WSJ: Πώς η 7η Οκτωβρίου ανέτρεψε τη στρατιωτική στρατηγική των ΗΠΑ

Το σχέδιο ήταν να δοθεί έμφαση στην Κίνα και τη Ρωσία, αλλά προσέκρουσε στον «ύφαλο» της Μέσης Ανατολής
Open Image Modal
Μαχητικά στο αεροπλανοφόρο USS Dwight D. Eisenhower
via Associated Press

Η τρομοκρατική επίθεση της παλαιστινιακής ισλαμιστικής οργάνωσης Χαμάς στο νότιο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου 2023 και ο πόλεμος που ακολούθησε ανέτρεψαν όλη την αμερικανική στρατιωτική στρατηγική, σύμφωνα με δημοσίευμα της Wall Street Journal, στο οποίο αναφέρεται πως αρχικός στόχος ήταν η εστίαση δυνάμεων και πόρων στην Κίνα και τη Ρωσία.

Το σχέδιο του Πενταγώνου μετά την αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους ήταν να πάρει μια απόσταση από τη Μέση Ανατολή ενώ θα χρησιμοποιούσε τον κύριο όγκο των δυνάμεών του για την αντιμετώπιση των απειλών από τη Ρωσία και την Κίνα: Σε αυτό το πλαίσιο οι ΗΠΑ θα μείωναν τη στρατιωτική τους παρουσία στην περιοχή σε μερικά πλοία, δύο μοίρες πολεμικών αεροσκαφών και μερικές χιλιάδες στρατιώτες στο Ιράκ και στη Συρία. Ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων δεν θα βρίσκονταν μόνιμα στην περιοχή. Το Πεντάγωνο θα βασιζόταν σε ναυτικά και ιπτάμενα μέσα για τη συλλογή πληροφοριών και στην αναδυόμενη συνεργασία ασφαλείας μεταξύ του Ισραήλ και αραβικών για την αντιμετώπιση απειλών από το Ιράν. Το σκεπτικό ήταν πως αν τα πράγματα εκτροχιάζονταν, θα υπήρχε πάντα η δυνατότητα προσωρινής αύξησης όγκου δυνάμεων στην περιοχή.

Το σχέδιο αυτό, που αντικατόπτριζε την προτεραιότητα που έδιναν οι κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάιντεν στην αποτροπή της Κίνας της Ρωσίας μέσα στα επόμενα χρόνια, «βούλιαξε» με την έξαρση της βίας στη Μέση Ανατολή, η οποία άρχισε στις 7 Οκτωβρίου 2023. Στο επίκεντρο της «νέας πραγματικότητας» είναι η αναγνώριση του γεγονότος πως το Ισραήλ έχει όλο και μεγαλύτερο βαθμό εξάρτησης από τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις: Το τελευταίο έτος δέχεται φορτία αμερικανικών πυρομαχικών ενώ επίσης έλαβε βοήθεια από τις ΗΠΑ στην κατάρριψη εχθρικών πυραύλων και drones (συν την ταχεία αποστολή αμερικανικών ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων για την αποτροπή επιπλέον ιρανικών επιθέσεων).

Σε αυτό το πλαίσιο, οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να αλλάξουν προτεραιότητες προκειμένου να ανταποκριθούν, αναπτύσσοντας δύο ομάδες μάχης αεροπλανοφόρων στην περιοχή για μεγάλο μέρος του έτους, ενώ πριν την επίθεση της Χαμάς δεν σχεδιαζόταν παραμονή μίας σε τακτική βάση- και σημειώνεται πως δύο φορές χρειάστηκε να πάει αεροπλανοφόρο εκεί από τον Ειρηνικό. Το Πεντάγωνο ελπίζει σε αποφυγή περαιτέρω κλιμάκωσης, ωστόσο κάποιοι ειδικοί λένε ότι ίσως χρειαστεί σημαντική αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή για χρόνια.

 

Open Image Modal
Ισραηλινά άρματα μάχης κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο
via Associated Press

 

Επίσης, η σύγκρουση διαρκεί πολύ: Στις αρχές του πολέμου οι ΗΠΑ ακολούθησαν την οδό της αύξησης αεροναυτικών δυνάμεων στην περιοχή για αποφυγή γενικευμένου πολέμου, ωστόσο η διάρκεια της σύγκρουσης ασκεί μεγάλη πίεση, καθώς οι απαιτήσεις για μεγάλη και συνεχή στρατιωτική παρουσία αυξάνονται- ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της ιρανικής πυραυλικής επίθεσης τον Απρίλιο και η εκτόξευση των εντάσεων μετά τους φόνους κορυφαίων στελεχών της Χεζμπολάχ στον Λίβανο και του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς στην Τεχεράνη. Μεταξύ άλλων, οι ΗΠΑ χρειάστηκε να «διαφημίσουν» την παρουσία στην περιοχή και του υποβρυχίου USS Georgia (κατά κανόνα οι κινήσεις των υποβρυχίων δεν αποκαλύπτονται), ενώ επίσης αύξησαν κατά πολύ τον αριθμό των αεροσκαφών που έχουν στην ευρύτερη περιοχή και αύξησαν τις αεράμυνες σε Ιράκ, Συρία και Σαουδική Αραβία. Παράλληλα, το Ισραήλ χρειάζεται όλο και περισσότερο τη στήριξη της Ουάσινγκτον, δεδομένου ότι η σύγκρουση με το Ιράν και τις οργανώσεις- «αντιπροσώπους» απαιτεί και αντοχή σε επίπεδο υλικών/ αποθεμάτων/ βιομηχανικής βάσης. Σε αυτό το πλαίσιο, το ίδιο το Ισραήλ σε κάποιες περιπτώσεις δεν διευκολύνει τα πράγματα, ενημερώνοντας τις ΗΠΑ για επιθέσεις του την τελευταία στιγμή, με το Πεντάγωνο να αναγκάζεται να κινηθεί βιαστικά για να προστατέψει αμερικανικά και ισραηλινά συμφέροντα στην περιοχή (κάτι που έχει προκαλέσει εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ). Η σημασία αυτού γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτή την παρούσα περίοδο, που το Ισραήλ ετοιμάζεται να προβεί σε αντίποινα στο Ιράν για την πυραυλική του επίθεση πριν λίγο καιρό- με την κυβέρνηση Μπάιντεν να καλεί την ισραηλινή κυβέρνηση να αποφύγει να χτυπήσει πυρηνικές εγκαταστάσεις ή πετρελαϊκές υποδομές για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο περαιτέρω κλιμάκωσης. Όπως υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα, ο Ντένις Ρος, που διατέλεσε κορυφαίος αξιωματούχος στη Μέση Ανατολή και κυβερνήσεις των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικανών, «οι Ισραηλινοί πρέπει να θεωρούν ότι αυτό μας κοστίζει πολύ...νομίζω ότι η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να έχει κάποια στρατηγική (αμοιβαία) κατανόηση με τους Ισραηλινούς για το πώς βλέπουμε τις απειλές, τι είμαστε έτοιμοι να κάνουμε και τα είδη ορίων που υπάρχουν όσον αφορά στο πώς θα επιχειρούμε για να ελαχιστοποιούμε τις εκπλήξεις μεταξύ μας».

Όσον αφορά στην Κίνα, αξιωματούχοι του Πενταγώνου επιμένουν ότι διατηρείται η προτεραιότητα της αποτροπής της Κίνας, και ειδικά αυτή της δυνατότητας υπεράσπισης της Ταϊβάν (σημαντικό έτος- ορόσημο για αυτό θεωρείται το 2027, καθώς η CIA θεωρεί ότι η κινεζική ηγεσία έχει πει στις ένοπλες δυνάμεις της να είναι έτοιμες τότε για εισβολή). Ωστόσο το Πεντάγωνο δεν έχει παρουσιάσει ακόμα τα σχέδιά του για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της Μέσης Ανατολής χωρίς να δεσμευτεί για μετακινήσεις περισσότερων δυνάμεων από και προς τα εκεί, να αυξήσει το μέγεθος των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων ή να κάνει και τα δύο. Κάποιοι από τους «αρχιτέκτονες» του οράματος της μικρότερης αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μέση Ανατολή λένε πως υπάρχει ακόμα δυνατότητα για αυτό, εφόσον πέσουν οι εντάσεις και σημειωθεί διπλωματική πρόοδος. Επίσης, κάποιοι στρατιωτικοί υποβαθμίζουν τη σημασία της μετακίνησης δυνάμεων από τον Ειρηνικό, υπογραμμίζοντας πως αποκτάται εμπειρία, πχ από τις επιχειρήσεις εναντίον των Χούθι- αλλά άλλοι εκτιμούν ότι οι αποστολές στη Μέση Ανατολή μπορεί να αποδυναμώσουν την αμερικανική παρουσία στον Ειρηνικό εάν συνεχιστούν και το επόμενο έτος- ακόμα και για το αμερικανικό ναυτικό, που διαθέτει 11 αεροπλανοφόρα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποκλείεται να υπάρξει κάποιο κενό στην παρουσία αεροπλανοφόρων στη Μέση Ανατολή ή στον Ειρηνικό το επόμενο έτος, καθώς δεν είναι βέβαιο κατά πόσον το αμερικανικό ναυτικό μπορεί να έχει συνέχεια δύο αεροπλανοφόρα στη Μέση Ανατολή και ένα στον Ειρηνικό.