Η ιδιάζουσα συμπεριφορά της πλειονότητας του σχολικού τμήματος ήταν από την αρχή ευδιάκριτη. Έγιναν διάφορες υποθέσεις για την περίπτωση Β5, τη φυσιογνωμία και τα αίτια της διαταραχής. Υπολογίσιμος αριθμός ατόμων με μαθησιακές δυσκολίες στο ίδιο τμήμα, έδινε εύκολη απάντηση για το φαινόμενο Β5. Ωστόσο, ο τρόπος εισόδου των μαθητών στη σχολική αίθουσα μετά το διάλειμμα έκανε το θέμα περίπλοκο. Φιγούρες που έμπαιναν στην τάξη με χορευτικό ρυθμό κάθονταν μετά από ένα γύρο και περιστροφές στις θέσεις τους. Ειδικές κινήσεις και ‘’χοροί νίκης’’ από τα ‘’ανθρωπάκια’’ που μάλλον δεν είχαν καταλάβει ότι άρχιζε το μάθημα ή αδιαφορούσαν τελείως γι` αυτό.
Πάντοτε τελευταίος με χρονοκαθυστέρηση έμπαινε ο Τ. η ‘’φατσούλα’’ της τάξης και κοιτούσε με ελπίδα τη δασκάλα μήπως ήταν τυχερός και τον ‘’πέταγε’’ έξω αφού άργησε. Απογοητευμένος επειδή η τύχη δεν ήταν με το μέρος του καθόταν στη θέση του αλλά χωρίς σταθερότητα που εξαρτιόταν από τη συμπεριφορά του. Στη διάρκεια του μαθήματος η τάξη μοιραζόταν σε μαθητές που ήταν Εκεί και σε μεγάλο αριθμό μαθητών που ήταν Αλλού. Οι τελευταίοι με εμψυχωτή τον Τ. όπου και αν κάθονταν γελούσαν, μιλούσαν με νοήματα και έκαναν περίεργα σχέδια με τα χέρια. Ο Τ. είχε σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες που επιδεινώνονταν με το πέρασμα του χρόνου καθώς η οικογένεια δεν αντιλαμβανόταν το πρόβλημα και το σχολείο αδυνατούσε.
Τα σημαίνοντα ήταν ανησυχητικά, όμως ειδική συνεδρίαση συλλόγου διδασκόντων δεν έγινε ποτέ από διαφορετική ίσως εκτίμηση για την κατάσταση της τάξης – αταξίας. Η ανοχή – αποδοχή της παιγνιώδους κατάστασης έκανε και τους άλλους μαθητές αδιάφορους για κάτι που ήταν κοινό μυστικό. Στον έλεγχο της δασκάλας για την ασυνέπεια του Γ. εκείνος απάντησε με ένα ‘’καλά’’ ενώ με την άκρη του ματιού της έπιασε τον Δ. να ‘’πυροβολεί’’ με τις κινήσεις των δακτύλων. Τότε ο Τ. κρύφτηκε πίσω από τη σχολική τσάντα που είχε ακουμπισμένη επάνω στο θρανίο. Ήταν βέβαιο πως κάτι συνέβαινε. Το σύμπτωμα ήταν σε εξέλιξη. Η δασκάλα είχε χάσει ‘’επεισόδια’’. Τα παιδιά άνετα επικοινωνούσαν μεταξύ τους με νοήματα και ήταν απρόθυμα στη διαδικασία της μάθησης.
Την ημέρα των αποκαλύψεων η απουσία του Τ. έγινε αισθητή καθώς βοήθησε με σχετική ηρεμία να μπουν τα σημαινόμενα στη θέση τους. Στο ερώτημα της δασκάλας για το που βρίσκεται ο Τ. πήρε την απάντηση από την τάξη : Παίζει ‘’επιθετικός’’. Δηλαδή; Ρώτησε εκείνη που ποτέ δεν είχε δει τον Τ. να κλωτσάει τη μπάλα. Καλοπροαίρετοι μαθητές την πληροφόρησαν γελώντας πως ήταν ‘’καμένος’’. Η εξάρτηση από το ψηφιακό παιχνίδι ‘’Fortnite’’, το πιο εθιστικό free game, ήταν γεγονός. Ο Τ. έκανε κοπάνα από το σχολείο και κλεισμένος στο ‘’κελί’’ γειτονικού internet café φρουρούμενος και φρουρός της Επιθυμίας του, έπαιζε με βαλλίστρες, τουφέκια και εκτοξευτές χειροβομβίδων για να επιβιώσει μόνος του στο Νησί. Με λουλουδάτο μαντήλι στο μέτωπο και καταϊδρωμένος έψαχνε για όπλα στο Νησί που έπεσε τυχαία από αστοχία του οδηγού. Η Πτώση ήταν μοιραία για τους επιβάτες του λεωφορείου που πετούσαν στα σύννεφα. Ο μεταπτωτικός έφηβος – παίκτης χάνει τον προσανατολισμό του και αναγκάζεται να βρει τρόπους επιβίωσης στο Φαντασιακό( Νησί).
Άλλοι, ειδικοί κατασκευαστές παιχνιδιών εικονικής πραγματικότητας είχαν προσχεδιάσει το μέλλον του. Το Survivor στο Πραγματικό θα έρθει αργότερα. Όταν η κοινωνία ολάκερη εμπιστεύθηκε τα παιδιά στον ‘’αυτόματο πιλότο’’ η σύγκρουση και η πτώση εξελίχθηκαν γρήγορα δίχως επιστροφή από το Νησί. Τότε τα παιδιά μπαίνουν στο κυνήγι της επιβίωσης καθοδηγούμενα από την ενόρμηση του θανάτου. Στο παιχνίδι εκπληρώνεται φαντασιακά η libido και η επιθετικότητα της εφηβείας. Ο Τ. θα αναζητήσει στο Νησί τα ‘’όπλα’’ και θα αρχίσει να σκοτώνει έναν έναν τους αντιπάλους του για να επιβιώσει και να μείνει μόνος νικητής χωρίς τύψεις και ενοχές. Το Fortnite που είναι video game με arcade γραφικά κάνει το παιχνίδι φαινομενικά μη βίαιο οπότε για το ‘’φόνο’’ δεν τίθεται ζήτημα ηθικής. Εξάλλου δεν υπάρχει ‘’αίμα’’ όπως είπαν οι μαθητές αφού οι σκοτωμένοι εξατμίζονται!
Στην αποκάλυψη του παιχνιδιού η δασκάλα με διάθεση κατανόησης κατόρθωσε να ξεκλειδώσει τον λόγο και η συζήτηση εξελίχθηκε για πρώτη φορά δυναμικά για το παιχνίδι της ζωής τους. Ξεδιπλώθηκαν με ευκολία οι ‘’χαρακτήρες’’ του παιχνιδιού τη στιγμή που κατάλαβαν τα παιδιά πως κάποιος ενδιαφέρθηκε να μάθει την αλήθεια. Ο Σ. εξήγησε στη δασκάλα ότι ‘’η αμφίεση είναι ο χαρακτήρας του παίκτη’’. Για να επικοινωνήσουν μεταμφιεσμένη βρέθηκε και η δασκάλα στο Νησί. Δεν την είχαν προσέξει. Τώρα ρωτούσε για όλα και περίμενε να την οδηγήσουν οι μαθητές της. Ο λόγος τους κυλούσε ασταμάτητα, ρυάκι που φούσκωνε και έπνιγε τη σιωπή. Μερικοί τον είπαν ‘’ελεύθερο συνειρμό’’. Εκείνη με ενδιαφέρον για τον κόσμο τους άκουγε για το παιχνίδι – παρεάκι που συντρόφευε τη μοναξιά τους.
Η εικονική βία και η ‘’αναίμακτη’’ επιθετικότητα περιγράφονταν αναλυτικά από τους μαθητές που ζούσαν το παιχνίδι της επιβίωσης. Δράση για αδρανείς εφήβους. Υπερασπίστηκαν το παιχνίδι μέχρι τέλους με εμφανή διαταραχή λόγου και έκφρασης. Η δασκάλα, κατά την περιγραφή της ‘’αναίμακτης εξάτμισης’’ του αντιπάλου στο Νησί, παρέμεινε σιωπηλή. Από τα τελευταία θρανία της τάξης η Μελανί Κλάϊν παρακολουθούσε τα σημαίνοντα και με ένα της νεύμα θύμισε στη δασκάλα ότι:
‘’το παιχνίδι όπως ακριβώς και το όνειρο, παρουσιάζεται σαν μια πρόσοψη και μόνο μια βαθιά ανάλυση μας επιτρέπει να ανακαλύψουμε το λανθάνον περιεχόμενό του, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τ` όνειρο’’.
(Η Ψυχανάλυση των παιδιών, μετάφραση Μαρίνα Λώμη,σ.158, δ`έκδοση,’’ Πύλη’’, Αθήνα 1990.)
Ήταν το πιο αποκαλυπτικό μάθημα της χρονιάς αφού το παιχνίδι της επιβίωσης, φαντασιακά και πραγματικά, στο σχολείο και την κοινωνία, εντός εκτός και επί τα αυτά, έθετε το αίτημα αναστοχασμού της αξίας και της σημασίας του παιχνιδιού στην ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του παιδιού. Το παιχνίδι ως μέσο επικοινωνίας του παιδιού και του εφήβου με τον εαυτό του και τον κόσμο, ως τρόπος έκφρασης της libido (ένστικτο του έρωτα) και της επιθετικότητας (ένστικτο του θανάτου), προσφέρεται ως δώρο για τα άδηλα και τα κρυφία της παιγνιώδους ζωής μικρών και μεγάλων.
Υ.Γ Μελανί Κλάϊν (1882 -1960). Αυστριακή παιδοψυχαναλύτρια που γεννήθηκε στη Βιέννη 30 Μαρτίου 1882. Παντρεύτηκε τον Άρθουρ Κλάϊν το 1903 και απέκτησαν τρία παιδιά, τη Μελίττα , τον Χανς και τον Έρικ. Άρχισε ατομική ψυχανάλυση με τον Σαντόρ Φερέντσι από το 1914 (θάνατος της μητέρας της) έως το 1917. Στα 1916 αρχίζει την παιδοψυχανάλυση (Βουδαπέστη) και γίνεται μέλος της Ουγγρικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας(1919). Στα 1921 μετά το διαζύγιό της αρχίζει νέα ατομική ψυχανάλυση με τον Καρλ Άμπρααμ έως το 1935. Μετά το θάνατο του Κ.Άμπρααμ μεταβαίνει στο Λονδίνο με πρόσκληση του ψυχαναλυτή Έρνεστ Τζόουνς. Στα 1932 εκδίδεται ταυτόχρονα στην αγγλική και γερμανική γλώσσα το σημαντικότερο έργο της ‘’Η ψυχανάλυση των παιδιών’’. Πεθαίνει στο Λονδίνο 22 Σεπτεμβρίου 1960 σε ηλικία 78 ετών.