Η πανδημία του κορονοϊού έχει προκαλέσει πολλές αλλαγές σε πολύ διαφορετικά επίπεδα. Πέρα, λοιπόν, από την αμιγώς υγειονομική κρίση, την οποία βίωσε και συνεχίζει να βιώνει ο πλανήτης, η ανθρωπότητα βρίσκεται προ των πυλών μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης, μιας κρίσης που ίσως αγγίξει την ένταση της οικονομικής κρίσης του 1929, η οποία εξελίχθηκε κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου ίσως στην βαθύτερη οικονομική ύφεση που έχει βιώσει η ανθρωπότητα έως και σήμερα.
Όπως και τότε, έτσι και τώρα η οικονομική αυτή κρίση θα προκαλέσει (τουλάχιστον στην πλειονότητα των κρατών) με την σειρά της πολιτική και κοινωνική κρίση. Πολιτική, διότι ήδη η δημοκρατία σε πολλά κράτη δοκιμάζεται, καθώς δεν είναι λίγα τα κράτη που χρησιμοποιούν την πανδημία σαν πρόσχημα για να εφαρμόσουν την κρυφή απολυταρχική τους ατζέντα -χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Ουγγαρία, η οποία αδρανοποίησε τον ρόλο του κοινοβουλίου μετατρέποντας το καθεστώς όλο και λιγότερο σε δημοκρατικό. Κοινωνική, διότι άνθρωποι θα βρεθούν χωρίς δουλειά, καθώς η ανεργία θα φτάσει στα ύψη, με αποτέλεσμα μεγάλη μερίδα της κοινωνίας να μην είναι σε θέση να καλύψει ούτε τις βασικές της ανάγκες.
Πέραν όμως από αυτά, αλλά πέρα και από τις τεράστιες αλλαγές που έχει προκαλέσει στην καθημερινότητά μας και στην ανθρώπινη συμπεριφορά, η πανδημία του κορονοϊού αποτελεί μια από τις βασικότερες αιτίες για μεγάλες γεωπολιτικές εξελίξεις και αλλαγές στο σύγχρονο διεθνές σύστημα.
Έχει παρατηρηθεί πως η πανδημία αυτή αποτελεί την πρώτη παγκόσμια κρίση μετά το 1945, όπου οι ΗΠΑ δεν αναλαμβάνουν τον ηγετικό ρόλο της παγκόσμιας προσπάθειας καταπολέμησής της. Είναι, λοιπόν, η πρώτη φορά, που οι ΗΠΑ δείχνουν σημάδια απομονωτισμού και εσωστρέφειας, συμπεριφορά που δεν αρμόζει σε μια μεγάλη δύναμη. Η συμπεριφορά αυτή των ΗΠΑ άφησε ένα κενό, το οποίο η Κίνα προσπάθησε να το μετατρέψει σε παράθυρο ευκαιρίας για να πάρει την σκυτάλη από τις ΗΠΑ και να ηγηθεί αυτή της προσπάθειας κατά της πανδημίας. Η Κίνα, όντας το κράτος που σημειώνει ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, έχει κατορθώσει να αποτελεί το νούμερο δύο του σύγχρονου διεθνούς συστήματος, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την οικονομία. Η προσπάθεια της Κίνας επικεντρώνεται στην σταδιακή μετατροπή της οικονομικής της ισχύος σε πολιτική επιρροή. Ήδη από το 2013 έχει ξεκινήσει η προσπάθεια αυτή να περνάει από την θεωρία στην πράξη, μετά την εγκαθίδρυση του Belt & Road Initiative. Η πανδημία αποτέλεσε, λοιπόν, μία ακόμη ευκαιρία για την Κίνα να διεισδύσει σε περισσότερα κράτη έχοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της την Ευρώπη.
Παράλληλα, η ηγετική αυτή προσπάθεια της Κίνας για την αντιμετώπιση της πανδημίας βρήκε την αμέριστη υποστήριξη της Ρωσίας. Τα δύο αυτά κράτη συνασπίστηκαν κάτω από το αφήγημα ότι τα κράτη με απολυταρχικό καθεστώς είχαν και συνεχίζουν να έχουν πολύ καλύτερη και αποτελεσματικότερη αντίδραση στην πανδημία σε σχέση με τα δημοκρατικά κράτη. Ξεκίνησε, λοιπόν, μια καμπάνια παραπληροφόρησης και διασποράς fake news με σκοπό, αφενός να αποδειχθεί η λειτουργικότητα των καθεστώτων αυτών, και αφετέρου να διαρρηχθεί η ενότητα στην ΕΕ. Έτσι, λοιπόν, έχοντας από την μία μεριά την στροφή στον απομονωτισμό από την κυβέρνηση Τράμπ και από την άλλη την σχετικά αργή αντίδραση της ΕΕ στην πανδημία, κυρίως λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών που απαιτούνται για να ληφθεί μια απόφαση, αλλά και την μη ύπαρξη κοινής γραμμής από τα κράτη-μέλη, οδήγησαν την Κίνα και δευτερευόντως την Ρωσία να προβούν στο χτίσιμο μιας εικόνας κράτους που βρίσκεται σε θέσει να προβάλει ισχύ πλανητικά και άρα στο χτίσιμο ενός brand name μεγάλης δύναμης -ιδίως σε ό,τι αφορά την Κίνας.
Κίνα
Όπως, λοιπόν, αναφέρθηκε, η Κίνα ήταν αυτή που, εν μέσω της πανδημίας, μετέτρεψε την απουσία των ΗΠΑ σε ευκαιρία για να ηγηθεί η ίδια την προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης. Συγκεκριμένα, η Κίνα, τόσο μέσω οικονομικής υποστήριξης, όσο και μέσω παροχής φαρμακευτικών προμηθειών και ιατρικού προσωπικού, προσπάθησε να εξάγει πολιτική επιρροή. Έγινε, δηλαδή μια προσπάθεια αναβάθμισης των γεωπολιτικών συμφερόντων της Κίνας, η οποία προσπάθησε μέσω της διπλωματίας (health diplomacy) να εκμεταλλευτεί την παγκόσμια πανδημία.
Παράλληλα με αυτές τις μεθόδους, η Κίνα ξεκίνησε μια τεράστια καμπάνια παραπληροφόρησης και διασποράς fake news, η οποία είχε διττό στόχο: α) να πείσει την διεθνή κοινότητα ότι το απολυταρχικό καθεστώς της Κίνας είναι πιο αποτελεσματικό για την αντιμετώπιση παγκόσμιων κρίσεων και β) να προκαλέσει πολιτική αστάθεια εντός των κόλπων της ΕΕ, ούτως ώστε να δημιουργήσει έφορο έδαφος για την διείσδυση της ίδιας της Κίνας στην περιοχή. Για τον λόγο αυτό, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι καμπάνιες παραπληροφόρησης προέρχονταν από κυβερνητικά στελέχη και από κρατικούς φορείς. Επιπρόσθετα, χρησιμοποίησε αντιπροσώπους της εντός της ΕΕ, για να εξάγει θεωρίες συνομωσίας, ενώ παράλληλα απέκρυψε σημαντικές πληροφορίες για το πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί η κρίση.
Τόσο η ανθρωπιστική της βοήθεια, όσο και οι εκστρατείες παραπληροφόρησης επικεντρώθηκαν κυρίως στην ΕΕ (κυρίως Ιταλία και Ισπανία), στα Δυτικά Βαλκάνια (κυρίως στη Σερβία), στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες (Ουκρανία, Μολδαβία), στην Λατινική Αμερική και στην Αφρική (ιδίως μέσω της κινεζικής πολυεθνικής εταιρείας Alibaba).
Οι ενέργειες αυτές της Κίνας, είχαν και θετικό και αρνητικό αντίκτυπο. Στα θετικά συμπεριλαμβάνεται το γεγονός πως μετά την πανδημία, η Κίνα θα έχει ακόμη ισχυρότερη οικονομική παρουσία,, διότι πολλά κράτη μέλη της ΕΕ θα έχουν μεγάλη ανάγκη για επενδύσεις. Επιπλέον, η Κίνα, μέσω των ενεργειών της αυτών ενέτεινε ακόμη περισσότερο την εικόνα αναξιοπιστίας των ΗΠΑ που είχαν ήδη δημιουργήσει οι ίδιες, ενώ αναβάθμισε την δική της εικόνα, την θέση και τον ρόλο της, τόσο σε ορισμένα κράτη και περιφέρειες, όσο και στους διεθνείς οργανισμούς.
Παρόλα αυτά, η Κίνα φάνηκε ανέτοιμη να μπορέσει να ηγηθεί σε μια προσπάθεια αντιμετώπισης της παγκόσμιας κρίσης, αφενός διότι κατηγορήθηκε πως ο ιατροφαρμακευτικός εξοπλισμός που έστειλε ήταν αναποτελεσματικός και αναξιόπιστος (πχ μάσκες, γάντια κτλ.), και αφετέρου διότι μέρος του ιατρικού προσωπικού δεν ήταν ειδικευμένο στην αντιμετώπιση του ιού. Επιπλέον, πολύ σύντομα, ως απάντηση στις εκστρατείες παραπληροφόρησης της Κίνας (και της Ρωσίας), τόσο η ΕΕ, όσο και οι ΗΠΑ ξεκίνησαν εκστρατείες αποκάλυψης των μεθόδων και των βαθύτερων κινήτρων της Κίνας, πίσω από την βοήθεια που προσέφερε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πληγεί σε μεγάλο βαθμό η εικόνα της Κίνας και οι σχέσεις μεταξύ ΕΕ και Κίνας να γίνουν χειρότερες από ό,τι ήταν πριν την περίοδο της πανδημίας. Με άλλα λόγια, η πολύ θετική εικόνα που παρουσίασε η Κίνα στην αρχή της πανδημίας, εν τέλει της γύρισε boomerang καθώς δεν κατάφερε να αξιοποιήσει σωστά τον χώρο που βρήκε για να κινηθεί, με αποτέλεσμα το παράθυρο ευκαιρίας για την Κίνα να μετατραπεί σε παράθυρο τρωτότητας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εικόνα της στη Ευρώπη.
Ρωσία
Η Ρωσία κινήθηκε με την σειρά της στο ίδιο μήκος κύματος με την Κίνα, καθώς αυτά τα δύο κράτη αποτέλεσαν τον απολυταρχικό άξονα, ο οποίος εναντιώθηκε στον δημοκρατικό (ΗΠΑ και ΕΕ), κατά την διάρκεια της πανδημίας.
Και η Ρωσία, λοιπόν, χρησιμοποίησε ίδιες μεθόδους με την Κίνα, ήτοι ανθρωπιστική βοήθεια, εκστρατείες παραπληροφόρησης και αντιπροσώπους (ρωσόφωνες μειονότητες και ακροδεξιές δυνάμεις) εντός των κόλπων της ΕΕ, ούτως ώστε να διασπαρθούν τα fake news ακόμη πιο αποτελεσματικά. Το βασικό αφήγημα της Ρωσίας, ήταν ίδιο με αυτό της Κίνας, δηλαδή ότι τα αυταρχικά καθεστώτα είναι αυτά που ανταποκρίθηκαν πιο αποτελεσματικά στην κρίση και όχι οι φιλελεύθερες δημοκρατίες και ότι το πιο επιτυχημένο μοντέλο οργάνωσης και διακυβέρνησης ενός κράτους είναι το αυταρχικό.
Οι περιοχές στις οποίες επικεντρώθηκε η Ρωσία, ήταν η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η Σερβία, οι Πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, το Εκουαδόρ και η Αφρική. Αξίζει να σημειωθεί η ανθρωπιστική βοήθεια που προσέφερε η Ρωσία στην Ιταλία. Η ανθρωπιστική βοήθεια στην Ιταλία ονομάστηκε «Από την Ρωσία με Αγάπη». Η Ρωσία έστειλε εξοπλισμό και ιατρικό προσωπικό για την καταπολέμηση της πανδημίας. Ωστόσο, πολύ γρήγορα, η ενέργεια αυτή κατηγορήθηκε και στηλιτεύτηκε από την Ιταλία και τα Ιταλικά μέσα, αφενός διότι τα εφόδια ήταν τελείως αναξιόπιστα και αφετέρου διότι οι απεσταλμένοι ειδικοί δεν ήταν όλοι γιατροί, αλλά Ρώσοι κατάσκοποι.
Η Ρωσία με τις κινήσεις αυτές προσπάθησε να αντιστρέψει την εικόνα του κράτος που είναι μόνιμα εξαρτημένο από την Δύση. Παράλληλα, επιδίωξε να μειώσει τις κυρώσεις που της έχουν επιβληθεί, κυρίως από την Δύση, και να διαβρώσει τον διεθνή απομονωτισμό που υφίσταται μέσω της παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας πλανητικά. Στα θετικά των ενεργειών της συγκαταλέγονται επίσης η ενδυνάμωση των σχέσεων της με την Κίνα, παρά την ένταση που υπήρχε μέχρι τα τέλη Ιανουάριου και η περιορισμένη πολιτική επιρροή που άσκησε στην Ανατολική Ευρώπη (Λευκορωσία) και στα Δυτικά Βαλκάνια (Σερβία).
Παρόλα αυτά, όπως και η Κίνα, έτσι και η Ρωσία, κατηγορήθηκε για την αναποτελεσματικότητα των προμηθειών και του προσωπικού που έστειλε, καθώς επίσης και για τις εκστρατείες παραπληροφόρησης που εν τέλει γύρισαν boomerang μετά την αντίδραση της Δύσης. Τέλος, η εν τέλει αναποτελεσματική διαχείριση της Ρωσίας -όπως αποδείχθηκε- αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί βασικό αίτιο για πολιτική αστάθεια στη Ρωσία, καθώς ο Πούτιν βλέπει για πρώτη φορά την εικόνα του να πλήττεται, γεγονός που έχει προκαλέσει αναβρασμό στους κόλπους της ρωσικής κοινωνίας. Μάλιστα, η πανδημία, έθεσε εμπόδιο στα σχέδια του Πούτιν, καθώς καθυστέρησε την αναθεώρηση του συντάγματος που θα του επιτρέψει να παραμείνει στην εξουσία και μετά το 2024 και συγκεκριμένα μέχρι το 2036.
Ηνωμένες Πολιτείες
Οι Ηνωμένες Πολιτείες για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ηγούνται μιας προσπάθειας καταπολέμησης μιας παγκόσμιας κρίσης, γεγονός που προκαλεί πολύ σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί πως αυτό δεν οφείλεται σε καμία περίπτωση στις περιορισμένες δυνατότητες των ΗΠΑ, καθώς συνεχίζουν να είναι το κράτος με την μεγαλύτερη ισχύ, στρατιωτική και οικονομική, καθώς επίσης και το κράτος που ασκεί την περισσότερη πολιτική επιρροή ανά τον κόσμο. Αντιθέτως, η στάση τους αυτή, οφείλεται κυρίως στην πολιτική απομονωτισμού και εσωστρέφειας που έχει επιλέξει ο Τραμπ, γεγονός που ζημιώνει σε πολλά επίπεδα τις ΗΠΑ.
Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με την πανδημία, οι ΗΠΑ προέβαλαν μια εικόνα αποδιοργάνωσης, καθώς φάνηκε πως η αντίδρασή της στην πανδημία δεν μπορούσε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Μάλιστα, η αντίδραση της επικρίθηκε σφόδρα και στο εσωτερικό των ΗΠΑ, αλλά και διεθνώς. Ο Τραμπ αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη να ηγηθεί σε αυτήν την παγκόσμια κρίση. Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο, μια συνεργασία με την Κίνα δεν μπορεί να παράγει απόλυτα οφέλη, εφόσον πρόκειται για ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος.
Έτσι, λοιπόν, οι κινήσεις των ΗΠΑ διεθνώς περιορίστηκαν κυρίως σε δηλώσεις ότι η Κίνα, η Ρωσία και το Ιράν αποτελούν τα κράτη που αποτελούν την βασική πηγή παραπληροφόρησης. Ως απάντηση στην παραπληροφόρηση προσπάθησε να ασκήσει πίεση στην Κίνα μέσω μιας εκστρατείας-αντίδρασης που ξεκίνησε. Επιπρόσθετα, οι ΗΠΑ υπονόμευσαν τις σχέσεις τους με όλους τους συμμάχους τους, με αποτέλεσμα να απομονωθούν διεθνώς. Μια ακόμη κίνησή τους ήταν η παρεμπόδιση εύρεσης λύσης σε πολυμερές επίπεδο, καθώς υπονομεύτηκε κάθε προσπάθεια που ξεκίνησε στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών ή σε διεθνή fora, με αποκορύφωμα την διακήρυξη των ΗΠΑ πως θα σταματήσουν την χρηματοδότηση στον ΠΟΫ, λόγω του αδιαφανούς ρόλου του δεύτερου και της ύποπτης σχέσης που ανέπτυξε με την Κίνα στην αρχή της πανδημίας. Τέλος, οι ΗΠΑ παρείχαν περιορισμένη χρηματοδότηση, στο πλαίσιο της ανθρωπιστικής βοήθειας σε πολύ συγκεκριμένες περιοχές της Ασίας με έντονο γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Συγκεκριμένα, οικονομική βοήθεια δόθηκε στο Αφγανιστάν, στην Ινδία, και στην Νοτιοανατολική Ασία, με το συνολικό ποσό της βοήθειας να φτάνει τα $508 εκατομμύρια.
Με άλλα λόγια, η πανδημία επέδρασσε εις βάρους των ΗΠΑ κυρίως σε ό,τι αφορά την εικόνα, την φήμη και το κύρος τους διεθνώς.
Ευρωπαϊκή Ένωση
Παρά την ελαφρώς καθυστερημένη αντίδρασή της, η ΕΕ έδειξε πως έχει καλά αντανακλαστικά για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Δεδομένης της απουσίας των ΗΠΑ και του φιάσκου -έτσι όπως εξελίχθηκε τελικά- της βοήθειας της Κίνας, η ΕΕ ανέλαβε ενεργό ρόλο για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.
Πέρα από τις αποφάσεις που λήφθηκαν για τα κράτη μέλη από την ΕΚΤ και από το Συμβούλιο της ΕΕ, αλλά και από την πρόσφατη συμφωνία Μακρόν και Μέρκελ, η ΕΕ προέβη σε αρκετές ενέργειες πέρα από τα σύνορα των κρατών μελών της. Αρχικά ξεκίνησε προσπάθειες για τον σταματημό των εκστρατειών παραπληροφόρησης από πλευράς Κίνας και Ρωσίας.
Δεύτερον, υποστήριξε κάθε απόφαση που πάρθηκε σε πολυμερές επίπεδο, τόσο σε ό,τι αφορά τον ΠΟΫ, τον οποίο και χρηματοδότησε με €114, και σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις που πάρθηκαν στις συναντήσεις των G7 και των G20.
Παράλληλα, ανακοίνωσε πακέτο €15.6 δις για την υποστήριξη κρατών που το έχουν ανάγκη. Σημαντικό επίσης να αναφερθεί πως σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, η ΕΕ συμφώνησε στην ανακούφιση των κυρώσεων σε Ιράν, Συρία και Βενεζουέλα,, καθώς επίσης και σε άλλα κράτη, λόγω των πρωτόγνωρων συνθηκών που προέκυψαν εξαιτίας της πανδημίας. Τέλος, η ΕΕ, με ενεργότερο τον ρόλο της Γερμανίας, έκανε έκκληση για πιο συντονισμένη συνεργασία με το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα. Στην κίνησή της αυτή φαίνεται πως η Γερμανία τείνει να αντικαταστήσει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις πρωτοβουλίες στα πλαίσια διεθνών οργανισμών, τον ρόλο των ΗΠΑ.
Όσον αφορά στην ανθρωπιστική βοήθεια της ΕΕ, αυτή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που παρείχαν οι ΗΠΑ (€15.6 δις έναντι μόλις $508 εκατομμυρίων) και επικεντρώθηκε κυρίως στα Δυτικά Βαλκάνια, την Τουρκία, την Βόρεια Αφρική και την Μέση Ανατολή, την Αφρική και τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες της Ευρώπης που δεν αποτελούν κράτη μέλη της Ένωσης.
Δεδομένων των συνθηκών, η ΕΕ μετέτρεψε την απουσία των ΗΠΑ σε παράθυρο ευκαιρίας για να διευρύνει, τον ομολογουμένως περιορισμένο, γεωπολιτικό της ρόλο στο διεθνές σύστημα, κυρίως αναλαμβάνοντας πρωτοβουλία σε οποιαδήποτε προσπάθεια ξεκίνησε σε πολυμερές επίπεδο.
Πέραν ωστόσο από το θετικό αντίκτυπο που είχε η πανδημία σε γεωπολιτικό επίπεδο, έγιναν αισθητές για ακόμη μια φορά οι παθογένειες της ΕΕ, κυρίως σε ό,τι αφορά την έλλειψη γρήγορης αντίδρασης στην κρίση, όπως επίσης και η έλλειψη ευελιξίας. Η καθυστέρηση αυτή, έδωσε την ευκαιρία στην Κίνα να διεισδύσει εντός των κρατών μελών της Ένωσης και να στρέψει το ένα κράτος μέλος ενάντια στο άλλο. Ωστόσο, αυτό συνέβη κυρίως στην αρχή της κρίσης, καθώς πολύ σύντομα αποκαλύφθηκε πως, τόσο η παροχή βοήθειας ήταν αναποτελεσματική, όσο ότι τα βαθύτερα κίνητρα της Κίνας ήταν η διάσπαση της ΕΕ και η διείσδυση της ίδιας μέσω πολιτικής επιρροής.
Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι παρατηρείται πως η υγειονομική κρίση έχει αποτελέσει βασική αιτία για πολύ σημαντικές αλλαγές σε γεωπολιτικό επίπεδο. Δεδομένων των συνθηκών, ωστόσο, αλλά και των δυνατοτήτων του εκάστοτε κράτους, δεν μπορούμε να πούμε σε καμία περίπτωση πως η Κίνα βρίσκεται σε θέση να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ στην παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Αντιθέτως, αυτό που έγινε αντιληπτό ήταν πως η Κίνα, έδειξε πως δεν είναι έτοιμη να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο, αφενός λόγω των πολύ πιο περιορισμένων δυνατοτήτων της, εν συγκρίσει με τις ΗΠΑ, και αφετέρου λόγω της κακής διαχείρισης της συγκεκριμένης ευκαιρίας που της δόθηκε (απουσία ΗΠΑ). Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί πως η πολιτική των ΗΠΑ δεν θα είναι πάντα τέτοια, οπότε η Κίνα ίσως να μην έχει ξανά τόσο χώρο για να προσπαθήσει να ηγηθεί στην διεθνή κοινότητα. Οπότε σε ό,τι αφορά τις σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, πέραν του ότι οι σχέσεις τους έχουν γίνει ακόμη πιο τεταμένες, γεγονός που προκαλεί ζημιά στο σύνολο της διεθνούς κοινότητας, η ισορροπία ισχύος με όρους σκληρής ισχύος δεν μπορεί να μεταβληθεί για την ώρα.
Από την άλλη πλευρά η Ρωσία, προσπάθησε με την σειρά της να χρησιμοποιήσει την κρίση σαν μια ακόμη ευκαιρία για άσκηση πολιτικής επιρροής, ωστόσο, η κακή διαχείριση της κρίσης, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα στο εσωτερικό με αποτέλεσμα να επικρατεί πολιτική αστάθεια στην Ρωσία για πρώτη φορά μετά την περίοδο Yeltsin.
Όσον αφορά στην ΕΕ, φάνηκε για άλλη μια φορά πως ο γεωπολιτικός της ρόλος είναι περιορισμένος και ότι οποιαδήποτε πρωτοβουλία αντιμετώπισης παγκόσμιας κρίσης δεν μπορεί να την πάρει εκτός του πλαισίου των διεθνών οργανισμών. Παρά τα εσωτερικά της προβλήματα ωστόσο, κατάφερε να αντιδράσει αρκετά επιτυχημένα στην κρίση -βέβαια με κάποια καθυστέρηση- και να διευρύνει τον γεωπολιτικό της ρόλο. Είναι ωστόσο σημαντικό το γεγονός, ότι η αντικατάσταση των ΗΠΑ από την ΕΕ (κυρίως από την Γερμανία) σε πολυμερές επίπεδο είναι αρκετά λειτουργική. Παρόλα αυτά δε πρόκειται για ένα τετελεσμένο, αλλά για μια τάση που παρατηρείται, η οποία είναι εύκολο να ανατραπεί.
Είναι, λοιπόν, φανερό πως η στρατηγική και οι κινήσεις των ΗΠΑ αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτυχημένες. Το ίδιο συνέβη με την Κίνα και την Ρωσία, αν και στην αρχή φάνηκε να μπορούν να ανταποκριθούν στον νέο τους ρόλο, ωστόσο εν τέλει αποδείχθηκε πως τα αρνητικά ήταν περισσότερα από τα θετικά που αποκόμισαν τα δύο κράτη. Άρα και των δύο κρατών η στρατηγική κρίνεται ως μερικώς αποτυχημένη. Τέλος, η στρατηγική της ΕΕ κρίνεται η πιο επιτυχημένη σε σχέση με τις στρατηγικές των προαναφερθέντων κρατών, ωστόσο οι δομικοί περιορισμοί του συστήματος και της σύστασής της ΕΕ είναι αυτοί που βάζουν φραγμό στην δράση της.