«Βούτυρο ή Κανόνια;» - Διαρκές δίλημμα ή διαρκής υπεκφυγή στην ΕΕ;

Σχετκά με τις σκέψεις για τη μεταφορά πόρων από το ταμείο συνοχής στην Άμυνα.
Open Image Modal
Φωτογραφία αρχείου Eurocorps στο ευρωκοινοβούλιο στο Στρασβούργο
NurPhoto via Getty Images

Του Δρ. Δημήτρη Β. Σκιαδά - Έδρα Jean Monnet, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Παν/μιο Μακεδονίας 

Διαβάζουμε σε πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times (που αναδημοσιεύθηκε σε πολλές πηγές του ευρωπαϊκού και του ελληνικού έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου) ότι στις Βρυξέλλες έχει αρχίσει και κλιμακώνεται η συζήτηση σχετικά με την μεταφορά κονδυλίων του Προϋπολογισμού της ΕΕ από τις δαπάνες της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνοχής σε δαπάνες Ευρωπαϊκής Αμυντικής Πολιτικής, και μάλιστα με προοπτική η μεταφορά αυτή να αποτελεί βασικό άξονα δημοσιονομικών επιλογών της ΕΕ για την νέα προγραμματική περίοδο μετά το 2028.

Βασικό στοιχείο της αλλαγής αυτής θα είναι η δυνατότητα χρήσης των πόρων Συνοχής για έργα με αμυντικό/στρατιωτικό προσανατολισμό, για ενίσχυση αμυντικών βιομηχανιών, ενώ παράλληλα θα μεταφερθούν και πόροι στις κατηγορίες δαπανών άμυνας π.χ. για εξοπλισμούς. Ο λόγος για τις αλλαγές αυτές είναι διττός: αφενός οι προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει η ΕΕ λόγω της αλλαγής δεδομένων που προκαλεί η εκλογή του κ. Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ (γνωστές οι θέσεις του για υποχρέωση των συμμάχων στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς τους και η απειλή του ότι δεν θα τηρήσει την ρήτρα αλληλεγγύης του Βορειοατλαντικού Συμφώνου), και αφετέρου η χαμηλή απορροφητικότητα που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια σε πόρους Συνοχής, οι οποίοι παραμένουν δεσμευμένοι αλλά αναξιοποίητοι, μάλιστα σε ένα - επιβεβλημένο από κάποιους - περιβάλλον δημοσιονομικής αυστηρότητας, που οδηγεί στη σκέψη «αφού δεν αξιοποιούνται οι πόροι, ας καλύψουμε άλλες ανάγκες». 

Η συζήτηση αυτή φαίνεται να αναδεικνύει για ακόμη μια φορά το δίλημμα πολιτικής επιλογής σε επίπεδο ΕΕ: δράσεις συνοχής («βούτυρο») ή δράσεις άμυνας («κανόνια»); Πρόκειται για ένα διαχρονικό δίλημμα, η απάντηση στο οποίο εξαρτάται από το ιδεολογικό πρόσημο της προσέγγισης του καθενός. Όμως στην περίπτωση της ΕΕ, εκτιμώ, ότι πρόκειται για εικονικό προβληματισμό.

Πιο συγκεκριμένα: Όντως έχουν υπάρξει περιπτώσεις στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνοχής που έχουν καταγραφεί φαινόμενα απάτης και διαφθοράς (εθνικού και ενωσιακού επιπέδου) και παράλληλα υπάρχουν σημαντικές καθυστερήσεις στην υλοποίηση των χρηματοδοτουμένων παρεμβάσεων (εξ ου και ο λόγος εξέτασης ενός νέου μοντέλου διαχείρισης που προσιδιάζει με τις διαδικασίες του Ταμείου Ανάκαμψης – μεταφορά αρμοδιοτήτων σε κεντρικό επίπεδο και λιγότερα επίπεδα λήψης αποφάσεων και ελέγχου).

Όμως αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να αποτελούν λόγους «ακύρωσης» της Πολιτικής Συνοχής. Οι ευρωπαϊκές περιφέρειες οφείλουν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, το επίπεδο ανάπτυξης τους ακριβώς σε αυτή την Πολιτική. Ενδεχομένως να υπάρχουν καλύτερα σχήματα σχεδιασμού και διαχείρισης αυτής της Πολιτικής. Αλλά η επιλογή της «απαλοιφής» της μέσω της απομείωσης των σχετικών πόρων ή της κατεύθυνσης αυτών σε δράσεις άλλης πολιτικής αποτελεί κρίσιμο σφάλμα. 

Η κρισιμότητα του σφάλματος τονίζεται έτι περαιτέρω από τις ιδιαιτερότητες της πολιτικής που προκρίνεται ως αποδέκτης των εν λόγω κονδυλίων. Είναι γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Αμυντική Πολιτική έχει αμιγώς διακυβερνητικό χαρακτήρα (παρά τις θεσμικές προσπάθειες της Επιτροπής να προσδώσει μια ενωσιακή διάσταση σε αυτή με τη δημιουργία σχετικού χαρτοφυλακίου) και οι αποφάσεις απαιτούν ομοφωνία. Είναι πολλές οι περιπτώσεις που σχεδιασμένες παρεμβάσεις, ενωσιακού επιπέδου, μένουν σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού (κοινώς «στα χαρτιά») γιατί υπάρχει τουλάχιστον μια χώρα που θέτει βέτο στις σχετικές διαδικασίες υλοποίησης (τα παραδείγματα στο πρόσφατο παρελθόν είναι πολλά και ποικίλα).

Η μεταφορά και δέσμευση πόρων στο πεδίο της Άμυνας, με δεδομένες αυτές τις δομικές αδυναμίες, δεν πρόκειται να δώσει λύσεις. Απλώς θα δημιουργήσει άλλες πηγές προβληματισμού (π.χ. γιατί με χρήματα της ΕΕ να εξοπλίζονται τρίτες χώρες όπως η Ουκρανία και να μην εξοπλίζονται από κοινού τα κράτη μέλη της ΕΕ;) οι οποίες σε ένα διακυβερνητικό πλαίσιο λειτουργίας θα διογκωθούν με κίνδυνο ρήξεων μεταξύ των κρατών. 

Η όλη συζήτηση μεταφοράς πόρων από τη Συνοχή στην Άμυνα δίνει σαφώς την αίσθηση ότι γίνεται για να μην γίνει μια άλλη συζήτηση: η ενδυνάμωση της ΕΕ στο πεδίο Άμυνας με την προώθηση του ενωσιακού χαρακτήρα στο πεδίο αυτό. Η μεταφορά κυριαρχικών αρμοδιοτήτων στην ΕΕ σε θέματα Άμυνας αποτελεί καίρια προϋπόθεση ενωσιακής λειτουργίας στο πεδίο αυτό, ώστε να είναι μετά εφικτή η δημοσιονομική υποστήριξη αυτής της λειτουργίας, και μάλιστα σε πολύ πιο εξορθολογισμένο επίπεδο, εφόσον θα υπάρχει πλέον μια ενιαία στρατηγική πορεία, χωρίς αποκλίσεις.

Αλλά ένα τέτοιο βήμα προϋποθέτει, με τη σειρά του, εις βάθος συζήτηση σχετικά με τα ζωτικά συμφέροντα και τις αμυντικές ανάγκες της κάθε χώρας (που ποικίλουν σε πολύ μεγάλο βαθμό μεταξύ τους) και επιλογές που πολλές χώρες δεν εμφανίζονται διατεθειμένες ούτε καν να συζητήσουν.

Επομένως τυχόν δημοσιονομική ενίσχυση ατελών (ή και ατελέσφορων) πολιτικών επιλογών χωρίς την προηγούμενη πολιτική συναίνεση για το περιεχόμενο αυτών των επιλογών θα είναι μια ακόμη περίπτωση πρωθύστερου σχήματος όπου «το κάρο θα μπει πριν το άλογο». Πρόκειται για ένα λάθος που αποσκοπεί να καλύψει την υπεκφυγή σε επίπεδο ΕΕ από τη συζήτηση σχετικά με το επόμενο βήμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης…