Η Ατζέντα 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, που υιοθετήθηκε στην ειδική Σύνοδο του ΟΗΕ το 2015 στη Νέα Υόρκη, εξέφρασε την απόφαση ηγετών από όλο τον κόσμο για την απαλλαγή της ανθρωπότητας από τη φτώχεια, την εξασφάλιση ενός υγιούς πλανήτη στις μελλοντικές γενιές και την οικοδόμηση ειρηνικών και χωρίς αποκλεισμούς κοινωνιών ως θεμέλιο για την αξιοπρεπή διαβίωση όλων. Η καθοδήγηση για την υλοποίηση αυτής της ιδιαίτερα φιλόδοξης και έντονα μεταρρυθμιστικής ατζέντας, δόθηκε με 17 ολοκληρωμένους και αδιαίρετους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης {1}, όπου ειδικεύονται τα επί μέρους επιθυμητά αποτελέσματα όπως η διατροφική επάρκεια και ασφάλεια, υγεία και ευημερία, ποιοτική εκπαίδευση, ενεργειακή πρόσβαση, αντιμετώπιση κλιματικής αλλαγής, υπεύθυνη κατανάλωση κα. Η υλοποίηση των στόχων αξιολογείται κάθε χρόνο από ειδικό πολιτικού φόρουμ υψηλού επιπέδου του ΟΗΕ με βάση και τις ετήσιες εθελοντικές εκθέσεις αξιολόγησης και ανασκόπησης που υποβάλει κάθε κράτος.
Η επίτευξη πολλών από τους παραπάνω στόχους εξαρτάται, άμεσα ή έμμεσα, από την δυνατότητα ταχείας ανάπτυξης του αγροδιατροφικού τομέα σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι παράγοντες που αναμένεται να διαμορφώσουν το νέο τοπίο του τομέα στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών περιλαμβάνουν α) την ανάγκη αύξησης του όγκου παραγωγής τροφίμων κατά 50-70% μέχρι το 2050, χωρίς την δυνατότητα αύξησης της καλλιεργούμενης γης, β) την ανάγκη για την κατά το δυνατόν στοχευμένη παραγωγή των τροφίμων εκεί που χρειάζονται γ) την εξίσου επιτακτική ανάγκη φιλικών προς το περιβάλλον μεθόδων παραγωγής με έμφαση στην ελάχιστη χρήση χημικών και την ορθολογική χρήση των υδατικών αποθεμάτων, δ) την ανάγκη σταθερότητας της παραγωγής παρά τις προς το δυσμενέστερο κλιματικές αλλαγές και την πιθανή αύξηση των παθογόνων του φυτικού και ζωικού κεφαλαίου, ε) την ανάγκη επαρκούς γενετικής ποικιλότητας για την βελτίωση και προσαρμογή του κεφαλαίου αυτού στις νέες συνθήκες, ζ) τη μεταβολή των καταναλωτικών αναγκών προς τρόφιμα αναβαθμισμένης θρεπτικής αξίας και, η) την αυξανόμενη ζήτηση βιο-βασισμένων προϊόντων και ενεργειακών πηγών στο πλαίσια της βιο-οικονομίας.
Η ικανοποίηση όλων των παραπάνω αναγκών, αναμφίβολα θα απαιτήσει την ”βιώσιμη εντατικοποίηση” της παραγωγής, που θα βασίζεται στη έρευνα και την καινοτομία καθώς και στη συλλογικότητα. Σύμφωνα με τις προτάσεις μας, ως Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φυτικών Επιστημών {2} (European Plant Science Organization-EPSO) προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής σε εναρμόνιση με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης , η προσέγγιση αυτή εμπεριέχει τις παρακάτω τρείς παράλληλες και εξίσου σημαντικές κατευθύνσεις:
- άμεση ανάγκη ισόρροπης υποστήριξης όλων των συνιστωσών του κύκλου έρευνας και καινοτομίας με συνεργασίες σε δράσεις βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, επίδειξης και καινοτομίας. Η αποτελεσματική διασύνδεση των διαφόρων εμπλεκόμενων (αγροτών, επιστημόνων, βιομηχάνων και πολιτών) θα επιτρέψει την οικοδόμηση μιας ”γεωργίας με οδηγό την έρευνα και την καινοτομία”
- οι διαφορές μεταξύ των τριών συστημάτων γεωργικής παραγωγής, δηλαδή της βιολογικής, της συμβατικής και της γεωργίας που αξιοποιεί νέες τεχνολογίες αιχμής, είναι σήμερα ιδιαίτερα δογματικές. Η γεφύρωση του χάσματος μεταξύ των προσεγγίσεων αυτών, και τελικά ο συνδυασμός τους, θα μεγιστοποιήσει την βιωσιμότητα της αγροτικής παραγωγής και την προστασία του περιβάλλοντος στο μέλλον. Θα πρέπει επομένως να υπάρξει καλύτερη υποστήριξη της έρευνας στις νέες τεχνολογίες και ταυτόχρονα ισόρροπη υποστήριξη των εφαρμογών τόσο των νέων όσο και των παλαιότερων γνώσεων και τεχνολογιών.
- οι σημαντικές προκλήσεις - διατροφική επάρκεια και ασφάλεια, κλιματική αλλαγή, περιβάλλον, υγιεινή και ασφαλής διατροφή και ανισότητες - είναι αυτές που πρέπει να διαμορφώνουν την πολιτική του αγροδιατροφικού τομέα. Απαιτείται η συμμετοχή όλων των εταίρων ώστε να αντιμετωπίζονται τα χαμηλά εισοδήματα των αγροτών, να αξιολογούνται οι περιβαλλοντικές τους επιδόσεις και η προσφορά υγιεινών επιλογών στους καταναλωτές. Μια αποτελεσματική κοινή ευρωπαϊκή πολιτική προϋποθέτει τοπική και περιφερειακή τεχνογνωσία για τον χειρισμό της ποικιλομορφίας των οικοσυστημάτων, των καλλιεργητικών παραδόσεων και της διατροφικής κουλτούρας.
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που αναμένεται να καθορίσει την επιτυχία της προσπάθειας για βιώσιμη εντατικοποίηση της φυτικής παραγωγής, είναι η καλλιεργητική αξιοποίηση ποικιλιών που θα είναι γενετικά «προικισμένες» με όλα εκείνα τα επιθυμητά γνωρίσματα, όπως η μεγάλη και σταθερή απόδοση, η υψηλή ποιότητα των προιόντων, η δυνατότητα ικανοποιητικής παραγωγής σε καθεστώς χαμηλών εισροών, και η ανθεκτικότητα/αντοχή σε βιοτικές και αβιοτικές καταπονήσεις. Η Γενετική Βελτίωση των Φυτών είναι ακριβώς επιφορτισμένη με την δημιουργία των κατάλληλων αυτών ποικιλιών. Για όλους τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η εφαρμοσμένη αυτή επιστήμη αποκτά σήμερα ιδιαίτερη σπουδαιότητα και καλείται να επαναλάβει και να υπερβεί τα σημαντικά επιτεύγματα της Πράσινης Επανάστασης που, με τις όποιες παράπλευρες αστοχίες, συνετέλεσαν τα μέγιστα στην παγκόσμια αύξηση της φυτικής παραγωγής κατά την τελευταία πεντηκονταετία και απομάκρυναν τον κίνδυνο ανεπάρκειας τροφίμων που και τότε απασχολούσε την ανθρωπότητα.
Παρά την πολυπλοκότητα των στόχων και το επείγον της όλης προσπάθειας, πιστεύω ότι η βελτίωση των φυτών θα ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο και θα συνεισφέρει σημαντικά και έγκαιρα στις ιδιαίτερα φιλόδοξες προσδοκίες της παγκόσμιας κοινότητας για την βιώσιμη ανάπτυξη. Η πεποίθησή μου αυτή βασίζεται όχι μόνο στα προηγούμενα επιτεύγματα, αλλά κυρίως στην δυνατότητα αξιοποίησης των συναρπαστικών πράγματι νέων τεχνολογιών αιχμής, και ιδιαίτερα της γονιδιωματικής επεξεργασίας (genome editing). Αρκεί βέβαια να μην υπάρξουν και εδώ αντιεπιστημονικές απόψεις και αποκλεισμοί, και να διαμορφωθεί ένα λογικό και δίκαιο ρυθμιστικό πλαίσιο για την αποδοχή των προιόντων αυτών των τεχνολογιών.
Αλλά, με δεδομένο ότι βρίσκονται σε εξέλιξη σχετικές συζητήσεις και διαβουλεύσεις σε επίπεδο διάφορων θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα επανέλθω διεξοδικότερα στο θέμα σε επόμενο σημείωμα.