Τους τρεις άξονες επί τη βάσει των οποίων έχει κινηθεί η ελληνική κυβέρνηση στο μεταναστευτικό/προσφυγικό ζήτημα, αναπτύσσει, με άρθρο του στην εφημερίδα «Τα Νέα», ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης.
Όπως σημειώνει αναλυτικά, πρώτος άξονας είναι ότι «τα σύνορά μας, χερσαία και θαλάσσια, πλέον φυλάσσονται αποτελεσματικά. Η φύλαξη των συνόρων δεν συνιστά μόνο αναγκαιότητα και κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας αλλά και νομική της υποχρέωση. Στο μέτρο που πρόκειται για σύνορα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά διεθνή δέσμευση της χώρας (άρθρα 42-46 της Συνθήκης για την ΕΕ και 77-80 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της ΕΕ, Κανονισμός 2016/399, Κανονισμός 2016/1624)», υπενθυμίζει εξάλλου και προσθέτει:
«Η φύλαξη συντελείται με τον έλεγχο και τη νόμιμη αποτροπή στα σύνορα από τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας. Την ίδια στιγμή, οργανώνονται, όπου απαιτείται, επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, με αποτέλεσμα να σώζονται ζωές στη θάλασσα, από κινδύνους που προκαλούν τα οργανωμένα δίκτυα διακινητών. Από την άλλη πλευρά, σε όσους μετανάστες βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας παρέχεται η δυνατότητα και η αρωγή για να υποβάλουν αίτημα ασύλου, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Θέση της ελληνικής κυβέρνησης είναι, επίσης, ότι «καμία επαναπροώθηση των ανθρώπων αυτών δεν γίνεται προς τη χώρα προέλευσης, όπως αστήρικτα και με ιδιοτέλεια διατείνονται ορισμένοι, και κάθε καταγγελία ελέγχεται από την ανεξάρτητη Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν να μειωθούν σε σχέση με το 2019 οι μεταναστευτικές ροές κατά περίπου 90%», αναφέρεται ακόμη στο ίδιο άρθρο.
Δεύτερος άξονας είναι ότι «με ουσιαστικές παρεμβάσεις του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου επιταχύνθηκε δραστικά η διαδικασία επεξεργασίας αιτημάτων ασύλου και αναβαθμίζονται διαρκώς οι δομές φιλοξενίας. Με το νέο σύγχρονο ρυθμιστικό πλαίσιο, μειώθηκαν οι εκκρεμότητες για τα αιτήματα ασύλου κατά 75% σε σχέση με τον Ιούλιο του 2019, με αποτέλεσμα οι διαμένοντες σε δομές της χώρας να μειωθούν συνολικά κατά περίπου 55% -και ειδικά στα νησιά κατά περίπου 80%. Παράλληλα, ήδη λειτουργεί η νέα σύγχρονη δομή φιλοξενίας στη Σάμο, σήμερα παραδίδονται οι νέες δομές σε Κω και Λέρο και δρομολογήθηκαν οι νέες δομές σε Λέσβο και Χίο, ώστε πρόσφυγες και μετανάστες να διαβιούν σε ανθρώπινες συνθήκες, αφήνοντας στο παρελθόν τις εικόνες ντροπής από τις άτακτες και κορεσμένες δομές των νησιών».
Χωριστή αναφορά στα ασυνόδευτα ανήλικα, κάνει ο υπουργός Επικρατείας, ο οποίος, όπως επισημαίνει, «υλοποιήθηκε πρόγραμμα μετεγκατάστασης 1.000 παιδιών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπερδιπλασιάστηκαν οι θέσεις μακροχρόνιας φιλοξενίας και υλοποιήθηκε εκτεταμένη επιχείρηση εντοπισμού ασυνόδευτων ανηλίκων που θεωρούνταν για χρόνια άστεγα. Αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί κατά 60% ο αριθμός των ασυνόδευτων παιδιών και να βελτιωθεί καίρια η ποιότητα ζωής τους».
Τρίτος άξονας, η επιλογή από την ελληνική κυβέρνηση, ως κεντρικής πολιτικής, «[της] νόμιμης μετανάστευσης, έναντι της παράνομης και άτακτης διέλευσης των συνόρων, και [της] συγκροτημένης κοινωνικής ένταξης των προσφύγων. Η συνειδητή αυτή στάση εξυπηρετεί τα εθνικά και ευρωπαϊκά συμφέροντα, αφού περιορίζει τους κινδύνους δημόσιας ασφάλειας που επάγεται η παράνομη μετανάστευση, ιδίως στο πλαίσιο του υβριδικού πολέμου χειραγώγησης των μεταναστευτικών ροών που βιώσαμε στο πρόσφατο παρελθόν, και ανταποκρίνεται στις εθνικές και ευρωπαϊκές αξίες. Ήδη μετά την αλλαγή του καθεστώτος στο Αφγανιστάν, η χώρα μας έχει υποδεχτεί, κατόπιν σχετικής πρόσκλησης, περισσότερους από 700 Αφγανούς πολίτες, κατεξοχήν γυναίκες που κινούνταν στη δημόσια σφαίρα και ήταν εξ αυτού του λόγου εκτεθειμένες σε κίνδυνο και τις οικογένειες τους».
Το άρθρο του υπουργού Επικρατείας κλείνει με κάτι που έχει γράψει ο Βρετανός συγγραφέας Mohsin Hamid: Η μαζική μετανάστευση είναι αναπόφευκτη όσο η στάθμη των νερών ανεβαίνει, η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται, τα γόνιμα εδάφη αποξηραίνονται και οι πόλεμοι συνεχίζονται. Τούτου δοθέντος, καταλήγει ο Γ. Γεραπετρίτης, «στο υπαρκτό οικουμενικό πρόβλημα, η Ελλάδα απαντά την τελευταία διετία με προσήλωση στις αρχές του ανθρωπισμού, από τις οποίες διαχρονικά εμφορείται, αλλά και με συνέπεια στις ανάγκες και δυνατότητες της οικονομίας και της κοινωνίας».
Πηγή: ΑΠΕ