Η διαχείριση της ενεργειακής µετάβασης είναι ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήµατα σε ευρωπαϊκό και παγκόσµιο επίπεδο και πρόκειται να καθορίσει πολλές από τις ισορροπίες στον πλανήτη τα επόµενα χρόνια.
Στο εσωτερικό της Γηραιάς Ηπείρου, η οποία «τραβά το κουπί» της ενεργειακής µετάβασης σε πλανητικό επίπεδο, υπάρχουν δύο διαφορετικές τάσεις ως προς το τι µπορεί να θεωρηθεί «πράσινο» ενόψει της νέας εποχής, µε τις Γαλλία και Γερµανία να ηγούνται αυτών.
Οι δύο χώρες έχουν εκ διαµέτρου αντίθετες απόψεις στον χαρακτηρισµό ή όχι της πυρηνικής ενέργειας ως «πράσινης», µε τη Γερµανία να έχει προχωρήσει εδώ και χρόνια στο κλείσιµο των πυρηνικών της εργοστασίων και την άδεια των τελευταίων τριών εργοστασίων της να λήγει στο τέλος του έτους. Από την άλλη µεριά, η Γαλλία έχει διαµορφώσει το δικό της σχέδιο για την αντικατάσταση των παλιών µεγάλων πυρηνικών της εργοστασίων από µικρότερα νέας γενιάς.
Η Κοµισιόν κατέθεσε πρόταση µε την οποία συγκαταλέγει την πυρηνική ενέργεια στη λίστα µε τις «πράσινες» µορφές παραγωγής ενέργειας, έστω και υπό πολύ συγκεκριµένες προϋποθέσεις. Κι αν αυτό είχε προαναγγελθεί από καιρό τόσο από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν όσο κι από άλλα κορυφαία στελέχη της ΕΕ ως µία συγκαταβατική λύση, η πρόταση προκάλεσε την οργή της νέας γερµανικής κυβέρνησης.
Η υπουργός Ανάπτυξης της Γερµανίας (αλλά και υπουργός Περιβάλλοντος στην προηγούµενη κυβέρνηση) Σβένγια Σούλτσε (SPD) έσπευσε να χαρακτηρίσει την πρόταση λανθασµένη, υπογραµµίζοντας πως η πυρηνική ενέργεια είναι «πολύ επικίνδυνη, ακριβή και αργή». Στον ίδιο τόνο εκφράστηκε και ο Ρόµπερτ Χάµπεκ, υπουργός Οικονοµίας και Κλίµατος και αντικαγκελάριος, ο οποίος εξέφρασε και την απορία του για το πόσο αποδεκτή θα είναι αυτή η ταξινόµηση από τις αγορές.
Αυτό είναι και το όλο νόηµα της ταξινόµησης. Η πρόταση της Κοµισιόν λειτουργεί ως δείκτης προς τις εταιρείες, τους επενδυτές και τους φορείς χάραξης πολιτικής για το ποιες µορφές παραγωγής ενέργειας µπορούν να χαρακτηριστούν περιβαλλοντικά βιώσιµες στη νέα εποχή και έχουν ως εκ τούτου επενδυτική αξία.
Γιατί όµως η πυρηνική ενέργεια βρίσκει τόσο πολλές αντιστάσεις, ενώ οι εκποµπές άνθρακα είναι σχεδόν µηδενικές σε αυτήν;
Εκτός από τον προφανή κίνδυνο των ατυχηµάτων, όπως στη Φουκουσίµα και στο Τσερνόµπιλ, η πυρηνική ενέργεια συνδέεται µε µεγάλα κόστη, είναι «αργή» και η αποθήκευση των αποβλήτων ενέχει κινδύνους. Τόσο η κατασκευή όσο και η αποσυναρµολόγηση ενός πυρηνικού εργοστασίου είναι χρονοβόρες διαδικασίες.
Όπως σηµειώνει ο Μίχαελ Σνάιντερ: «Η γαλλική κυβέρνηση υποθέτει ότι, αν όλα πάνε καλά, το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο νέου τύπου θα τεθεί σε λειτουργία το 2039», και συνεχίζει λέγοντας, «όταν µιλάµε για κλιµατική ανάγκη εννοούµε τη δεκαετία του ’20». Πράγµατι, µε τους στόχους που έχει θέσει η Ε.Ε. για το 2050, η πυρηνική ενέργεια ίσως αποδειχτεί µία πολύ χρονοβόρα λύση.
Παρ’ όλα αυτά, ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν φαίνεται να προχωρά στο σχέδιο για περισσότερα, µικρότερα πυρηνικά εργοστάσια, τα οποία θα θυσιάζουν την ποσότητα παραγωγής ενέργειας µε αντάλλαγµα την ασφάλεια και τη φιλικότητα προς το περιβάλλον. Η επιτυχία του εγχειρήµατος θα κριθεί στο πόσο αποτελεσµατικά θ’ αποδειχθούν στους άξονες της ασφάλειας, της µεταφοράς ενέργειας, της αποσυναρµολόγησης και της αποθήκευσης των αποβλήτων.
Οι διαφωνίες δεν περιορίζονται όµως µόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η γερµανική κυβέρνηση µπορεί να κρατάει ενιαία στάση στο θέµα της πυρηνικής ενέργειας, φαίνεται όµως να είναι διαιρεµένη στο εσωτερικό της ως προς την ταξινόµηση του φυσικού αερίου.
Άλλωστε, η πρόταση της Κοµισιόν συµπεριλαµβάνει και το φυσικό αέριο στην λίστα των βιώσιµων ενεργειακών επενδύσεων, έστω και υπό τον αστερίσκο του µεταβατικού καυσίµου.
Ο Κρίστιαν Λίντνερ, αρχηγός των Φιλελευθέρων και υπουργός Οικονοµικών της Γερµανίας χαιρέτισε την προσθήκη αυτή. Τόνισε µάλιστα πως η Γερµανία έχει ανάγκη ως µεταβατική λύση τα σύγχρονα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν µε φυσικό αέριο, τα οποία στη συνέχεια θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν για την καύση υδρογόνου. Στο ίδιο κλίµα κινούνται λίγο πολύ και οι Σοσιαλδηµοκράτες.
Στον αντίποδα, ο Χάµπεκ εξέφρασε τις αµφιβολίες του και για το φυσικό αέριο, τονίζοντας τη γρήγορη ανάγκη για την αντικατάστασή του από το «πράσινο» υδρογόνο. Η παραπάνω διαφωνία στον κυβερνητικό συνασπισµό είχε διαφανεί ήδη µήνες πριν, µε τους Πράσινους να µην καταφέρνουν να συµπεριλάβουν την «καταδίκη» του φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας στην προγραµµατική συµφωνία.
Όσον αφορά την πρόταση της Κοµισιόν στις χώρες της ΕΕ, δόθηκε διορία µέχρι τις 21/01 ώστε να καταθέσουν τα σχόλια τους για το προσχέδιό της. Ενδεχόµενη ανατροπή της δεν φαντάζει όµως δυνατή. Αυτή µπορεί να πραγµατοποιηθεί µε δύο τρόπους, είτε µε ενισχυµένη πλειοψηφία των κρατών µελών, όπου απαιτούνται 20 ψήφοι από τα 27 κράτη µέλη, είτε µέσω πλειοψηφίας στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο (50% +1 ψήφος). Μαζί µε τη Γερµανία έχουν ταχθεί χώρες όπως η Αυστρία, το Λουξεµβούργο, η Δανία και η Πορτογαλία, χώρες οι οποίες σίγουρα δεν αρκούν για να συµπληρώσουν τον απαιτούµενο αριθµό ευρωβουλευτών.
Η διαχείριση της ενεργειακής µετάβασης είναι ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήµατα σε ευρωπαϊκό και παγκόσµιο επίπεδο και πρόκειται να καθορίσει πολλές από τις ισορροπίες στον πλανήτη τα επόµενα χρόνια. Ήδη φάνηκε αυτό µε µία -άτυπη ακόµη- άλλα πρώτη νίκη του Γάλλου προέδρου έναντι της νέας τρικοµµατικής γερµανικής κυβέρνησης, ενόψει βέβαια και των γαλλικών προεδρικών εκλογών.
Δεν είναι όµως µόνο αυτό. Το θέµα του φυσικού αερίου φαίνεται πως διχάζει και τη νέα γερµανική κυβέρνηση, ενώ συνδέεται άµεσα και µε τον αγωγό Nordstream 2, ένα έργο το οποίο έχουν καταδικάσει οι Πράσινοι, φέρει όµως την υπογραφή των Σοσιαλδηµοκρατών. Μένει να δούµε πώς οι εξελίξεις θα µπορέσουν να επηρεάσουν τις δυναµικές µέσα στην ΕΕ κι αν η νέα γερµανική κυβέρνηση θα µπορέσει να διατηρήσει τη χώρα στο επίπεδο που την παρέλαβε.