Γαλλία: «Tο Μίσος γεννάει μίσος!»

Καλωσήλθατε στη Γαλλία όπου το τρίπτυχο της Γαλλικής Δημοκρατίας: «Ελευθερίας, Ισότητας και Αδελφοσύνης» δεν είναι για όλους.
Open Image Modal
via Associated Press

«La Haine attise la haine!», «Tο Μίσος γεννάει μίσος!».

Στην Γαλλία, την χώρα που πρωτοστάτησε στο κίνημα του Διαφωτισμού και την απαλλαγή από δεισιδαιμονίες και αμάθεια, παραμένουν ακόμα και σήμερα εστίες τυφλού φανατισμού.

Καλωσήλθατε στη Γαλλία όπου το τρίπτυχο της Γαλλικής Δημοκρατίας: «Ελευθερίας, Ισότητας και Αδελφοσύνης» δεν είναι για όλους.

Το πρώτο άτομο που μου έρχεται στο μυαλό κάθε φορά που δολοφονείται ένας νέος στη Γαλλία είναι ο Makomé M’Bowolé ο οποίο είχε την «ατυχία» να γεννηθεί μαύρος.

Για όσους δε γνωρίζουν την ιστορία του, ήταν στις 6 Απριλίου 1993, όταν στο αστυνομικό τμήμα Grandes-Carrières, στο 18ο διαμέρισμα του Παρισιού ο επιθεωρητής Pascal Compain, 38 ετών, πυροβολεί εξ επαφής τον 18χρονο ο οποίος είχε οδηγηθεί στο τμήμα κατηγορούμενος για κλοπή τσιγάρων από ένα ψιλικατζίδικο.

Ο άτυχος νεαρός ήταν δεμένος με χειροπέδες. Ο Compain είπε ότι πυροβόλησε κατά λάθος, ενώ προσπαθούσε να τον εκφοβίσει για να αποσπάσει την ομολογία του. Το Κακουργιοδικείο του Παρισιού καταδίκασε τον Pascal Compain στις 15 Φεβρουαρίου 1996 σε φυλάκιση 8 ετών.

Μετά τη δολοφονία του M’Bowolé καιγόταν το Παρίσι για τρία μερόνυχτα, όπως γίνεται και αυτές τις ημέρες μετά τη δολοφονία του 17χρονου Ναέλ.

Open Image Modal
Pool MERILLON/TURPIN via Getty Images

Οι λεηλασίες και οι συγκρούσεις μεταξύ συμμοριών και αστυνομικών δυνάμεων στην καρδιά του Παρισιού, ενέπνευσαν τον Mathieu Kassovitz, 29 ετών τότε, για το σενάριο της ταινία του «La Haine», που κυκλοφόρησε το 1995.

Η ταινία «έσκασε σαν βόμβα» στο Φεστιβάλ Καννών του 1995, χαρίζοντας στον νεαρό σκηνοθέτη το Βραβείο Σκηνοθεσίας, ενώ ο πολιτισμικός του αντίκτυπος στη Γαλλία ήταν τόσο ισχυρός που οδήγησε τον τότε πρωθυπουργό της χώρας, Αλέν Ζιπέ, να οργανώσει ειδική προβολή της ταινίας για το υπουργικό συμβούλιο, με την παρουσία όλων να κρίνεται υποχρεωτική.

Jusqu’ici tout va bien… («Ως εδώ, όλα καλά…»)

Η Πρωτεύουσα της Γαλλίας, το Παρίσι, γνωστό και ως η Πόλη του φωτός (Ville lumière) έχει δυο όψεις: Από τη μια αυτό της πολυτέλειας - με τον Πύργο του Άιφελ, την Αψίδα του Θριάμβου, τη Σακρέ Κερ, τη Μονμάρτρη, την Παναγία των Παρισίων, το μνημείο της Βαστίλλης, την Πλατεία Βαντόμ, την Πλας ντε Βοζ, τα μουσεία του Λούβρου, του Ορσέ, του Πικάσο, το μουσείο του Ροντέν, το Μπωμπούρ με εκθέματα σύγχρονης τέχνης, το πανεπιστήμιο της Σορβόνης, καθώς και το παλάτι των Βερσαλλιών λίγα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι – από την άλλη της εξαθλίωσης καθώς λίγα χιλιόμετρα μακριά βρίσκονται τα εργατικά προάστια.

Αυτό που χωρίζει τους δύο αυτούς κόσμους είναι ο περιφερειακός του Παρισιούπολυπολιτισμικότητα αλά γαλλικά σε προάστια από το Σεν Ντενί, το Μπομπινί δεν είναι τόσο γοητευτική.

Οι κάτοικοι αυτών των περιοχών είναι ως ως επί το πλείστον μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς σε ποσοστό λίγο πάνω από το 30%. Πάνω από το 40% των κατοίκων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Ένας στους τέσσερις δεν μπορεί να βρει δουλειά ενώ για τους κάτω των 25 ετών το ποσοστό ανεβαίνει στο 50%.

Open Image Modal
Frédéric Soltan via Getty Images

 

Εκεί δημιουργήθηκαν οι περίφημες Γαλλικές εργατικές κατοικίες (HLM), oι οποίες ενώ αρχικά αποτελούσαν εγγύηση κοινωνικής ανόδου προσφέροντας σταθερή στέγη με παροχές, μετατράπηκαν σε παγίδες για τους χιλιάδες μετανάστες που μετείχαν στο μεταπολεμικό θαύμα της γαλλικής ανάπτυξης των 30 ένδοξων χρόνων μεταξύ 1945 και 1975.

Σε αυτά τα προάστια οι κάτοικοι λένε το ίδιο πράγμα: αισθάνονται ότι δεν είναι ίσοι με την υπόλοιπη Γαλλία. Δεν αντιμετωπίζουν μόνο προβλήματα στέγασης, ανεργίας και μετακινήσεων αλλά και τον καθημερινό τους αγώνα κατά των συστημικών ανισοτήτων.

Για αυτούς τους πολίτες η «Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη» του μακρινού 1793, όταν και η ιδιοκτησία ανακηρύχθηκε «δικαίωμα απαραβίαστο και ιερό» και διεκδικείται επί ίσοις όροις με αυτό της ελευθερίας, της ασφάλειας και της εργασίας, έχει ξεχαστεί μέσα στο πέρασμα των χρόνων.

Από την ανάγκη στέγασης στη «σαρδελοποίηση»

Όλα ξεκίνησαν με την ανάγκη της Γαλλίας για ανοικοδόμηση μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ο οποίος βρίσκει τη χώρα κυριολεκτικά ισοπεδωμένη.

Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία της εποχής οι βομβαρδισμοί κατέστρεψαν ολοσχερώς 460.000 κατοικίες ενώ 1.600.000 είχαν σοβαρές βλάβες. Άμεσα η χώρα έπρεπε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Δεν έπρεπε απλά να κατασκευαστούν κατοικίες για τους Γάλλους πολίτες, αλλά και για όλους εκείνους τους μετανάστες που πήγαν στη Γαλλία για να εργαστούν.

Οι προϋπάρχουσες αστικές κατοικίες, φυσικά δεν αρκούσαν, ενώ το κράτος ήταν απασχολημένο με τα σχέδια «ανακαίνισης και ωραιοποίησης» των πλούσιων αστικών περιοχών στο κέντρο της πόλης. Η ανεύρεση κατοικίας στη Πρωτεύουσα ήταν αδύνατη για τους μετανάστες με αποτέλεσμα οι νέες εργατικές μάζες να στραφούν στην προάστια.

Για να θέσει λοιπόν, το κράτος, σε εφαρμογή τα πολεοδομικά του σχέδια, ιδρύεται το 1944 το Υπουργείο Ανοικοδόμησης και Πολεοδομίας MRU (Ministère de la Reconstruction et de l’ Urbanisme), η Εθνική Υπηρεσία Κατοικίας (ServiceNational du logement), και το Εθνικό Συμβούλιο Αρχιτεκτονικής (Conseil National d’ Architecture).

Στη δικαιοδοσία των τριών αυτών οργανισμών, μεταξύ άλλων, είναι και ο σχεδιασμός της πολεοδομικής επέμβασης, η υλοποίηση πειραματικών μοντέλων κατοίκησης, η άσκηση πίεσης στις βιομηχανίες για φθηνότερα και ποιοτικά υλικά κατασκευής, η επέμβαση στις τιμές αγοράς και ενοικίασης των νέων κατοικιών στις γαλλικές μεγαλουπόλεις ( Παρίσι, Μασσαλία, Λυών, Λίλ κ.α).

Έξι χρόνια αργότερα, το 1950 βλέπουμε να ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια τα περίφημα HLM, «κατοικίες χαμηλού ενοικίου» οι οποίες διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην παραγωγή κοινωνικής κατοικίας και στην απορρόφηση «ευαίσθητων» πληθυσμών». Η δεκαετία του ’70 ήταν η περίοδος της μαζικότερης κατασκευής κατοικιών HLM, στη λογική των μεγάλων συγκροτημάτων, που απευθύνονταν κυρίως σε πολυμελείς οικογένειες μισθωτών και εργατών, με χαμηλό εισόδημα.

Στα προάστια αυτά λοιπόν της πρωτεύουσας και των άλλων πόλεων αρχίζει και γεννιέται ο Γαλλικός Ισλαμισμός. Εκείνη την περίοδο άρχισαν να παρατηρούνται δειλά δειλά οι πρώτες αξιακές συγκρούσεις καθώς ο ισλαμισμός έρχεται σε σύγκρουση με την κουλτούρα και τις Αρχές της Γαλλικής Δημοκρατίας η οποία εκφράζεται μέσα από την αρχή της λαϊκότητας (laïcité) δηλαδή το διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, όπου το Κράτος δεν ασκεί καμία θρησκευτική εξουσία πάνω στην Εκκλησία και οι Εκκλησίες δεν έχουν καμία πολιτική εξουσία. Η αρχή της λαϊκότητας αποτελεί θεμέλιο λίθο του σύγχρονου γαλλικού κράτους.

Εμπνευστής του αρχής της λαϊκότητας είναι ο πρώτος πρόεδρός της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, Στρατηγός Σαρλ Ντε Γκώλ. Όλες αυτές οι ιδέες αποτυπώθηκαν στο Σύνταγμα του 1958.

Στο κείμενο του Συντάγματος ενσωματώνονται η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 αλλά και το Προοίμιο του Συντάγματος του 1946, διαμορφώνοντας ένα πραγματικό χάρτη των ατομικών ελευθεριών . Σ΄ αυτό αναλύεται και το μνημειώδες τρίπτυχο «ελευθερία ισότητα- αδελφοσύνη» (liberte-egalite-fraternite).

Το Σύνταγμα αποτελεί μια ασπίδα ανεξιθρησκίας. Τηρεί ίσες αποστάσεις από όλες τις θρησκείες, δίνοντας έμφαση στον κοσμικό ή λαϊκό χαρακτήρα της Δημοκρατίας, αναφέροντας ότι: «Η Γαλλία είναι Πολιτεία αδιαίρετη, κοσμική, δημοκρατική και κοινωνική. Διασφαλίζει την ισότητα έναντι όλων των πολιτών χωρίς διάκριση καταγωγής, φυλής ή θρησκεύματος. Σέβεται όλες τις πεποιθήσεις».

Γιατί όμως υπάρχει ισλαμοφοβία στη Γαλλία; Τί είναι αυτό που έκανε περισσότερους από 6 εκατομμύρια μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς να νιώθουν παρείσακτοι; Γιατί ορισμένοι από αυτούς έχουν ασπαστεί λάβει μέρος σε τρομοκρατικές επιθέσεις; Για να το εξετάσουμε αυτό οφείλουμε να κάνουμε με ιστορική αναδρομή.

 

 

Οικονομική ανάπτυξη με φτηνά εργατικά χέρια «β′ διαλογής» 

Η Γαλλία ως αποικιακή χώρα, είχε γίνει από νωρίς χώρα υποδοχής Αλγερινών - απετέλεσε γαλλικό έδαφος, γαλλική περιφέρεια μέχρι την ανεξαρτησία της το 1962 – αλλά και Μαροκινών και Τυνήσιων, κάτοικοι που στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι μουσουλμάνοι.

Αυτό το έμψυχο δυναμικό «β διαλογής» η Γαλλία το χρειάστηκε κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου χιλιάδες μουσουλμάνοι από τις αποικίες στρατολογήθηκαν για τις ανάγκες του στρατού και της αντίστασης. Μετά τον πόλεμο και ειδικότερα τις δεκαετίες του 1950 και 1960 αυτοί οι μετανάστες συνέβαλαν με τα φτηνά εργατικά τους χέρια στην εξαιρετική οικονομική ανάπτυξη της χώρας.

Αυτή την 20ετία οι αφίξεις αυξάνονται δραματικά και διατηρήθηκαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ώσπου προέκυψε η πετρελαϊκή κρίση του 1973 η οποία είχε αρνητικές επιδράσεις στην γαλλική οικονομία και ανέκοψε το κύμα της μετανάστευσης λόγω πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού και υψηλής γεννητικότητας.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της εποχής, ήδη από την δεκαετία του 1950 ο αριθμός τους ξεπερνούσε τις 500.000 με αυξητικές τάσεις έως την κρίση του πετρελαίου. Την εποχή αυτή εκτιμάται ότι υπήρχαν περίπου 3 εκατομμύρια μετανάστες με την συντριπτική πλειοψηφία να είναι Αλγερινοί, Τυνήσιοι και Μαροκινοί. Ο στόχος της πλειοψηφίας των μεταναστών ήταν να μετακινήθηκαν προσωρινά στη Γαλλία, αφού πρόθεσή τους ήταν να επιστρέψουν στα πατρίδες τους, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα.

Ποια είναι όμως τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτούς τους μετανάστες και γιατί η πολιτεία αναγκάστηκε κάποια στιγμή να λάβει μέτρα σε σχέση με την μεταναστευτική της πολιτική;

Το βασικό στοιχείο αυτών των εργαζομένων ήταν ότι ήταν ανειδίκευτοί. Επίσης έφυγαν από τις πατρίδες τους και τις οικογένειές τους με σκοπό να ανασάνουν οικονομικά, αφού οι εργασιακές συνθήκες εκεί ήταν άσχημες. Δεν είχαν ιδιαίτερες απαιτήσεις, έμεναν σε φτωχικές και υποβαθμισμένες συνοικίες, χωρίς συνδικαλιστικές ελευθερίες (κάτι που οι Γάλλοι το είχαν σε υπερθετικό βαθμό μιας και το Συνδικαλιστικό κίνημα στη Γαλλία είναι πολύ ισχυρό).

Τα διογκούμενα οικονομικά προβλήματα μετά τη πετρελαϊκή κρίση του 1973 και η πίεση (ακροδεξιάς Λεπενικής ρητορικής) από μερίδας της κοινωνίας, ώθησαν την πολιτεία σε λήψη μέτρων σε σχέση με την μεταναστευτική της πολιτική. Τα μέτρα αυτά αποτυπώνονται στο νομοθετικό πλαίσιο, με αυστηρές ποινές σε όσους δεν εφάρμοζαν το νόμο.

Δίνεται έμφαση στην μείωση των μεταναστευτικών ροών και κυρίως κινήτρων για την επιστροφή των μεταναστών πίσω στις πατρίδες τους, μέσω προγραμμάτων εκπαίδευσης των μεταναστών με στόχο την επαγγελματική επανένταξη στις πατρίδες τους και θεσπίζεται η λεγόμενη «βοήθεια για την επιστροφή», προσφέροντας ένα σημαντικό χρηματικό ποσό για να επιστρέψουν στις χώρες τους. Το μόνο ευνοϊκό στοιχείο που έδινε ο νόμος, ήταν η δυνατότητα της οικογενειακής επανένωσης, με πολλές προϋποθέσεις, γεγονός που οδήγησε οικογένειες μουσουλμάνων να μετακινούνται προς την Γαλλία.

Οι πολιτικές αυτές βέβαια δεν έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Η επιστροφή για τους μουσουλμάνους μετανάστες -Αλγερινούς, Τυνησίου και Μαροκινούς- δεν είναι επιλογή αφού η κατάσταση στις χώρες τους ουδόλως είχε βελτιωθεί ώστε να αποτελέσει εναλλακτική λύση, από την χώρα που ζούσαν τώρα.

Πολλοί από αυτούς μάλιστα είχαν φέρει και τις οικογένειές τους στη Γαλλία, στο πλαίσιο της οικογενειακής επανένωσης, αφομοίωσαν τον πολιτισμό της στο μέτρο του δυνατού και έχουν γεννήσει παιδιά, τα οποία είναι απόγονοι μουσουλμάνων μεταναστών, αλλά δεν έχουν γνωρίσει άλλη πατρίδα πέραν της Γαλλίας.