Σε φάση εσωστρέφειας εισέρχεται η Γερμανία, μετά την διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού, ταυτόχρονα με τον εκλογικό θρίαμβο του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που ανακοίνωσε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς, την 15η Ιανουαρίου θα διεξαχθεί ψηφοφορία για λάβει ή όχι η κυβέρνηση ψήφο εμπιστοσύνης από την Bundestag (την κάτω Βουλή).
Το πιθανότερο είναι οι βουλευτές να ανοίξουν τον δρόμο για εκλογές ως το τέλος Μαρτίου. Μέχρι τότε, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και οι Πράσινοι θα εξακολουθήσουν να συγκυβερνούν ως κυβέρνηση μειοψηφίας, με την ανοχή πιθανότατα του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU), προκειμένου έως το τέλος του έτους να εγκριθούν κρίσιμα νομοσχέδια για το συνταξιοδοτικό και για τη στήριξη της βιομηχανίας.
Για τον σκοπό αυτό, ο καγκελάριος θα συναντηθεί σήμερα με τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος ως τώρα φρόντισε να αποφύγει να σχολιάσει δημόσια τις εξελίξεις.
Απευθυνόμενος στους πολίτες, ο καγκελάριος Σολτς επέρριψε την ευθύνη για την διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού στον αρχηγό του Κόμματος των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ, καταλογίζοντάς του «ακατανόητους εγωισμούς» και «μικρόψυχες μικροκομματικές τακτικές».
«Διέρρηξε πολλές φορές την εμπιστοσύνη μου, ακύρωσε αυθαίρετα την συμφωνία για τον προϋπολογισμό (…) Δεν υπάρχει βάση εμπιστοσύνης για περαιτέρω συνεργασία, συνεπώς δεν είναι δυνατή η σοβαρή κυβερνητική εργασία», είπε χαρακτηριστικά ο καγκελάριος στην ιδιαίτερα φορτισμένη ομιλία του.
Νωρίτερα, στο πλαίσιο της συνεδρίασης της κυβερνητικής επιτροπής, ο αρχηγός του FDP εισηγήθηκε την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, κάτι το οποίο απέρριψε ο καγκελάριος. Στις αιτιάσεις του κ. Λίντνερ περί αδυναμίας συνεννόησης των κυβερνητικών εταίρων, ο Όλαφ Σολτς απάντησε με την αποπομπή του από το υπουργείο Οικονομικών, η οποία συνεπάγεται προφανώς και την αποχώρηση του FDP από την κυβέρνηση.
Λίγες ώρες αργότερα, από το FDP ανακοινώθηκε πριν από λίγο η αποχώρηση από την κυβέρνηση και των υπολοίπων υπουργών του κόμματος: του Φόλκερ Βίσινγκ από το υπουργείο Μεταφορών, του Μάρκο Μπούσμαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης και της Μπετίνα Σταρκ-Βάτσινγκερ από το υπουργείο Παιδείας.
Ο κ. Λίντνερ από την πλευρά του δήλωσε μεταξύ άλλων ότι κατέθεσε προτάσεις για οικονομική ανάκαμψη, οι οποίες, όπως τόνισε, δεν έγιναν δεκτές ούτε καν ως βάση για διαβούλευση από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και τους Πράσινους. «Από την προσεκτικά προετοιμασμένη δήλωση του καγκελαρίου απόψε καταλάβαμε γιατί», δήλωσε ο αρχηγός του FDP, κατηγορώντας τον Όλαφ Σολτς για προσχεδιασμένη συμπεριφορά.
Στην κατηγορία του κ. Σολτς ότι ο κ. Λίντνερ ζητούσε περικοπές συντάξεων και φοροαπαλλαγές για τους πλούσιους, ο αποπεμφθείς πλέον υπουργός Οικονομικών αντέτεινε ότι ακόμη και απόψε ο καγκελάριος του ζήτησε επιτακτικά την άρση του «φρένου χρέους» για λόγους «έκτακτης ανάγκης», κάτι με το οποίο, όπως είπε, δεν μπορούσε να συμφωνήσει. Ο Όλαφ Σολτς επεδίωκε, είπε, για την συνέχιση της στήριξης της Ουκρανίας, την ενεργοποίηση του κανόνα «έκτακτης ανάγκης», η οποία δικαιολογεί τον επιπλέον έκτακτο δανεισμό του κράτους. Ο Κρίστιαν Λίντνερ υποστήριξε ακόμη ότι πρότεινε την συντεταγμένη από κοινού πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, κάτι που απέρριψε ο καγκελάριος.
«Δυστυχώς, ο Όλαφ Σολτς έδειξε ότι δεν έχει τη δύναμη να δώσει στη χώρα μας νέα αρχή», τόνισε ο κ. Λίντνερ και πρόσθεσε ότι αυτό θα πρέπει να το κάνει νέα κυβέρνηση.
Η αποψινή κατάληξη είχε προεξοφληθεί από πολιτικούς, αναλυτές και ΜΜΕ ήδη από τις προηγούμενες ημέρες, καθώς κλιμακωνόταν η ένταση μεταξύ των μέχρι χθες κυβερνητικών εταίρων.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Κρίστιαν Λίντνερ κατέθεσε κείμενο θέσεων, με το οποίο απαιτούσε την άμεση αναστολή της πολιτικής για το κλίμα και την σχεδόν εκ βάθρων αναθεώρηση της συνολικής οικονομικής στρατηγικής της κυβέρνησης, αφήνοντας να εννοηθεί πως από την αποδοχή των προτάσεών του θα κρινόταν η παραμονή του FDP στην κυβέρνηση.
Ο αρχηγός του CDU απορρίπτει το χρονοδιάγραμμα του Σολτς
Να ζητήσει άμεσα ψήφο εμπιστοσύνης από την Bundestag επισπεύδοντας και την διεξαγωγή εκλογών, κάλεσε τον καγκελάριο ο αρχηγός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) και επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας της Χριστιανικής Ένωσης (CDU/CSU) Φρίντριχ Μερτς, απορρίπτοντας το χρονοδιάγραμμα που παρουσίασε ο Σολτς.
«Ο κυβερνητικός συνασπισμός απέτυχε (…) Το τέλος της χθεσινής νύχτας σήμανε και το τέλος του ”φωτεινού σηματοδότη” και επομένως και το τέλος της τρέχουσας νομοθετικής περιόδου και δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να ζητηθεί ψήφος εμπιστοσύνης τον Ιανουάριο», δήλωσε ο κ. Μερτς μετά την έκτακτη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας, η οποία αποφάσισε ομόφωνα ότι ο καγκελάριος πρέπει να ζητήσει την ψήφο εμπιστοσύνης ήδη την επόμενη εβδομάδα. Αν αποτύχει να εξασφαλίσει την ψήφο της πλειοψηφίας, έχει 21 ημέρες για να διαλύσει το κοινοβούλιο. Νωρίτερα ο υπουργός-επιτελάρχης της καγκελαρίας Βόλφγκανγκ Σμιτ (SPD) είχε αναφέρει ως πιθανότερη ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών την 9η Μαρτίου. Ο Φρίντριχ Μερτς ωστόσο τόνισε σήμερα ότι η Γερμανία δεν αντέχει μια κυβέρνηση μειοψηφίας και μια προεκλογική εκστρατεία διάρκειας πολλών μηνών. Σήμερα το απόγευμα ο αρχηγός του CDU θα συναντηθεί με τον Όλαφ Σολτς και αργότερα θα γίνει δεκτός από τον ομοσπονδιακό πρόεδρο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ.
Μιλώντας νωρίτερα σήμερα στο πρωινό μαγκαζίνο του πρώτου καναλιού της γερμανικής δημόσιας τηλεότασης ARD, η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι) τάχθηκε υπέρ του χρονοδιαγράμματος που πρότεινε ο Όλαφ Σολτς, υποστηρίζοντας ότι έτσι διασφαλίζεται η ομαλή μετάβαση. «Σε αυτούς τους αβέβαιους καιρούς η τάξη είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Μετά τις εκλογές στις ΗΠΑ και την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, θα αλλάξουν πολλά διεθνώς. Κανένας νέος πρόεδρος όμως δεν θα αναλάβει τα καθήκοντά του στις ΗΠΑ, τη μεγαλύτερη οικονομία, τους επόμενους τρεις μήνες και η Γερμανία, ως τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, έχει κεντρική ευθύνη στην Ευρώπη», δήλωσε η κυρία Μπέρμποκ.
Διαφορετική άποψη εξέφρασε ο επικεφαλής των ομοσπονδιακών βουλευτών της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης (CSU) Αλεξάντερ Ντόμπριντ, τονίζοντας ότι η Γερμανία «δεν μπορεί απλώς να αντέξει έναν καγκελάριο σε κώμα».
«Ανταρσία» του φιλελεύθερου υπουργού Μεταφορών
Ο υπουργός Μεταφορών Φόλκερ Βίσινγκ ανακοίνωσε νωρίτερα ότι παραμένει στη θέση του, παρά την αποχώρηση από τον κυβερνητικό συνασπισμό του κόμματός του, των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP). Αποχωρεί, αντιθέτως, από το FDP.
«Ο καγκελάριος με ρώτησε προσωπικά εάν επιθυμώ να παραμείνω και απάντησα θετικά, δήλωσε ο Βίσινγκ και εξήγησε ότι αποχωρεί από το FDP προκειμένου «να μην βάλει το κόμμα σε μπελάδες», ενώ διευκρίνισε ότι δεν απομακρύνεται από τις βασικές αξίες των Φιλελευθέρων. Αργά χθες το βράδυ το FDP είχε ανακοινώσει την αποχώρηση από την κυβέρνηση και των τεσσάρων υπουργών του FDP - συμπεριλαμβανομένου του κ. Βίσινγκ.
Όπως έγινε πάντως πριν από λίγο γνωστό, από το υπουργείο Μεταφορών αποχωρούν οι τρεις υφυπουργοί, οι οποίοι ανήκουν επίσης στο FDP. «Η χώρα μας χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα και γρήγορα εύρυθμες πολιτικές συνθήκες γρήγορα. Μετά τη μοναχική του απόφαση, δεν έχουμε πλέον καμία εμπιστοσύνη στον Φόλκερ Βίσινγκ. Η Γερμανία χρειάζεται μια πραγματική οικονομική μετάβαση που θα ανακουφίσει το βάρος των εταιρειών, θα μειώσει τη γραφειοκρατία και θα μειώσει τους φόρους», δήλωσαν σε κοινή ανακοίνωσή τους οι απερχόμενοι υφυπουργοί.
Ο κ. Βίσινγκ είχε προϊδεάσει για την στάση του με πρόσφατο άρθρο του στην Frankfurter Allgemeine Zeitung, στο οποίο είχε ταχθεί κατά της αποχώρησης του κόμματός του από την κυβέρνηση, κάνοντας λόγο για «ασέβεια» προς τους πολίτες. «Οι πολίτες είναι αυτοί που αποφασίζουν για τις δυνατότητες σχηματισμού πλειοψηφίας, όχι οι πολιτικοί ή οι κομματικές διασκέψεις. Οι συνασπισμοί δεν είναι εύκολο πράγμα. Η διακυβέρνηση δεν είναι εύκολο πράγμα. Η δημοκρατία δεν είναι εύκολο πράγμα. Είμαστε υπεύθυνοι να διασφαλίσουμε ότι θα πετύχουμε μαζί», έγραφε ο υπουργός.
Την θέση του υπουργού Οικονομικών αναλαμβάνει ο υφυπουργός στην καγκελαρία Γκέοργκ Κούκις, ο οποίος έχει διατελέσει και υφυπουργός Οικονομικών υπό τον Όλαφ Σολτς την περίοδο 2018-2021, ενώ πριν από την είσοδό του στην πολιτική ήταν επικεφαλής της Goldman Sachs στην Γερμανία.
Πηγή: ΑΠΕ