″Πρέπει να το πούμε όσο κι αν πονάει. Στην Ελλάδα το μίσος για το βιβλίο είναι πρωτίστως υπόθεση του κράτους”.
Περισσεύει η υποκρισία σ′ αυτόν τον τόπο. Θυμάμαι την πολτοποίηση, παλιά, σταθερή διαδικασία, των βιβλίων του εκδοτικού οίκου Ελληνικά Γράμματα. Αλλά και άλλων πολλών.
Στην Ελλάδα δεν διαβάζουμε βιβλία, δεν αγοράζουμε βιβλία, δεν αγαπάμε τα βιβλία, όμως είμαστε όλοι συγγραφείς του ενός βιβλίου και κλαίμε όταν τα βιβλία που δεν διαβάζουμε και δεν αγοράζουμε αλλά γράφουμε και εκδίδουμε σε αυτοεκδόσεις, πολτοποιούνται.
Προφανώς δεν δικαιολογώ τις τράπεζες αλλά επίσης προφανώς δεν είναι μόνο οι τράπεζες που πολτοποιούν τα βιβλία.
Αναφέρομαι κυρίως σε όλους αυτούς τους τόνους των βιβλίων που σαπίζουν αδιάβαστα σε αποθήκες. Ή ακόμη χειρότερα άκοπα και ακοίταχτα σε βιβλιοθήκες.
Και βέβαια ο διάβολος δεν με αφήνει ήσυχο. Μήπως κάποια βιβλία γράφτηκαν για να μην διαβαστούν ποτέ;
Ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις εκατοντάδες, ποιητικές συλλογές πού εκδίδονται από διάφορους επιτήδειους ”εκδότες” μόνο και μόνο για να αυτοαποκαλούνται κάποιοι ποιητές;
Πρόκειται, ας το ομολογήσουμε, για μία τεράστια μπίζνα.
Επίσης μην ξεχνάτε τους τόνους των αχρήστων, σχολικών βιβλίων πού εκδίδονται σε ασύλληπτους αριθμούς και ποσότητες με κάθε κυβερνητική αλλαγή... Έτσι, εξάλλου, διαμορφώνεται η επίσημη αγωγή μας ως προς τα βιβλία.
Είναι τζάμπα τα σχολικά βιβλία, δηλαδή άνευ αξίας και τα καίμε πανηγυρικά και τελετουργικά στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς. Για να υποδηλώσουμε πόσο αχρείαστα είναι και πόσο πολύ τα μισούμε.
Άρα, τα δάκρυα για την πολτοποίηση των βιβλίων από τις κακές τράπεζες είναι μάλλον κροκοδείλια. Αυτά.
ΥΓ. Έβαλα μία άσχετη - σχετική φωτογραφία σχετικά με το πως μπορούν οι αρχαιότητες να αξιοποιηθούν εντυπωσιακά μέσα από μια σύγχρονη, εικαστική παρέμβαση.
Επειδή και εδώ ισχύει μία μείζων υποκρισία. Πρόκειται για το υπόγειο (!) του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά όπου βρίσκονται τα θεμέλια ενός οίκου Διονυσιαστών της ελληνιστικής εποχής.
Η έκθεση λεγόταν Κόκκινο, την παρουσιάσαμε με τον τότε διευθυντή Νίκο Διαμαντή το 2016 και όλα τα ”ηλεκτρονικά” έργα ανήκουν στον Χρήστο Αντωναρόπουλο.
Θέλω να πω με άλλα λόγια ότι η ιστορία δεν είναι ταμπού ή άβατο αλλά όμως πρέπει να προσεγγίζεται με ταπεινοφροσύνη, γνώση και, πάνω από όλα, ευαισθησία και ταλέντο.