Γελάμε με τα μάτια: Πώς η μάσκα άλλαξε τον τρόπο που επικοινωνούμε

Το να φοράμε μάσκα αφαιρεί τα χείλη, τη μύτη και το στόμα από την εξίσωση της επικοινωνίας. Τι αλλάζει και με ποιο τρόπο.
Open Image Modal
finwal via Getty Images
.

 Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, λένε και με τη μάσκα να ακουμπά ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας στο πρόσωπό μας, τα μάτια μας σηκώνουν ένα μεγάλο βάρος σ′ αυτό που αποκαλούμε επικοινωνία με τους γύρω μας. 

Κάποτε μπορούσαμε να χαμογελάσουμε σε έναν γείτονα που είδαμε στον δρόμο ή σε κάποιον που συναντήσαμε σε κάποιο δημόσιο χώρο. Σήμερα αυτό αρχίζει να γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο, μια μάλλον αμήχανη υπόθεση ιδιαίτερα αν κι οι δυο φοράμε μάσκα. Ποια είναι η έκφραση του τμήματος του προσώπου που καλύπτει; Τι σημαίνουν αυτές οι τσακίσεις γύρω από τα μάτια εκείνου που συναντάμε; Είναι στραγγαλισμένος στα προβλήματά του, συνοφρυώνεται, ή ανταποδίδει το χαμόγελό μας.

Κάποιοι επιλέγουν την σωματική επαφή αντί χαιρετισμού από απόσταση. Ακουμπούν τους αγκώνες τους ή αγγίζουν τις γροθιές τους. Ξαφνικά, πρέπει να γίνουμε δημιουργικοί με το πώς αναγνωρίζουμε τους άλλους. Όχι μόνο αυτό, αλλά εργαζόμαστε επίσης πιο σκληρά για να αποκωδικοποιήσουμε τι προσπαθούν να μας μεταδώσουν οι άνθρωποι.

“Ποιες είναι οι προκλήσεις; Η μύτη και το στόμα, παράλληλα με τα μάτια, αποτυπώνουν την πλήρη εικόνα των συναισθημάτων που βιώνουμε και μεταδίδουμε οπτικά: Ευτυχία, θλίψη, αηδία, θυμό. Αν αφαιρέσουμε κάποια απ′ αυτά, ίσως να δυσκολευτούμε να αντιληφθούμε πώς αισθάνεται το άτομο με το οποίο μιλάμε.”

   

«Συνήθως, τα χαρακτηριστικά του προσώπου μας σε συνδυασμό με την ομιλία και άλλες μη λεκτικές χειρονομίες είναι αυτά που μας βοηθούν να επικοινωνούμε με άλλους», λέει η δρ. Σαρλότ Χίλτον, ψυχολόγος και μέλος της Βρετανικής Ψυχολογικής Εταιρείας.

«Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα με τη μάσκα, λοιπόν, είναι ότι δεν λαμβάνουμε όλες τις ενδείξεις του προσώπου όπως θα κάναμε κανονικά, λέει ο καθηγητής Στήβεν Τέιλορ, κλινικός ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά και συγγραφέας του βιβλίου «The Psychology of Pandemics» («Η ψυχολογία των πανδημιών»). «Αυτό καθιστά την επικοινωνία δύσκολη». 

Ποιες είναι οι προκλήσεις; Η μύτη και το στόμα, παράλληλα με τα μάτια, αποτυπώνουν την πλήρη εικόνα των συναισθημάτων που βιώνουμε και μεταδίδουμε οπτικά: Ευτυχία, θλίψη, αηδία, θυμό. Αν αφαιρέσουμε κάποια απ′ αυτά, ίσως να δυσκολευτούμε να αντιληφθούμε πώς αισθάνεται το άτομο με το οποίο μιλάμε. 

 Ενα άλλο ζήτημα είναι ότι στηριζόμαστε σε μεγάλο βαθμό στα στόματα για την ανάγνωση των χειλιών. Αν δεν ακούσουμε τι λέει ένα άτομο, συχνά συμπληρώνουμε τα κενά κοιτάζοντας τα σχήματα που κάνουν τα χείλη του καθώς μιλά. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό για όσους είναι κωφοί. Οι μάσκες μας δυσκολεύουν επίσης να ακούσουμε τι λένε οι συνομιλητές μας, καθώς οι φωνές τους ακούγονται πιο σιγά. Αυτό θέτει πρόσθετες προκλήσεις σε όσους έχουν απώλεια ακοής, ωθώντας προς το σχεδιασμό και την κατασκευή διαφανών μασκών για να το αντιμετωπίσουν.

Ενώ υπάρχουν περιορισμένες μελέτες σχετικά με την χρήση μάσκας προσώπου και τον αντίκτυπο στην επικοινωνία μας, μια μελέτη σε ένα νοσοκομειακό περιβάλλον διαπίστωσε ότι οι ασθενείς θεωρούσαν ότι οι γιατροί που φορούσαν μάσκες προσώπου σε ραντεβού είχαν μικρότερη ενσυναίσθηση (από τα υπόλοιπα μέλη του ιατρικού προσωπικού). 

Αλλά παρ′ όλες τις προκλήσεις και τις αλλαγές μαθαίνουμε να προσαρμοζόμαστε, σύμφωνα με τα λεγόμενα της δρ. Χίλτον. 

Το να φοράμε μάσκα αφαιρεί τα χείλη, τη μύτη και το στόμα από την εξίσωση, αλλά έχουμε ακόμα την ομιλία μας και άλλες χειρονομίες για να στηριχθούμε.

«Κάπως όπως οι άνθρωποι που χάνουν την ακοή τους αρχίζουν να βασίζονται περισσότερο στην ανάγνωση των χειλιών, τώρα οι άνθρωποι βασίζονται περισσότερο στα στοιχεία του προσώπου και στους φωνητικούς τόνους (για να καταλάβουν ο ένας τον άλλο)», λέει ο Στήβεν Τέιλορ. 

Ίσως να μην μπορούμε να δούμε το στόμα ενός ατόμου, αλλά μπορούμε να ”ακούμε” συχνά με τη φωνή του, για παράδειγμα. Εάν είναι χαρούμενο, ο τόνος μπορεί να είναι ελαφρύς, σχεδόν μουσικός, ενώ αν είναι λυπημένο, μπορεί να μιλά πιο αργά ή σε βραδύτερο ρυθμό. 

«Οι άνθρωποι ψάχνουν περισσότερο για ενδείξεις», λέει ο καθηγητής Τέιλορ, «και επειδή οι αντιμετωπίζουν προβλήματα με την ακρόασή τους όταν χρησιμοποιούν μάσκες, μιλούν περισσότερο (και πιο δυνατά). Και, είναι απλώς μια ανεπίσημη παρατήρηση, αλλά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τώρα εν γένει περισσότερο φωνητικές ενδείξεις για να μεταδώσουν το συναίσθημα στους άλλους ανθρώπους». 

“Είναι απλώς μια ανεπίσημη παρατήρηση, αλλά οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τώρα περισσότερο φωνητικές ενδείξεις για να μεταδώσουν το συναίσθημα στους ανθρώπους».”

 

Θα αλλάξει εντελώς η επικοινωνία μας ως εκ τούτου; «Μπορεί να προσαρμόσουμε τον τρόπο που επικοινωνούμε με άλλους ενώ φοράμε μάσκες, αλλά έχουμε επίσης χρόνο να επικοινωνήσουμε με άλλους σε καταστάσεις όπου δεν φοράμε», επισημαίνει η Σαρλότ Χίλτον. «Είναι πιθανό με την πάροδο του χρόνου να μάθουμε να προσαρμόζουμε το στυλ επικοινωνίας μας ενώ φοράμε μάσκα, αλλά (να) διατηρούμε και την ικανότητά μας να επικοινωνούμε με τον ίδιο τρόπο που κάναμε πριν εμφανιστεί αυτό το κάλυμμα στη ζωή μας». 

Ενδεχομένως, θα μάθουμε να εναλλάσσουμε αυτούς τους δυο τρόπους επικοινωνίας. Ωστόσο, μπορεί να μην είναι εύκολο. «Ενώ οι άνθρωποι έχουμε την ικανότητα να είμαστε προσαρμόσιμοι, μπορεί να χρειαστεί χρόνος για να εξοικειωθούμε με νέα πράγματα, όπως το να φοράμε μάσκα ή να βλέπουμε άλλους να φορούν μάσκα», συμπληρώνει η ίδια. 

Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, είναι πιθανό να συνεχίσουμε να προσαρμοζόμαστε και να βρίσκουμε μεθόδους επικοινωνίας με άλλους. «Θα συμφιλιωθούμε με ό,τι καινούργιο και θα επιβιώσουμε». 

ΠΗΓΗ: HuffPost UK