Με την Άνγκελα Μέρκελ να αποχωρεί από το τιμόνι της Γερμανίας μετά από δεκαέξι χρόνια, τα βλέμματα όλης της Ευρώπης είναι στραμμένα στις σημερινές εκλογές, που θα κρίνουν τη διάδοχη κατάσταση στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης.
Η προεκλογική κούρσα πέρασε από πολλά στάδια, με τρία διαφορετικά κόμματα να παίρνουν κατά διαστήματα το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Μία εβδομάδα πριν τις εκλογές φαινόταν ότι το τοπίο για την κατάταξη των κομμάτων είχε εν πολλοίς ξεκαθαρίσει, δεν ισχύει όμως το ίδιο για τα σενάρια της επόμενης μέρας.
Πώς φτάσαμε μέχρι εδώ;
Η προεκλογική κούρσα ξεκίνησε στην ουσία ήδη από τον Απρίλιο με την ανακοίνωση και των τελευταίων υποψηφίων για την καγκελαρία. Λίγοι ήταν αυτοί που τότε θα πόνταραν σε μία νίκη των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) με υποψήφιο τον Όλαφ Σολτς, το σενάριο όμως αυτό φαντάζει πλέον ως το πιο πιθανό.
Ο υπουργός Οικονομικών και αντικαγκελάριος στην τελευταία κυβέρνηση της Μέρκελ κατάφερε, εκμεταλλευόμενος τα λάθη των κύριων αντιπάλων του- του Άρμιν Λάσετ (CDU/CSU) και της Αναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι) που φαινόταν ότι θα είναι κύριοι αντίπαλοι για την πρωτιά- να δώσει νέα πνοή στο κόμμα του το οποίο γνώριζε συνεχόμενη πτώση τα τελευταία χρόνια με την συμμετοχή του στον μεγάλο συνασπισμό.
Πιο αναλυτικά, η ανακοίνωση της υποψηφιότητας Λάσετ, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με τη βάση του κόμματος, που προτιμούσε τον Βαυαρό Πρωθυπουργό Μάρκους Ζέντερ, φάνηκε να δίνει το προβάδισμα στους Πράσινους, με την Μπέρμποκ να παρουσιάζεται ως η «νέα Μέρκελ» και το κόμμα της να παίρνει προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις. Αυτό όμως αποδείχτηκε βραχύβιο.
Η φθορά που υπέστη η Γερμανίδα πολιτικός, αρχικά με κάποιες αστοχίες στο βιογραφικό της και ειδικά με το σκάνδαλο λογοκλοπής που ξέσπασε γύρω από το βιβλίο της, ξαναέδωσαν το προβάδισμα στους Χριστιανοδημοκράτες.
Και ενώ αυτό φαινόταν ότι θα κρατήσει, παρά τη χαμηλή δημοτικότητα του υποψήφιου καγκελάριου, ο τηλεοπτικός φακός συνέλαβε τον Μάρκους Ζέντερ να χασκογελά όσο ο Πρόεδρος της Γερμανίας εξέφραζε τη θλίψη του για τα θύματα των καταστροφικών πλημμυρών.
Από τα παραπάνω γεγονότα επωφελήθηκε ο Όλαφ Σολτς περνώντας πλέον μπροστά στις δημοσκοπήσεις, σε μία εκλογική κούρσα η οποία φάνηκε να κρίνεται στο ποιος θα κάνει τα λιγότερα λάθη.
Τα σενάρια της επόμενης μέρας
Με τα ποσοστά που οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι θα συγκεντρώνουν τα κόμματα μέχρι σήμερα φαίνεται πως το κοινοβούλιο θα αποτελείται μάλλον από έξι κόμματα, τα ίδια που συμμετείχαν και στην προηγούμενη βουλή.
Πρώτο, όπως είπαμε, είναι το SPD με τα ποσοστά του να κυμαίνονται λίγο πάνω από το 25% (20.5% στις προηγούμενες εκλογές), ακολουθεί το CDU με 20-23% σημειώνοντας μεγάλη πτώση σε σχέση με το 32.9% των προηγούμενων εκλογών.
Το κόμμα των Πρασίνων φαίνεται να κλειδώνει την τρίτη θέση (16-17%), έχοντας χάσει όμως την ώθηση που είχε τους πρώτους μήνες της προεκλογικής περιόδου, ενώ μάχη θα δοθεί για την τέταρτη θέση ανάμεσα τους Φιλελευθέρους (11-13%) και το ακροδεξιό AfD (11-12%).
Mόνο ερωτηματικό για την είσοδο του στην βουλή αποτελεί το κόμμα της αριστεράς, το Die Linke, του οποίου τα ποσοστά μειώνονται συνεχώς στις τελευταίες δημοσκοπήσεις και βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στο 6% οριακά πάνω από το όριο του 5%.
Με τα παραπάνω ποσοστά και με τις δύο παραδοσιακές δυνάμεις της γερμανικής πολιτικής σκηνής να έχουν αποκλείσει έναν νέο «μεγάλο συνασπισμό», όλα δείχνουν πως το νέο κυβερνητικό σχήμα θα αποτελείται από τρία κόμματα, με το SPD και τους Πράσινους να φαίνεται πως συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι τα δύο από αυτά.
Τόσο ο Σολτς όσο και η Μπέρμποκ έχουν δηλώσει ότι θα ήθελαν μία συγκυβέρνηση των κομμάτων τους. Ο πρώτος δήλωσε άλλωστε σε συνέντευξη του στο Tagesspiegel πως, «παρά τους διαφορετικούς στόχους υπάρχουν πολλά σημεία τομής». Το πρόγραμμα των δύο κομμάτων έχει πράγματι μια πληθώρα κοινών σημείων στην οικονομία, τα εργασιακά, την οικογένεια και το μεταναστευτικό, ενώ συγκυβερνούν σε 8 από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια.
Παρά τα κοινά τους σημεία οι μεγαλύτερες διαφορές των δύο κομμάτων εντοπίζονται στον τομέα της κλιματικής πολιτικής, ενώ διαφορές υπάρχουν και στην εξωτερική πολιτική.
Η υποψήφια καγκελάριος των Πρασίνων κατέκρινε τους Σοσιαλδημοκράτες πως οι μεταρρυθμίσεις που προτείνουν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι άμεσες.
Επίθεση εναντίον του Σολτς εξαπέλυσαν και τα στελέχη του κόμματος Τζεμ Έζντεμιρ και Άντον Χοφράιτερ, κατηγορώντας τον υπουργό Οικονομικών και το κόμμα του ότι δεν καταλαβαίνουν τον επείγοντα χαρακτήρα της κλιματικής κρίσης, ενώ κατά τη διάρκεια της θητείας του δεν έκανε τίποτα για να προστατέψει το περιβάλλον.
Στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής οι βασικές διαφορές εντοπίζονται στις σχέσεις με την Ρωσία. Αυτό φάνηκε και από την επικαιρότητα με την ολοκλήρωση των εργασιών για τον αγωγό Nord Stream 2 (ένα θέμα που συνδυάζει την εξωτερική και την κλιματική πολιτική).
Οι Πράσινοι έσπευσαν να διαμηνύσουν πως το έργο δεν θα πρέπει να τεθεί υπό λειτουργία (παλαιότερα ήταν και ενάντια στην ολοκλήρωσή του), με το SPD, μέσω της υπουργού Περιβάλλοντος Σβένγια Σούλτσε να χαιρετίζει την ολοκλήρωση του, προβάλλοντάς το ως ενδιάμεση λύση για την μετάβαση από την πυρηνική ενέργεια και τον άνθρακα στην κλιματική ουδετερότητα.
Ποιό θα είναι το τρίτο κόμμα;
Καταλυτικό ρόλο θα παίξει και το τρίτο κόμμα της νέας κυβέρνησης. Με τους Χριστιανοδημοκράτες και το AfD εκτός της εξίσωσης, αυτό αφήνει τους Φιλελεύθερους και την Αριστερά ως πιθανούς κυβερνητικούς εταίρους.
Παρότι σε θέματα οικονομικής πολιτικής η Αριστερά έχει κοινά σημεία με τα άλλα δύο κόμματα, εντούτοις οι διαφορές σε θέματα ιδίως της εξωτερικής πολιτικής αποτελούν τροχοπέδη. Πριν δύο εβδομάδες η Μπέρμποκ έσπευσε να αποστασιοποιηθεί από το κόμμα της Αριστεράς εξαιτίας των αντινατοϊκων του θέσεων, ενώ ο Σολτς έθεσε ως προϋπόθεση για συνεργασία των κομμάτων την αναγνώριση του ΝΑΤΟ. Η ηγεσία όμως του κόμματος δεν άλλαξε στάση, κατηγορώντας τον αντικαγκελάριο για προεκλογικά παιχνίδια, ξεκαθαρίζοντας πως δεν μπορούν να υπάρξουν τέτοιου είδους προεκλογικές δεσμεύσεις και οι όποιες συζητήσεις γίνονται όταν πλέον υπάρχουν τα εκλογικά αποτελέσματα.
Από την άλλη μεριά βέβαια το FDP θέτει κι αυτό τις κόκκινες γραμμές του για τη συμμετοχή του στην λεγόμενη «κυβέρνηση του φαναριού» (από τα χρώματα των κομμάτων).
Ο υποψήφιος για την καγκελαρία και ταυτόχρονα αρχηγός του κόμματος Κρίστιαν Λίντνερ, αναγνωρίζοντας τις διαφορές που υπάρχουν ξεκαθάρισε πως δεν θα συμμετείχε σε έναν συνασπισμό αν αυτός είχε στο πρόγραμμά του αυξήσεις φόρων και χαλάρωση του φρένου που έχει τεθεί στο δημόσιο χρέος, αξιώνοντας ήδη από την προεκλογική περίοδο την θέση του υπουργού Οικονομικών.
Η προεκλογική αυτή περίοδος ήταν σίγουρα από τις πιο ενδιαφέρουσες στην ιστορία της Γερμανίας. Οι συνεχείς αλλαγές στα ποσοστά των κομμάτων καταδεικνύουν εκτός των άλλων και την αβεβαιότητα που υπάρχει στη μετά Μέρκελ εποχή.
Σίγουρο είναι πως και οι συνομιλίες για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης θα είναι χρονοβόρες και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων σκληρές, την τελευταία φορά είχαν διαρκέσει ένα εξάμηνο. Το πολιτικό πεδίο στη Γερμανία δεν ήταν ποτέ ξανά άλλωστε τόσο διαιρεμένο.