“Ιδού, εδώ είναι γυμνός κι όχι... όμορφος: ο ανθρωπισμός μας δεν ήταν παρά μια ψευδής ιδεολογία, η εξαίρετη αιτιολόγηση της λεηλασίας. Οι τρυφερότητες του και η λεπτολογία του εγγυώνται τις επιθέσεις μας”.
Jean Paul Sartre, πρόλογος στο βιβλίο του Franz Fanon, Της Γης οι Κολασμένοι
Η εν ψυχρώ δολοφονία του Κάσεμ Σολεϊμάνι από τον στρατό των ΗΠΑ είναι μια ενέργεια χωρίς προηγούμενο στα χρονικά των διεθνών σχέσεων. Δεν το λέμε αυτό επειδή τέτοιες εξωδικαστικές δολοφονίες δεν έχουν διαπραχθεί ποτέ ξανά στο παρελθόν από κάποιο κράτος. Η ισραηλινή Μοσάντ υπήρξε η αμφιλεγόμενη πρωτοπόρος σε αυτό το είδος των ενεργειών, εφόσον εδώ και δεκαετίες διεξάγει τέτοιες θανάσιμες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον οποιουδήποτε κρίνει ότι με τη στάση του/της εμποδίζει την εκπλήρωση των γεωπολιτικών επιδιώξεων του Ισραήλ. Ωστόσο, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, πάντοτε οι ισραηλινοί είχαν τη σύνεση να μην διεκδικήσουν επίσημα την πατρότητα για αυτές τις ειδεχθείς πράξεις κρατικής τρομοκρατίας. Δεν είναι μόνο ότι τέτοιες ενέργειες έρχονται σε σύγκρουση με τις εν πολλοίς ανεπαρκείς ασφαλιστικές δικλείδες του εύθραυστου νομικού οικοδομήματος που αποκαλούμε διεθνές δίκαιο.
Η δολοφονία ενός υψηλόβαθμου κρατικού αξιωματούχου στο έδαφος μιας τρίτης χώρας υπονομεύει ακόμα και τις πιο στοιχειώδεις πρακτικές του εθιμικού δικαίου που κάνει δυνατή έστω και μια βεβιασμένη μορφή συνύπαρξης ανάμεσα στα κράτη. Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε για μια στιγμή πώς θα ήταν ο κόσμος αν κάθε κράτος αποφάσιζε ότι έχει το δικαίωμα να εξοντώσει όσους το ίδιο ορίζει σαν “εχθρούς” ή ανταγωνιστές του με μεθοδικά προληπτικά χτυπήματα σε καιρό ειρήνης. Οι ρουκέτες ξαφνικά θα άρχιζαν να πέφτουν βροχή. Η υποτυπώδης συνεννόηση που είναι η αναγκαία συνθήκη για μια εκτενέστερη και πιο συστηματική διαβούλευση γύρω από τις θεμελιώδεις αρχές ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας, ή έστω ενός ιεραρχικού διεθνούς συστήματος που διέπεται από δομικές ανισότητες πλούτου, ισχύος, κλπ., αλλά τουλάχιστον αναγνωρίζει το δικαίωμα του κάθε κράτους να υπάρχει ως ξεχωριστή οντότητα, θα κατέρρεε ολοκληρωτικά μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου ο πόλεμος ποτέ δεν θα τελείωνε και ο στόχος θα ήταν η καθολική υπαρξιακή εκμηδένιση του αντιπάλου.
Αυτή τη λογική εκφράζει έμπρακτα η δολοφονία του Κάσεμ, εφόσον οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν αρνήθηκαν ότι είναι υπαίτιες για τούτη την επίδειξη βαρβαρότητας, αλλά τουναντίον υιοθετούν πρόθυμα την ευθύνη και διατείνονται ότι η ενέργεια τους ήταν με κάποιον τρόπο δικαιολογημένη κι επιβεβλημένη. Η κυνική διάθεση που δείχνει η αμερικανική ελίτ, όχι απλώς να αναγορεύσει τα εγωιστικά κριτήρια του γεωπολιτικού της συμφέροντος σε μοναδική κατευθυντήρια αρχή της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ (αυτή η διάθεση υπάρχει πάντοτε και χαρακτηρίζει τις πολιτικές κάθε ισχυρού κρατικού μορφώματος), αλλά να πράξει σαν τα κριτήρια αυτά να υπερισχύουν οποιασδήποτε έννοιας ηθικής και θεσμικής αναγνώρισης του αντιπάλου, είναι το καινούριο στοιχείο που φέρνουν οι ΗΠΑ στη διεθνή πολιτική σκηνή. Ένα στοιχείο που σηματοδοτεί την οριστική ρήξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και σε οποιαδήποτε λογική ειρηνικής συνύπαρξης πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί ένα εποικοδόμημα νομικών ρυθμίσεων που θα μπορούσε να συντελέσει στην άνοδο μιας κανονικότητας στις διεθνείς σχέσεις.
Αντιμέτωπες με ένα διεθνές σύστημα που γίνεται ολοένα και πιο ανυπάκουο, όλο και πιο ανεξάρτητο από τη δεσποτική θέληση τους, οι ΗΠΑ επιλέγουν να κινηθούν έξω από τα όρια αυτού του συστήματος και να το υπονομεύσουν. Ο Τραμπ πρώτα έκοψε τη χρηματοδότηση των θεσμικών οργάνων του ΟΗΕ, με συνέπεια το πολυάριθμο υπαλληλικό προσωπικό της πολυεθνικής γραφειοκρατίας που εδώ και χρόνια υπηρέτησε με αξιοσημείωτη αίσθηση του καθήκοντος τα συμφέροντα της υπερδύναμης, τους τελευταίους μήνες να βρίσκεται μπροστά στο πρωτοφανές φάσμα της καθυστέρησης στην καταβολή της πληρωμής για τα δεδουλευμένα του.i Πριν από αυτό, ο εκκεντρικός πρόεδρος των ΗΠΑ είχε αποχωρήσει από την πολυμερή συνθήκη για την κλιματική αλλαγή, ενώ έσυρε κακήν κακώς τη χώρα του έξω από τη διεθνή συμφωνία για την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, μια κίνηση που ερμηνεύτηκε από αμφότερους φίλους κι εχθρούς των ΗΠΑ ως βραδυφλεγής βόμβα ενάντια στην προσπάθεια αποτροπής μιας γενικευμένης διακρατικής πολεμικής σύρραξης.ii Ακόμα και η άρνηση της κυβέρνησης Τραμπ να επικυρώσει την δυστοπική συνθήκη TTIP για το “ελεύθερο” εμπόριο ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ, υποκινήθηκε από την επίγνωση που έχει ένα τμήμα της αμερικανικής ελίτ ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες διεξάγεται το διεθνές εμπόριο έχει πάψει προ πολλού να εγγυάται την απρόσκοπτη αναπαραγωγή της παγκόσμιας ηγεμονίας της στη σφαίρα της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας.iii Δεν υπήρξε ωστόσο ποτέ ένας κυρίαρχος που δέχτηκε να αποχωρήσει φρόνιμα και σιωπηρά από το προσκήνιο της ιστορίας. Ο εξουσιαστής πρώτα θα προτιμήσει να δει τη γη να γίνεται στάχτη μπροστά στα μάτια του, προτού παραιτηθεί εθελοντικά από το “δικαίωμα” του να κυβερνά τον κόσμο.
Η μέθοδος που επέλεξαν οι ΗΠΑ προκειμένου να διεκπεραιώσουν το χτύπημα εναντίον του ανυποψίαστου Σολεϊμάνι (εκτοξεύοντας ρουκέτες από ένα άψυχο μηχάνημα 100 μέτρα πάνω απ′ το έδαφος), είναι από μόνη της ένας συμβολισμός για τη θέση του απομονωμένου παρία που τους αναλογεί τόσο ανάμεσα στους λαούς της Μ. Ανατολής, όσο και στην κοινότητα των λαών με την ευρεία έννοια. Είναι την ίδια στιγμή δείγμα της δύναμης και της αδυναμίας τους. Το στοιχείο της δύναμης έγκειται στο γεγονός ότι αποδείχτηκε για μια ακόμα φορά πως κανείς δεν μπορεί να πιστεύει πως είναι απρόσβλητος από την φονική αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής μηχανής της υπερδύναμης. Οι ΗΠΑ επιφύλαξαν στον άλλοτε κραταιό στρατηγό της ισλαμικής “δημοκρατίας” την ατιμωτική μοίρα ενός τριτοκοσμικού πολέμαρχου, ή ενός αγνώστου ταυτότητας αντάρτη, από τις χιλιάδες που η κρεατομηχανή του ΝΑΤΟ έχει ανατινάξει τα τελευταία χρόνια σε κάποια ανυπότακτη γωνιά της οικουμένης και που ποτέ δεν θα μάθουμε το όνομα τους. Αναμφίβολα, η οδυνηρή διαπίστωση ότι σε κάθε στιγμή είναι πιθανό για κάποιον να μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα καμμένου κρέατος, λειτουργεί σαν αντικίνητρο και ακυρώνει πολλά από τα θέλγητρα που μπορεί να συνεπάγεται η κατοχή ενός κρατικού αξιώματος στην ισλαμική “δημοκρατία”. Κι εφόσον οι ΗΠΑ αρνούνται να λογοδοτήσουν ή να συμμορφωθούν με τους διεθνείς κανόνες που ορίζουν τις συνθήκες που πρέπει να συντρέχουν για την ανάληψη στρατιωτικής δράσης, το να προκαλέσει κανείς τη δυσαρέσκεια ή την οργή της υπερδύναμης ισοδυναμεί με τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που χωρίζει μια ήρεμη και μακροχρόνια ζωή από έναν εκκωφαντικό, παραδειγματικό θάνατο.
Από την άλλη, η εκτέλεση του ιρανού αξιωματούχου με χρήση στρατιωτικού drone δείχνει την απομόνωση στην οποία έχουν περιέλθει οι ΗΠΑ στην περιοχή, την έλλειψη δηλαδή φυσικών συμμάχων στο έδαφος. Στρατηγικά, το Ιράν βρίσκεται στην καλύτερη φάση της μετεπαναστατικής ιστορίας του. Στη Συρία, ο οργανικός σύμμαχος των ιρανών Άσαντ φαίνεται πως εδραιώνει ξανά σταθερά το μπααθικό καθεστώς και θέτει υπό την κυριαρχία του το σύνολο της συριακής επικράτειας. Στον Λίβανο, για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια ένοπλης αντίστασης στην ισραηλινή επιθετικότητα, η Χεζμπολάχ εισήλθε στην κυβέρνηση και μάλιστα από τη θέση του πλειοψηφικού εταίρου, ενώ στο αραβικό Ιράκ, οι σιιτικές πολιτοφυλακές οι οποίες διατηρούν αδελφικές σχέσεις με το βαθύ κράτος του Ιράν (Φρουροί της Επανάστασης) ελέγχουν πλήρως τη χώρα έπειτα από τη στρατιωτική συντριβή του σουνιτικού ISIS. Η στρατηγική ισχύς του Ιράν μάλιστα είναι τέτοια που του επιτρέπει να αναλαμβάνει κι επιθετικές πρωτοβουλίες στη διεθνή σκακιέρα οι οποίες αποβλέπουν στην περαιτέρω ανατροπή του περιφερειακού συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του. Άλλωστε, στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να κατανοήσουμε και την απόσχιση του Κατάρ από τον ρόλο του πειθήνιου δορυφόρου της Σαουδικής Αραβίας, αλλά και την υποδαύλιση μιας παλλαϊκής εξέγερσης στην Υεμένη, μιας χώρας που στρατηγικά ανήκει στο μαλακό υπογάστριο της Σαουδικής Αραβίας και απειλεί να φέρει τον ιρανικό στρατό έξω από τα νότια σύνορα του αιώνιου ανταγωνιστή του στην Μέση Ανατολή.iv
Θα πρέπει κανείς εδώ να έχει κατά νου πως ο μουσουλμανικός κόσμος κάθε άλλο παρά ενωμένος είναι. Αντίθετα υπάρχει μια βασική διαχωριστική γραμμή που πολύ σχηματικά τέμνει τις χώρες του ισλάμ και τις χωρίζει σε δύο αντίπαλα, ανταγωνιστικά στρατόπεδα. Η γραμμή αυτή εν πολλοίς αντιστοιχεί στην ιστορική διαμάχη που υπάρχει στο Ισλάμ ανάμεσα σε ένα σουνιτικό κατεστημένο που κατέχει την πολιτική εξουσία και τα ταξικά προνόμια στις περισσότερες ισλαμικές κοινωνίες και στις υποδέεστερες μάζες των φτωχών και των πληβείων που κατά κανόνα ανήκουν στη σιιτική εκδοχή της ισλαμικής θεολογίας και πληρώνουν το τίμημα της ταξικής υποδούλωσης τους εξαιτίας της διαχρονικής αντιπαράθεσης τους με τους σουνίτες κυρίαρχους.
Η Σαουδική Αραβία είναι η δύναμη που ηγεμονεύει και καθοδηγεί τις προνομιούχες τάξεις των σουνιτών, ενώ το Ιράν, από την ισλαμική επανάσταση κι έπειτα, αποτέλεσε το ιδεολογικό, πολιτικό και πολιτισμικό σημείο αναφοράς γύρω από το οποίο συσπειρώνονται οι πάσης φύσεως απόκληροι και τα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα του μουσουλμανικού κόσμου. Έτσι, όταν μιλάμε για τις στρατηγικές συμμαχίες του Ιράν στην περιοχή δεν αναφερόμαστε μονάχα σε διακρατικές συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ των ελίτ ερήμην και σε βάρος του λαϊκού παράγοντα, αλλά στην ταύτιση σε επίπεδο πολιτικής και συμβολισμού με στρώματα και κοινωνικές τάξεις των οποίων τα ταξικά συμφέροντα και τις επιθυμίες η ιρανική πολιτική έχει αναλάβει εξορισμού να υπερασπιστεί και να φέρει σε πέρας.
Βέβαια, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η συγχώνευση ανάμεσα στους γεωστρατηγικούς στόχους που υπηρετεί η εξωτερική πολιτική του Ιράν και στα ταξικά συμφέροντα των υποτελών κοινωνικών ομάδων στις αραβικές χώρες σίγουρα δεν είναι το αποτέλεσμα της ανιδιοτελούς αφοσίωσης που τρέφουν οι μουλάδες προς τους απανταχού φτωχούς και καταπιεσμένους. Αντίθετα, συνιστά το προϊόν των αντικειμενικών αναγκών από τις οποίες διέπεται το ιρανικό στρατηγικό δόγμα και δεν είναι άλλο από τη διαμόρφωση στις γύρω χώρες ενός ευνοϊκά διακείμενου προς το θεοκρατικό καθεστώς πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος με την επικράτηση των φιλοϊρανικών, ριζοσπαστικών τάσεων. Ο βαθμός κατά τον οποίο η πολιτική στο γεωστρατηγικό επίπεδο είναι πλήρως αποκομμένη από τις κατά τόπους υλικές ανάγκες και επιθυμίες των κατώτερων τάξεων, ή τουναντίον κατορθώνει να εκφράσει ταξικά συμφέροντα και τις συλλογικές επιθυμίες μιας μερίδας από τα λαϊκά στρώματα, είναι η διαφορά ανάμεσα στον αποκομμένο και αυταρχικό ιμπεριαλισμό των κυρίαρχων ελίτ (ΗΠΑ) και σε μια γεωπολιτική προσέγγιση που αποτελεί συνέχιση κι έκφραση μιας υπαρκτής ταξικής πραγματικότητας που βρίσκει απήχηση στους λαούς της κάθε περιφέρειας.
iiiΓια μια συνοπτική κριτική της TTIP, https://www.provo.gr/i-diktatoria-pou-erxetai/.
ivΈνας από τους αδιαπραγμάτευτους όρους που περιλαμβάνε το διπλωματικό τελεσίγραφο το οποίο επέδωσε η Σαουδική Αραβία στο Κατάρ για να μην προχωρήσει στην επιβολή οικονομικού αποκλεισμού σε βαρός του, ήταν η άμεση και ολοκληρωτική διάρρηξη των εμπορικών δεσμών και των διπλωματικών σχέσεων του εμιράτου με το Ιράν. Απαίτηση στην οποία το Κατάρ αρνήθηκε κατηγορηματικά να ενδώσει. https://www.aljazeera.com/news/2019/06/qatar-blockade-gulf-crisis-190604220901644.html.