«Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους»

Μύθοι και ιστορίες για το αρχέτυπο της άγριας γυναίκας της Κλαρίσα Πίνκολα Έστες από τις εκδόσεις Κέλευθος.
Open Image Modal
.
.

Ένα βιβλίο που μας κοιτάζει βαθιά στα μάτια έτοιμο να μας οδηγήσει σε κάποια παλιά, χαμένη ελευθερία.

Ζούμε σε μια εποχή όπου τα γυναικεία ζητήματα είναι στο προσκήνιο, μα μερικές φορές τα βλέπουμε να ευτελίζονται απογοητευτικά. Παλεύουμε για το δικαίωμα των γυναικών να μην αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα και βλέπουμε ταυτόχρονα κάποιες διάσημες γυναίκες να αντιμετωπίζονται ως οι φεμινίστριες ηρωίδες της εποχής με κριτήριο απλώς το τι φοράνε (ή δεν φοράνε) σε κάποια φωτογραφία. Κι αυτό ακριβώς είναι το προβληματικό σημείο στο πώς αντιμετωπίζεται η γυναίκα σήμερα. Ενώ καταγγέλει τώρα πια παραβιάσεις και φωνάζει ζητώντας αυτονομία, συνεχίζει να βρίσκεται εγκλωβισμένη στο φαίνεσθαι που πάντα ορίζουν κάποιοι άλλοι. Μέσα σε αυτό το κλίμα και στην αβάσταχτη ειδησεογραφία για τη βία κατά των γυναικών, έρχεται ξαφνικά ένα βιβλίο, που αντιμετωπίζει τη γυναίκα ως φορέα δύναμης, ως ον με δημιουργικές ικανότητες και με δικαίωμα στην αυτοπραγμάτωση και την ελεύθερη ζωή.

Η συγγραφέας του βιβλίου, «Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους» (Εκδόσεις Κέλευθος), η Κλαρίσα Πίνκολα Εστές έρχεται να μας καλέσει σε μια γνωριμία με την ελεύθερη γυναίκα, η ιστορία της οποίας συνδέεται με την άγρια, παλαιότερη ζωή των ανθρώπων. Είναι ψυχαναλύτρια και αφηγήτρια παραμυθιών και χρησιμοποιεί ιστορίες από διάφορους πολιτισμούς και παραμύθια για να μας φέρει σε επαφή με αυτήν την ουσία της γυναικείας υπόστασης, που βρίσκεται τόσο βαθιά κρυμμένη μα και τόσο ζωντανή κάπου μέσα μας. Συγκρίνει την άγρια γυναίκα με τον λύκο, που είναι ένα ζώο που ζει ομαδικά, που ζει με το ένστικτο, που όταν πεινάει αληθινά πολύ γίνεται μανιασμένα άγριο. Όπως και η γυναίκα ανά τους αιώνες, ο λύκος είναι ένα παρεξηγημένο, κυνηγημένο πλάσμα, πάνω στο οποίο προβλήθηκε το κακό που οι άλλοι έφεραν μέσα τους.

Το βιβλίο είναι πολύ μεγάλο, μα το διάβασα με την ευκολία που άκουγα κάποτε τη γιαγιά μου να μου λέει παραμύθια πριν κοιμηθώ. Η συγγραφέας γράφει με τρόπο ταξιδιάρικο, φευγάτο, σε στέλνει πολύ μακριά σε μέρη απόκοσμα, για να σε επαναφέρει λίγο μετά στην πιο υπαρκτή εσωτερική σου πραγματικότητα.

Η ιστορία του Μπλαβογένη είναι η ιστορία ενός καταστροφικού αρσενικού που εκμεταλλεύεται την αφέλεια μιας κοπέλας και την εντυπωσιάζει κάνοντάς την να τον παντρευτεί. Ουσιαστικά όμως περιμένει να την αφανίσει, όπως έκανε με τόσες άλλες. Η συγγραφέας μιλά για το ένστικτο που είναι μέσα μας και γράφει πως πρέπει να το ακούσουμε, όταν ο κίνδυνος είναι κοντά. Η γλυκιά αφέλεια, με την οποία εκπαιδεύονται μερικές φορές τα κορίτσια που αναζητούν τη δύναμή τους σε κάποιον δυνατό άντρα, θα πρέπει να αντικατασταθεί από την εμφύσηση της ιδέας πως έχουν οι ίδιες δύναμη μέσα τους. Οι σημερινές γυναίκες λοιπόν καλούμαστε να μην πιστεύουμε πια σε ψεύτικες υποσχέσεις, να μην ονειρευόμαστε αυτά που δεν είναι για το καλό μας, να μην μπαίνουμε σε καταστάσεις που μας φυλακίζουν, να βρούμε την ελευθερία από το καθετί που θα προσπαθήσει να μας σκοτώσει ψυχικά. Όλα αυτά φυσικά δεν αφορούν μόνο στις σχέσεις μας με τους άντρες. 

«Να καθαρίζουμε τον τρόπο σκέψης μας και να αναθεωρούμε τις αξίες μας τακτικά», γράφει η Εστές για επόμενη ιστορία, εκείνη της Βασιλίσας, του κοριτσιού που καταπονείται από άλλες γυναικείες παρουσίες που τη ζηλεύουν και θέλουν να την εξοντώσουν. Χρειάζεται να διαχωρίζουμε «την αληθινή αγάπη από την ψεύτικη, τη ζωή που θρέφει από τη ζωή που φθείρει». Στο κεφάλαιο που έχει για την ερωτική αγάπη μέσα από την ιστορία ενός ψαρά, που ψάρεψε μια γυναίκα- σκελετό, θα περπατήσουμε στα στάδια της αληθινής αγάπης. Το πρώτο; Ότι θέλεις να το βάλεις στα πόδια. Η αληθινή αγάπη είναι κάτι που μας τρομάζει, γιατί πάνω από όλα μας δείχνει την ατέλεια του δικού μας εαυτού.

Η Εστές γράφει τον πιο όμορφο ορισμό για την αγάπη.

«Για να την ξεμπερδέψεις πρέπει να καταλάβεις ότι αγάπη δεν σημαίνει ούτε ρομαντικές χειρονομίες, ούτε επιτεύγματα. Σημαίνει ότι μέσα στα σκοτάδια της αναγέννησης εσύ νιώθεις περισσότερο κουράγιο παρά φόβο».

Και πάμε στη γυναίκα που νιώθει πως δεν ανήκει πουθενά. Τριγυρνά ανάμεσα σε διάφορους ανθρώπους προσπαθώντας απεγνωσμένα να τους μοιάσει μόνο και μόνο για να νιώσει ξανά και ξανά την ήττα. Πολλές φορές είναι αντιμέτωπη με την απόρριψη της ίδιας, της δικής της μητέρας, που αναγκάζεται να ταχθεί με τους κοινωνικούς κανόνες του συνόλου. Είναι η πασίγνωστη ιστορία του Ασχημόπαπου. Το Ασχημόπαπο θα τριγυρίσει εδώ κι εκεί νιώθοντας ότι «ποτέ δεν είναι και πολύ εντάξει». Και πραγματικά, καμιά γυναίκα σήμερα δεν νιώθει «πολύ εντάξει». Ποτέ δεν είναι αρκετά όμορφη, ούτε αρκετά επιτυχημένη επαγγελματικά, ούτε αρκετά καλή μητέρα, ούτε αρκετά καλή σύζυγος, ούτε αρκετά καλή νοικοκυρά, ούτε αρκετά καλή κόρη. Το αποτέλεσμα; Παγωμένο συναίσθημα, παγωμένη δημιουργικότητα, μας λέει η Εστές. Μα αυτό που καθορίζει τελικά τον κάθε εξόριστο δεν είναι άλλο από το ταξίδι του. Γιατί κάθε ταξίδι μας κάνει να συνεχίζουμε. «Είναι ενδιαφέρον, ότι μια λύκαινα όσο άρρωστη κι αν είναι, ακόμη κι αν είναι στριμωγμένη ή μόνη, φοβισμένη ή αποδυναμωμένη, θα συνεχίσει», μας λέει η Εστές.

Αν τελικά η γυναίκα σταματήσει να ταυτίζεται ολοκληρωτικά με το τραύμα ή τη μοναξιά της, θα βρεθεί κάπου το νερό που θα καθρεφτίσει το αληθινό της πρόσωπο. Θα δει ότι είναι κύκνος και θα βρει το είδος της, την ομάδα με την οποία θα μπορεί να πετάξει. 

Δυστυχώς, δεν μπορώ να γράψω για όλες τις ιστορίες του βιβλίου, μα αξίζει να αναφερθούμε οπωσδήποτε στα Κόκκινα Παπούτσια. Είναι το κορίτσι που του παίρνουν τον αυθεντικό εαυτό, τη δημιουργικότητά του. Θα βρει μια κρυφή χαρά, τα απαγορευμένα κόκκινα παπούτσια, για να καταλήξει τελικά να χορεύει ανεξέλεγκτα και ασταμάτητα, χωρίς να μπορεί να ανασάνει ή να ξεκουραστεί. Στο τέλος θα πρέπει να της κόψουν τα πόδια. Η ιστορία, σύμφωνα με την Εστές, μιλάει με σκληρό τρόπο για τη συναισθηματική πείνα των γυναικών, όταν δεν μπορούν να είναι ο δημιουργικός εαυτός τους, όταν περιορίζονται από κανόνες, στερεότυπα, αυστηρά πλαίσια.  Αναπόφευκτα θα βρουν μια κρυφή χαρά, συνήθως κάποιον εθισμό ή κάτι άλλο απαγορευμένο, που θα οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή. Μα και πάλι η Εστές δεν μας στερεί την ελπίδα. «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, ακόμα και τραυματισμένες, ακόμα και ανήμερες, ακόμα και αιχμάλωτες, είναι να πάρουμε πίσω τη ζωή μας».  

Και για να πάρουμε πίσω τη ζωή μας, πρέπει να μπορούμε να δεχτούμε τον θυμό μας, να τον εκφράζουμε με τρόπο που μας ωφελεί και να τον εμποδίσουμε να κάνει την ύπαρξή μας μια ύπαρξη γεμάτη πίκρα και μνησικακία. «Η οργή μπορεί να γίνει δασκάλα μας» και εμείς πρέπει σιγά-σιγά να αρχίσουμε να σηκώνουμε τα «πέπλα των ψευδαισθήσεων». Έτσι θα μπορούμε να συγχωρέσουμε απομακρυνόμενες ψυχικά από ό,τι μας έχει πονέσει. 

Το  «Γυναίκες που τρέχουν με τους λύκους» είναι για μένα ένα θεραπευτικό βιβλίο, αν είμαστε έτοιμες να θεραπευτούμε. Είναι ένα βιβλίο που δίνει απαντήσεις, αν είμαστε έτοιμες να πάρουμε απαντήσεις. Η θεραπεία και οι απαντήσεις βρίσκονταν πάντα στις ιστορίες που δημιουργούσαν τα ανθρώπινα μυαλά όσο υπάρχει ο πολιτισμός. Μας βρίσκει στη σημερινή εποχή αποκομμένους από τον φαντασιωτικό πλούτο, από τα αληθινά συναισθήματα, από την ικανότητά μας να ονειρευόμαστε, να αγωνιζόμαστε, να προχωράμε. Κυρίως σε μια εποχή στην οποία οι γυναίκες είναι τρομερά αποδυναμωμένες επειδή δεν μπορούν να είναι αληθινά μαζί. Είναι σαφές ότι τριγυρίζουμε χωρίς την αγέλη μας.

«Κι αν δεν είσαι ακριβώς στο ‘’ζήσαν αυτοί καλύτερα’’, σίγουρα βρίσκεσαι στο ‘’μια φορά κι έναν καιρό’’, σε κάτι νέο που σε περιμένει από εδώ και στο εξής»  γράφει αυτή η υπέροχη γυναίκα και σε κοιτάζει στα μάτια σαν ένας λύκος. Σαν ένα άγριο πλάσμα που ήρθε από το πολύ μακρινό παρελθόν για να σε καθοδηγήσει μακριά από το καθετί ψεύτικο, μακριά από όλα αυτά που έχεις τόσο βαρεθεί να σου πουλάνε.