Ήρθε επιτέλους αυτή η εποχή που τρώμε κουραμπιέδες να παν’ τα φαρμάκια της χρονιάς κάτω και ευχόμαστε «Στο καλό το ’17. Να πάει και να μην ξαναγυρίσει!». Κάθε χρόνο τα ίδια και τελικά καταλήγουμε στο ένα και μοναδικό συμπέρασμα ότι κάθε πέρσι και καλύτερα. Και κάπου εδώ, εμφανίζομαι εγώ, που έχω την τάση να αμφισβητώ, να υπεραναλύω και που γενικά διαθέτω όλα τα συναφή «κουσούρια» που χαρακτηρίζουν τους λάτρεις των θετικών και εφαρμοσμένων επιστημών.
Και σε ρωτώ αγαπητέ αναγνώστη, όταν διώχνεις τον παλιό τον χρόνο με αυτή την ανεξίτηλη ευχαρίστηση κάθε χρόνο ίδια μέρα, τι ακριβώς εννοείς; Το τραγουδάκι που ακούμε σε χριστουγεννιάτικες γιορτούλες λέει ότι έρχεται ο νέος με τα δώρα, με τραγούδια, με χαρά. Άντε κι από του χρόνου. Ότι δηλαδή ο αριθμούλης που αλλάζει στο τέλος της χρονολογίας κάθε φορά που θα γράφεις την ημερομηνία θα φέρει τα πάνω κάτω, θα αλλάξει και την τύχη μας και το ριζικό μας κι όλα θα’ναι μαγικά. Κι αν αυτά που λέω δε σου αρέσουν μέχρι τώρα, απλά δώσε μου λίγα παραπάνω λεπτά να σου εξηγήσω πώς εγώ το έχω διαμορφώσει στο μυαλό μου.
Ωραίες οι καινούριες αρχές, δε λέω. Άλλωστε αν υπάρχει ένας άνθρωπος που πιστεύει στη δύναμη της ψυχολογίας και διάθεσης του ανθρώπου, ειδικά της ανανεωμένης και θετικής ψυχολογίας, αυτή είμαι εγώ. Αν με ρωτάς, είναι κάτι σαν αυτό που στην ιατρική ονομάζουμε placebo effect: ένα φαινόμενο, δηλαδή, κατά το οποίο ο ασθενής παρουσιάζει βελτίωση η οποία δεν εξηγείται κατ’ανάγκη από τις ιδιότητες του φαρμάκου που λαμβάνει, αλλά πολλές φορές συνδέεται με την καλή ψυχολογία του ασθενούς, ίσως και με την αυθυποβολή. Πού θέλω να καταλήξω; Ότι με το που πάει η ώρα 12:01 στο ρολόι και λέμε τα χρόνια μας πολλά, δεν είναι δυνατόν φιλαράκι μου να έχει αλλάξει όλη μας η πραγματικότητα, να έχουν ως δια μαγείας εξαφανιστεί όλα τα προβλήματα που αυτό το άτιμο το 2017 έφερε.
Αυτή η λογική δεν είναι στάση ζωής, είναι τάση φυγής. Κι όπως έγραψε κάποτε ο πολυαγαπημένος μου Κωνσταντίνος Καβάφης, «η πόλις θα σε ακολουθεί», όπου και να πας, όσες χρονιές κι αν αλλάξεις. Και κάπου εδώ να σου πω πως όχι, δε με έχει υποτάξει η στυγνή μου ρεαλιστικότητα. Αλλά αν με έχει μάθει κάτι το ’17, είναι πως αν θέλουμε να αλλάξει κάτι στη ζωή μας χρειαζόμαστε δύο πράγματα; θέληση και ένα εφικτό και κατά προτίμησην βιώσιμο πλάνο. Αν έχουμε αυτά τα δύο μπορούμε να αρχίσουμε να αλλάζουμε πράγματα και τώρα. Δε χρειάζεται να φτάσουμε στην 1η Ιανουαρίου. Αν πάλι δεν έχουμε αυτά τα δύο, δε θα αλλάξουμε τίποτα ποτέ, όσες καινούριες χρονιές και να’ρθουν.
Και αφού ξεκίνησα να μιλάω περί μαθημάτων απ’ το ‘17, θα σας πω και το δεύτερο λόγο που δεν ενστερνίζομαι την άποψη να διώξουμε τη χρονιά κακήν κακώς. Τι σου’κανε βρε η χρονιά; Σου έφερε προβλήματα, υποχρεώσεις, συναισθήματα; Χμμ, κοίτα να δεις τι μου θυμίζει αυτό... αχ καλέ, νομίζω πως ονομάζεται ζωή; Μπορεί να κάνω και λάθος. Απ’τη δικιά μου οπτική γωνία τουλάχιστον, το 2017 ήταν πάρα πολύ δύσκολη χρονιά. Ίσως η δυσκολότερη στα 21 χρόνια ζωής μου. Κι αυτό κυρίως γιατί κλήθηκα να παλέψω για πράγματα που θεωρούσα δεδομένα. Κι όμως, η χρονιά τα είχε όλα, γιατί εκτός απ’το ότι έζησα μερικές απ’τις πιο δύσκολές μου στιγμές, έζησα μερικές κι’απ τις πιο ωραίες... Και το συμπέρασμα; Ότι αυτά τα δύο πάνε χέρι-χέρι. Δακρύσαμε, πονέσαμε, πέσαμε κάτω κι όμως, σηκωθήκαμε, τραβήξαμε πάλι προς τη δόξα, γελάσαμε με την ψυχή μας, χαρήκαμε με όλο μας το είναι. Κι αν ακυρώνεις τις άσχημές σου στιγμές, κάνεις τεράστιο λάθος. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που δε μ’αρέσει να ακυρώνουμε εντελώς κάθε χρονιά που φεύγει. Γιατί αν ακυρώνεις τις άσχημες στιγμές, να ξέρεις ότι ακυρώνεις όλο αυτό τον δρόμο που διέσχισες για να είσαι ο άνθρωπος που είσαι σήμερα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη αδικία που μπορείς να κάνεις στον εαυτό σου.
Γι’αυτό λοιπόν, να φας και τους κουραμπιέδες σου, να κάνεις τα resolutions σου και βεβαίως να ευχηθείς να έρθει μια καλύτερη χρονιά κι άμα θες, στείλε και το 17 στο καλό. Αλλά να θυμάσαι, οι λαβύρινθοι που κλήθηκες να εξερευνήσεις, οι στίβοι μάχης που πρέπει να ξεπεράσεις κάθε χρονιά, σε βοήθησαν να φτάσεις εδώ που είσαι σήμερα. Κι όπως πάλι λέει ο αξεπέραστος Καβάφης: «Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι». Χρόνια μας πολλά.