* Βαγγέλης Βιτζηλαίος, συντονιστής Κύκλου Διεθνών & Ευρωπαϊκών Αναλύσεων Ινστιτούτου ΕΝΑ, υποψήφιος διδάκτωρ Τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιώς
Η πολιτική αστάθεια, οι οικονομικές αβεβαιότητες και το ρευστό διεθνές περιβάλλον, διαμορφώνουν για τη Γερμανία και τη Γαλλία συνθήκες κρίσης, ενώ Ευρώπη και Ευρωζώνη βιώνουν μοιραία μία κατάσταση αμηχανίας και αναγκαστικής αδράνειας, εν μέσω πολλαπλών γεωπολιτικών ανακατατάξεων και αναδυόμενων προκλήσεων.
Πολιτικό αδιέξοδο και αδύναμες ηγεσίες σε Βερολίνο και Παρίσι
Ο πάλαι ποτέ ισχυρός γαλλογερμανικός άξονας είναι εξαιρετικά αδύναμος, αφού Βερολίνο και Παρίσι βρίσκονται λιγότερο ή περισσότερο, για διαφορετικούς λόγους, σε πολιτικό αδιέξοδο. Με την μη εξασφάλιση της ψήφου εμπιστοσύνης από την Bundestag από την κυβέρνηση του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς στις 16 Δεκεμβρίου, η Γερμανία και τυπικά δρομολόγησε τη διενέργεια πρόωρων ομοσπονδιακών εκλογών για τις 23 Φεβρουαρίου. Εκλογές στις οποίες το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (PSD) του Σολτς, οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι (FDP) που είχαν αποχωρήσει το Νοέμβριο από την τρικομματική κυβέρνηση αναμένεται να έχουν βαριές εκλογικές απώλειες. Στη Γαλλία τα πολιτικά δεδομένα για τον Εμανουέλ Μακρόν δεν είναι πολύ καλύτερα, αφού η κατάρρευση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ έφερε τον διορισμό του Φρανσουά Μπαϊρού στη θέση του πρωθυπουργού, τέταρτου κατά σειρά στην προεδρική θητεία και με αμφίβολη μακροημέρευση ελλείψει επαρκούς κοινοβουλευτικής (και κοινωνικής) στήριξης.
Οι πολιτικές εξελίξεις συνδέονται άμεσα με αυτές στις οικονομίες των δύο χωρών και αντιστρόφως, δημιουργώντας επί της ουσίας μία αλληλοτροφοδότηση πηγών αβεβαιότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, ασφαλώς, δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη η Ευρώπη, αφού οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες ΕΕ και Ευρωζώνης (με τη Γερμανία, μάλιστα, να είναι η τρίτη στον πλανήτη) διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα, λίγους μήνες μόλις αφότου δημοσιεύθηκε η έκθεση Ντράγκι που τόνισε ότι η αύξηση της ευρωπαϊκής παραγωγικότητας αποτελεί «υπαρξιακή πρόκληση» για την ΕΕ[1]. Όλα αυτά, λίγες εβδομάδες πριν αναλάβει την προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος με τις εξαγγελίες του περί επιβολής δασμών θα δημιουργήσει ακόμη πιο ασφυκτικές συνθήκες προς τις ασθμαίνουσες οικονομίες των δύο χωρών, αλλά και της Ευρώπης συνολικά.
Oι διεθνείς αναταράξεις αναδεικνύουν τα δομικά ζητήματα της γερμανικής οικονομίας
Οι πιέσεις που υφίσταται η γερμανική οικονομία μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία έχουν ενταθεί, με τη δημόσια συζήτηση να υπογραμμίζει το επιχείρημα περί ενός παρωχημένου οικονομικού μοντέλου, που δείχνει να μην μπορεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις και τη βραδύτερη πορεία της Ευρώπης σε σχέση με Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες.
O πρόεδρος της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Bundesbank) Γιόακιμ Νάγκελ υπογράμμισε ότι «η γερμανική οικονομία όχι μόνο δυσκολεύεται εξαιτίας επίμονων οικονομικών αντιξοοτήτων, αλλά και με διαρθρωτικά προβλήματα. Αυτό επηρεάζει ιδιαίτερα τον βιομηχανικό τομέα, επιβαρύνοντας την εξαγωγική δραστηριότητα και τις επενδύσεις του». Η οικονομία της χώρας αναμένεται να είναι στάσιμη το 2025 σύμφωνα με το ινστιτούτο IfW του Κιέλου, ακολουθώντας δύο διαδοχικά έτη συρρίκνωσης, αναθεωρώντας μάλιστα προς τα κάτω την πρόβλεψη του Σεπτεμβρίου για ανάπτυξη 0,5% το επόμενο έτος. Για το 2026 προβλέπει ανάπτυξη 0,9% του ΑΕΠ, αναθεωρώντας επίσης προς τα κάτω (1,1%) την προηγούμενη εκτίμηση, ενώ το ινστιτούτο δεν «βλέπει» σημάδια αναστροφής της υφιστάμενης εικόνας. Η Κομισιόν, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα, εκτιμά για το 2024 ότι η οικονομία θα σημειώσει ύφεση 0,1% και ανάπτυξη 0,7% το επόμενο έτος.
Οι αριθμοί για τη γερμανική βιομηχανία είναι ενδεικτικοί των δυσκολιών που ακολούθησαν το τέλος της πρόσβασης στη φθηνή ενέργεια ως απόρροια των δυτικών κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία, μετά την εισβολή της στην Ουκρανία. Ο δείκτης PMI για τον τομέα της μεταποίησης της Γερμανίας εξακολουθεί να ακολουθεί τροχιά συρρίκνωσης (43 μονάδες) παραμένοντας από τον Αύγουστο του 2022 κάτω από το όριο των 50 μονάδων (που αποτελεί και το σημείο ανάπτυξης ή μη του τομέα). Ταυτόχρονα, σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας της χώρας Destatis τον Οκτώβριο οι γερμανικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 2,8% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, αλλά και με το ίδιο ποσοστό σε σχέση με τον ίδιο μήνα, έναν χρόνο πριν.
Ποια είναι όμως τα δομικά ζητήματα γερμανικής οικονομίας, που αναδεικνύονται σε αυτή την περίοδο πολλαπλών αβεβαιοτήτων; Κείμενο στελεχών του ΔΝΤ[2], που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Μάρτιο, υπογράμμιζε ότι πέρα από πέρα από τα προσωρινά θέματα, η έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε δομικά όπως η υποτονική αύξηση της παραγωγικότητας, οι χαμηλές επενδύσεις, η μεγάλη γραφειοκρατία και η γήρανση του πληθυσμού. Ταυτόχρονα επισημάνθηκε το ιδιαίτερα χαμηλό -από τα τελευταία στην ΕΕ και στη λίστα των αναπτυγμένων οικονομιών- ποσοστό της Γερμανίας στις δημόσιες επενδύσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η Γερμανία χρειάζεται μία πρόσθετη δημοσιονομική τόνωση ύψους 1,5% του ΑΕΠ ανά έτος για τα επόμενα 10 έτη μόνο για κλείσει το επενδυτικό κενό της τελευταίας δεκαετίας.
Η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, την ίδια ώρα, εκπέμπει SOS, με τη Volkswagen και τους εργαζόμενούς της να αναζητούν λύση ώστε να μην κλείσουν εργοστάσια -κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ για τη VW επί γερμανικού εδάφους- εξαιτίας των περικοπών που προκαλεί η μείωση πωλήσεων στην Ευρώπη, στην Κίνα, αλλά και στις ΗΠΑ. H Κριστιάν Μπένερ, επικεφαλής της IG Metall, της μεγαλύτερης εργατικής ένωσης στη χώρα απηύθυνε έκκληση προς την κυβέρνηση να ρίξει το όριο του «φρένου» του ομοσπονδιακού χρέους (το οποίο βρίσκεται στο 0,35% του ΑΕΠ ανά δημοσιονομικό έτος), επιτρέποντας περισσότερες δημόσιες δαπάνες, ώστε να διαφυλάξει το μέλλον της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης. Ζήτησε μάλιστα να ακολουθήσει το Βερολίνο το παράδειγμα Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, οι οποίες στήριξαν τις βιομηχανίες τους.
Γαλλία: Πολιτική αστάθεια και δημοσιονομικός εκτροχιασμός
Στη Γαλλία, ο κίνδυνος αφορά περισσότερο, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία, το δημοσιονομικό πεδίο θυμίζοντας… ελληνική κρίση, ωστόσο πρόκειται για τελείως διαφορετικές περιπτώσεις και μεγέθη. H προ ημερών υποβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο Moody’s (από Aa2 σε Aa3) -ακολουθώντας Fitch και Standard & Poor’s- ένα 24ωρο μετά τον διορισμό του νέου πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού, αλλά και επτά τραπεζών της χώρας λίγο αργότερα, άσκησαν πρόσθετη πίεση στη νέα γαλλική κυβέρνηση. Ο οίκος, μάλιστα, εκτιμά ότι τα δημόσια οικονομικά της χώρας «θα εξασθενίσουν σε σημαντικό βαθμό τα επόμενα χρόνια» εξαιτίας της «πολιτικής πολυδιάσπασης» της Γαλλίας, παράγοντας που κατά τον Moody’s αναμένεται να εμποδίσει την αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα που αντιμετωπίζει η Γαλλία για το 2024 εκτιμήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα ανέλθει στο 6,2%, ωστόσο εξαιτίας των εξελίξεων είναι πιθανό να αυξηθεί στο 6,6% και αυτό είναι ένα καμπανάκι κινδύνου για τον πρόεδρο Μακρόν. H σημερινή κατάσταση στα δημόσια οικονομικά της χώρας, εκτός από τις διεθνείς εξελίξεις, οφείλονται σε σημαντικό βαθμό στους εξής παράγοντες[3]:
i) Στις φοροαπαλλαγές επιχειρήσεων στο βωμό της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, οι οποίες συρρίκνωσαν τη φορολογική βάση,
ii) στις δαπάνες κατά την περίοδο της πανδημίας και
iii) στα υψηλότερα κόστη δανεισμού σε σχέση με τα τελευταία χρόνια.
H Eυρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η οικονομία της χώρας θα σημειώσει 1,1% ανάπτυξη το τρέχον έτος και 0,8% το 2025. H Κεντρική Τράπεζα της Γαλλίας έκανε εκτίμηση για το ίδιο ποσοστό το 2024 και αναθεώρησε επί τα χείρω την εκτίμηση για το 2025, διαμορφώνοντας την πρόβλεψη σε ανάπτυξη 0,9% αντί 1,2% εξαιτίας «αυξημένης αβεβαιότητας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο». Το γαλλικό δημόσιο χρέος κυμαίνεται στο 110% του ΑΕΠ, με μικρή αύξηση κατά μονοψήφιες ποσοστιαίες μονάδες τα επόμενα χρόνια (σε αντίθεση με τη Γερμανία που εμφανίζει ποσοστό χρέους/ΑΕΠ λίγο πάνω από το 60%). H ψήφος για τον Προϋπολογισμό του 2025 εξάλλου ήταν συνδεδεμένη με την απερχόμενη κυβέρνηση, οπότε, η πτώση της θα οδηγήσει σε ψήφισή του μέσα στο επόμενο έτος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το ήδη βεβαρημένο οικονομικό κλίμα στη χώρα, μία πραγματικότητα που «βλέπουν» οι αγορές.
Άσχημα μαντάτα και για το επιχειρηματικό κλίμα στη Γαλλία, τα οποία συνεχίστηκαν και τον Δεκέμβριο Ο σχετικός δείκτης έπεσε στις 94 από τις 96 μονάδες του Νοεμβρίου, σημειώνοντας χαμηλό πέντε μηνών και αποτελώντας, σύμφωνα με την ING, «άλλο ένα δείγμα της επιδείνωσης των οικονομικών προοπτικών της χώρας»
Η Ευρώπη σε αμηχανία
Η μείωση της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης σε σχέση με Ηνωμένες Πολιτείες και Κίνα είναι μία πραγματικότητα, ένδειξη της οποίας είναι και η κρίση του γαλλογερμανικού άξονα. Σύμφωνα με την έκθεση Ντράγκι που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο, η Ευρώπη σήμερα δεν έχει ούτε μία εταιρεία της μέσα στις 15 με τις μεγαλύτερες πωλήσεις ηλεκτρικών αυτοκινήτων παγκοσμίως, ενώ συνολικότερα μόλις τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας του πλανήτη προέρχονται από τη Γηραιά Ήπειρο. Οι οικονομίες των δύο χωρών που παραδοσιακά προωθούν τις εξελίξεις στην Ευρώπη, της Γερμανίας και της Γαλλίας, βρίσκονται σε κατάσταση «συναγερμού»· μία συνθήκη που ενισχύει ακόμη περισσότερο την αδυναμία της Γηραιάς Ηπείρου να αντιδράσει απέναντι στις ταχύτατες διεθνείς αλλαγές συσχετισμών, έναν περίπου μήνα πριν από την επίσημη επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο, εξέλιξη που θα αποδυναμώσει περαιτέρω τη Διατλαντική Σχέση, «δείχνοντας» στην Ευρώπη ότι πρέπει να βαδίσει «μόνη» σε μονοπάτια δύσκολων και απαιτητικών αποφάσεων.