

-Ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο εξοικειωμένο κοινό στη σύγχρονη μουσική; Υπάρχει σταθερό κοινό σύγχρονης μουσικής στην Ελλάδα;

Μ.Π.: Νομίζω βλέπουμε από όλες τις ηλικίες. Έχει να κάνει περισσότερο με την εξοικείωση. Δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς.

Ν.Γ.: Ο σκληρός πυρήνας των ανθρώπων που είναι λάτρεις της σύγχρονης μουσικής είναι μικρός. Τα πρόσωπα είναι πολύ συγκεκριμένα και είναι και πολύ λίγα. Δηλαδή λίγο πολύ όσοι πηγαίνουμε γνωριζόμαστε.

-Πώς επηρεάστηκε η σχέση σας με τη μουσική από τις σπουδές στην Ολλανδία; Ποια τα μειονεκτήματα/πλεονεκτήματα σε σχέση με την Ελλάδα;

Μ.Π.: Η Ολλανδία είναι μία πάρα πολύ ανοιχτή χώρα σχετικά με το στυλ της σύγχρονης μουσικής. Δηλαδή, δεν σε ωθεί να γράφεις απαραίτητα συγκεκριμένο είδος το οποίο θεωρείται το τρέχον «σωστό» είδος σύγχρονης μουσικής. Οι σχολές της Ολλανδίας είναι πολύ πιο ανοιχτές, κάτι που έχει τα καλά του έχει και τα κακά του. Είναι, επίσης, πολύ σημαντικό το ότι γίνονται πάρα πολλά πρότζεκτ, δηλαδή ωραία είναι η θεωρία, να γράφεις κομμάτια, σημασία έχει όμως να παίζονται για να δεις τι ακούγεται. Εγώ θεωρώ ότι έμαθα κυρίως από τα πρότζεκτ και λιγότερο από τη θεωρία.

Ν.Γ.: Εγώ την Ολλανδία την αισθάνθηκα σαν ένα μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών, το οποίο είναι πολύ ενδιαφέρον γιατί οι προσλαμβάνουσες είχαν να κάνουν με μουσικές από όλη την Ευρώπη, την Ινδία, τη Βραζιλία, από πάρα πολλούς τόπους οπότε αυτό είναι κάτι που σου ανοίγει θέλοντας και μη το μυαλό. Είναι ένας τόπος που όλα μπορούν να συμβούν.

Κατερίνα Κωνσταντούρου: Δεν είναι μόνο τα μαθήματα που σου ανοίγουν άλλους δρόμους, είναι και ο κόσμος που συναντάς εκεί. Αυτό κάνει τόσο μεγάλη διαφορά, είναι φοβερό σαν εμπειρία. Επίσης, είναι πιο εύκολο το ταξίδι, μπορείς να πάρεις ένα εισιτήριο και να φύγεις σε δύο μέρες να πας στη Γερμανία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Αγγλία. Όλα αυτά σου ανοίγουν τα μάτια και βλέπεις τα πράγματα από πολλές διαφορετικές σκοπιές. Επίσης, μπορείς να πας να παρακολουθήσεις όποιο μάθημα θες, είναι ελεύθερη η είσοδος. Και υπάρχει μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ μαθητή και καθηγητή.

-Πώς είναι να είσαι συνθέτης το 2020; Πως έχει επηρεάσει τη δουλειά σας η εμφάνιση του κορονοϊού;

Ν.Γ.: Έχει επηρεάσει ισοπεδωτικά, εννοείται. Όπως όλα τα καλλιτεχνικά επαγγέλματα που χρειάζονται κατ’ εξοχήν αυτή τη σχέση κοινού και εκτελεστή.  Είναι, κακώς, τα πρώτα που έχουν πληγεί. Δεν στηρίζονται όσο θα έπρεπε.

Μ.Π.: Είναι ισοπεδωτική η επέλαση του κορονοϊού. Η αβεβαιότητα είναι πολύ χειρότερη και από το τι συμβαίνει πρακτικά. Εγώ δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να πιστέψω πως οι online παραστάσεις μπορούν να αντικαταστήσουν τις live, γιατί ο έλεγχος του δέκτη είναι μηδαμινός. Δεν μπορείς να ξέρεις με τι τεχνολογία ο άλλος θα δει στο σπίτι του την παράσταση. Οπότε είναι νεκρά τα πράγματα κατά κάποιον τρόπο.

-Τι μήνυμα θα θέλατε να ακούσει ένας νέος καλλιτέχνης από εσάς; Αν μπορούσατε να πείτε κάτι σε αυτά τα παιδιά, τι θα ήταν αυτό;

Κ.Κ.: Κάτι που είναι βασικό, μεταξύ πολλών, είναι το να δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό και να περιμένεις όλο και περισσότερα από τον εαυτό σου. Όλα τα άλλα, είτε μείνεις στην Ελλάδα είτε γυρνάς όλο τον κόσμο μπορεί τίποτα να μη σε βοηθήσει αν δεν προσπαθείς εσύ όσο μπορείς.

Το έργο του Νίκου Γαλενιανού θα ερμηνευθεί από τους: Guido de Flaviis (σαξόφωνο), Σταμάτης Πασόπουλος (ακορντεόν), Χάρης Παζαρούλας (κοντραμπάσο).

Η διαδικτυακή συνάντησή μας με τους ΤΕΤΤΤΙΞ μας μετέφερε το κλίμα της ομάδας. Καταλάβαμε ότι το πάθος και η όρεξη για δουλειά, το ιδιαίτερο χιούμορ και η βαθιά γνώση της μουσικής είναι αυτά που μας έκαναν να ανυπομονούμε τους απολαύσουμε, έστω και διαδικτυακά.

ΤΕΤΤΤΙΞ

Το νέο μουσικό σύνολο Τέτττιξ δημιουργήθηκε το 2017 με πρωτοβουλία του Μιχάλη Παρασκάκη και αποτελείται από μια ομάδα 13 νέων μουσικών, που τους ενώνει, όχι μόνο η παλιά τους γνωριμία και συνεργασία, λόγω των σπουδών μερικών μελών στην Ολλανδία, αλλά και  η αγάπη τους για την σύγχρονη μουσική. Οι Τέτττιξ αποκλίνουν από τους καθιερωμένους σχηματισμούς οργάνων και θέλουν να παρουσιάζουν στο κοινό έργα του 20ου αιώνα αλλά και νέο ρεπερτόριο, μέσω της ιδιαίτερης σκηνικής παρουσίας, με σκοπό να δημιουργήσουν μια πρωτόγνωρη εμπειρία, αξιοποιώντας τις γνώσεις τους, για την οπτική και σκηνική διάσταση μιας συναυλίας.